iporta.gr

Η ποίηση της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη, της Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή [Καθ.Παν/μίου Κρήτης]

 

H κα Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή

είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας

του Πανεπιστημίου Κρήτης.

 

 

 

Ακολουθεί η ομιλία της Δρ Ελπινίκης Νικουλουδάκη-Σουρή για την ποιητική βραδιά αφιερωμένη στην λογοτέχνη και φιλόλογο κα Δώρα Παρδάλη-Σωτρίλλη.

 

Το iPorta.gr ευχαριστεί θερμά την κα Νικολουδάκη για την παραχώρηση της ομιλίας της

 

 

 

 

Μικρή εισαγωγή στο έργο της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη

 

Αντίδοτο ιαματικό
στα πάθια της ζωής μου
η π ο ί η σ η.

 

Δ. Π.-Σ.

 

 

 

Η προσωπική μου σχέση με τη Δώρα

Είχαμε συγκεντρωθεί οι φιλόλογοι της Ρόδου στην τάξη της Δώρας (4ο Γυμνάσιο Ρόδου), για να παρακολουθήσουμε μια υποδειγματική διδασκαλία της, παρόντων του αείμνηστου Καρνασόπουλου και του Γενικού Επιθεωρητή Φιλολόγων Βικέτου. Ήταν το μάθημα για την Ιλιάδα, η ενότητα πια μου διαφεύγει, έμεινε, όμως, η εντύπωση: τα καλοδουλεμένα παιδιά, η ποιότητα του λόγου, η βαθιά γνώση που έφτανε μέχρι τη σοφία, η συνάντηση ποικίλων κειμένων στη διδασκαλία. Και μαγεύτηκα. Έκτοτε βρισκόμαστε κάπου – κάπου σε εκδηλώσεις, χαιρετιόμαστε, μα τίποτα παραπέρα.

 

Αφορμή και πρωτομπήκα στο σπίτι της Δώρας ήταν η συγκέντρωση ύλης για το βραχύβιο περιοδικό Δρόμος, που θα αφιερωνόταν σ’ εμάς τους φιλολόγους της Ρόδου. Το Γραφείο της με πλούσια βιβλιοθήκη άφηνε χώρο για τα πορτραίτα των ποιητών· πρόσεξα τον Σολωμό, αναρωτιέμαι μήπως είδα τον Όμηρο και τον Καβάφη. Πάντως σήμερα τους βρίσκουμε και τους τρεις στα ποιήματά της να συνομιλούν για αξίες, αρωγοί στη δοκιμασία της ποίησης . Και δεν είναι τυχαίο που η δεύτερη συλλογή Ροές αρχίζει με την ανάμνηση του Σολωμού. Η ποιήτρια ψάχνει ανθρώπους που να έχουν καλοσύνη, έγνοια για τον άλλον, ήθος. Έτσι μέτραγε και ο Ιερομόναχος Διονύσιος από τη Γυναίκα της Ζάκυθος στα δάχτυλα ενός χεριού τους δίκαιους. Αλλά εδώ είναι χειρότερη η κατάσταση. Ούτε το φανάρι του Διογένη χρησιμεύει πια:

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Μετράς τους ανθρώπους
ύστερα τα δάχτυλά σου
μένεις στο ένα χέρι
κι αρχίζεις πάλι την αφαίρεση.
Δεν είναι απαραίτητο
του Διογένη το φανάρι,
ολοφάνερο …
Στο δείχτη του χεριού σου
η συμπύκνωση της ανθρωπιάς.

 

Η φιλία μας στέριωσε σε εκμυστηρεύσεις για την ποίηση, που η αρετή της είναι να μιλάει όχι μόνο για κείνον που τη γράφει ή για ό, τι βλέπει αυτός και αισθάνεται, αλλά και εξ ονόματος και των άλλων. Και εννοώ ότι κάποιοι βρίσκουν ότι τους ταιριάζουν τα λόγια αυτά και τα χρησιμοποιούν. Για όσα, λοιπόν, μας συνδέουν, στίχοι δικοί της εκφράζουν τα συναισθήματά μου και συγχωρέστε μου την καλοπροαίρετη λογοκλοπή:

Η ανάμνηση
ξυπνάει τη μνήμη
κι εκείνη ευγνωμονεί.

 

 

Το πνευματικό έργο της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη

 

Σήμερα, αποτιμώντας το πνευματικό έργο της Δώρας, διαπιστώνουμε ότι η παρουσία της στα Νεοελληνικά Γράμματα περιβάλλεται από τις εξής παράπλευρες δραστηριότητες:

1. Το διδακτικό της έργο προσγείωσε τη Φιλολογία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και, απαλύνοντας την ακτινοβολία των κειμένων για να μην κάψει τα παιδιά, η Δώρα πέρασε από μέσα τους τη διαμόρφωση χαρακτήρων με γνώσεις και ήθος. Το βλέπουμε αυτό και σήμερα στην κοινωνία της Ρόδου. Τεκμήριο, όμως, όλων τούτων των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στο σχολείο είναι η Έκθεση «Ο κόσμος της Οδύσσειας» που οργάνωσαν η Δώρα και η Σοφία Ψαρογιάννη-Κωνστάντζου το 1984. Η έκθεση αυτή βραβεύτηκε από τον τότε Υπουργό Παιδεία, τον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση.

 

2. Οι εργασίες στο ποιητικό έργο των Δωδεκανησίων ποιητών: Παντελή Ευθυμίου, Σουλεϊμάν Αλάγιαλικ-Τσιαλίκ, Ειρήνης Βογιατζή-Χαραλάμπη, Χρήστου Ευθυμίου, Κώστα Νεοφύτου και, φυσικά, η επιμέλεια του βιβλίου Ο ποιητάρης της Λίνδου είναι, επίσης, υποδειγματική.

 

4. Η μονογραφία Η Ποίηση στην Οδό των Δακρύων συνδυάζει ιερά κείμενα που διαβάζονται κάθε ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας με σχόλια της συγγραφέως και τη Νεοελληνική Ποίηση προσωπική και δημώδη, εμπνευσμένη από το θείο δράμα.

 

5. Το ποιητικό έργο αποτελείται από τρεις συλλογές: τις Κυψελίδες και τις Ροές – 2003 και 2005, αντίστοιχα, – και τις Πνοές το 2015. Καλαίσθητες εκδόσεις, με την εικαστική πρόταση του εξωφύλλου να διαλέγεται κάθε φορά με το ποίημα που δίνει το όνομα στη συλλογή.
[Θα ακούσουμε την αναλυτική συσχέτιση που κάνει ο Γιώργος Παπαντωνάκης ανάμεσα στον πίνακα της μαθήτριάς μας Ρένας Βαζούκου και στα ποιήματα.]

 

 

α. Κυψελίδες & Ροές: οι λέξεις στους τίτλους των συλλογών και στα ποιήματα

 

Ο πληθυντικός αριθμός και το θηλυκό γένος ουσιαστικών με ζωτική σημασία, όπως έχει παρατηρήσει και πάλι ο Γιώργος Παπαντωνάκης για τις Πνοές , χαρακτηρίζει και τις τρεις συλλογές. Η μορφολογία των τίτλων ανταποκρίνεται και στο περιεχόμενο των ποιημάτων∙ «δείχνει», δηλαδή, ότι ένα κοινό γνώρισμα τα συνδέει μεταξύ τους. Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος, όπως τονίζει ο Buffon, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι τίτλοι αυτοί συνοψίζουν τα βιώματα της ποιήτριας:

α) Τα προσωπικά, καθ’ ότι κάποτε – κάποτε τα ποιήματα της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη εμπνέονται από δοκιμασίες της υγείας της, από την πάλη του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής, λ.χ., να διεκδικήσουν ό, τι είναι αυτονόητο για έναν άλλον, την άνετη αναπνοή.

β) Τα πολιτικά και τα ιστορικά βιώματα που προέρχονται από τις αντιδράσεις της ποιήτριας απέναντι στο ιστορικό διαχρονικό παράδειγμα ή στην πολιτική ύβρη.

γ) Τα βιώματα των λογοτεχνικών συναντήσεων που αναπτύσσουν έναν ηθικό, ως επί το πλείστον, διάλογο με τα κλασικά κείμενα.

 

Ας δούμε, όμως, κάποια παραδείγματα. Η πρώτη συλλογή ονομάζεται «Κυψελίδες». Οι κυψελίδες είναι οι φουσκίτσες που καταλήγουν στα χιλιάδες σωληνάκια των πνευμόνων∙ η δουλειά τους είναι να βγάζουν το διοξείδιο του άνθρακα και να παίρνουν το οξυγόνο. Γιατί, όμως, ο ιατρικός όρος, που μας φέρνει, επίσης, στον νου τη μέλισσα και την κυψέλη, να γίνεται τίτλος σε μια συλλογή ποιημάτων; Ο ένας λόγος είναι ο αυτοβιογραφικός. Η ομαλή αναπνοή οφείλεται στις ανοικτές κυψελίδες των πνευμόνων. Το αντίθετο δημιουργεί τη δοκιμασία του οργανισμού και γίνεται ο πυρήνας της ποιητικής ιστορίας, όπως θα δούμε παρακάτω. Ο άλλος λόγος είναι ο συμβολικός. Μορφές του μύθου, ο Έκτορας και ο Αίας, της Ιστορίας και της Τέχνης, ο Ανάχαρσις και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, αντίστοιχα, μητέρες ποιημάτων που θρηνούν για τους μονάκριβούς εισάγονται στα ποιήματα ως πρότυπα συμπεριφοράς, ήθους και έργου και λειτουργούν ως «κυψελίδες» της πνευματικής μας υγείας, «κυψελίδες αναζωογόνησης» για τον Νεοελληνικό Πολιτισμό.

 

Από τη συλλογή αυτή θα προσέξουμε λίγο περισσότερο το ποίημα «Οδυσσέας» , όπου συναντούμε τις κυψελίδες με το ιατρικό τους νόημα∙ αυτή τη φορά, όμως, ενταγμένες – ειπώθηκε ήδη – μέσα σε μια προσωπική υπόθεση, στην περιπέτεια του αναπνευστικού, που εξελίσσεται ταυτόχρονα σε συζυγικό βίωμα και μέριμνα των γονέων για το παιδί. Ένα εξαιρετικό, δηλαδή, αγωνιστικό παράδειγμα «νόστου» με στόχο τη συνοχή της οικογένειας και την επιστροφή της μητέρας ως υγιούς προσώπου στο παιδί:

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Περάσαμε εξαίσιους μήνες μέλιτος
σε νοσοκομεία και αφιλόξενους θαλάμους.
μα δεν έλειψε η τρυφερότητα κι οι συστάσεις υπομονής.
Περάσαμε κάβους πολλούς και ξεπεράσαμε τις αντοχές,
όταν οι κυψελίδες ήταν κλειστές.
Εκείνος εκεί βράχος θέλησης
ρύθμιζε τις αποχρώσεις τις θλίψης
για να μη με ταράξει, γιατί ήθελε
να χαρίσει ακέρια τη μάνα στην κόρη.
Μετάγγιζε με τη θέρμη του βλέμματος
τη ζωή ενδοφλέβια και θαλερά.
Ο Οδυσσέας είναι η βαλβίδα του οξυγόνου μου.

 

Αυτή είναι η πρώτη ενότητα του ποιήματος, με ευδιάκριτα τα θέματα της δύσπνοιας και της θεραπείας της. Πώς, όμως, αποκτούν αυτές οι καταστάσεις την καθολική τους αποδοχή, πώς η ποιήτρια μεταφέρει τα πάθη της στο ποιητικό υποκείμενο και μετατρέπει σε ποιητική πράξη τη στέρηση του οξυγόνου; Από την Λογοτεχνία μας και τον Πολιτισμό μας επιλέγονται το ομηρικό πρότυπο του Οδυσσέα και το ταξίδι του μέλιτος. Όλα τούτα τοποθετούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ιατρικής. Ο τίτλος μάς προετοιμάζει. Ο ήρωας έχει δημιουργήσει μακραίωνη και πολύσημη παράδοση, ώστε γίνεται η συμβολική μεταφορά της μαχητικότητας, της αντοχής, της ευφυΐας, της σοφίας, της προσαρμογής, της ατομικότητας και της συλλογικότητας ταυτόχρονα. Η θάλασσα και η στεριά είναι ο αφηγηματικός χώρος όπου το ταξίδι και η περιπέτεια προσθέτουν κατορθώματα στον επικό ήρωα και πολλαπλασιάζουν τη φήμη του. Επίσης, το «ταξίδι του μέλιτος» είναι η ειδυλλιακή φάση του έγγαμου βίου, το ταίριασμα, η αφετηρία της αρμονικής συμβίωσης και των κοινών προσδοκιών του νιόπαντρου ζευγαριού.

 

Αν ψάξουμε στο ποίημα στοιχεία αυτών των δύο παραδόσεων, δεν θα τα βρούμε με το ίδιο νόημα. Θα βρούμε, αντίθετα, ένα ρεαλιστικό πλαίσιο υποκαθιστά ειρωνικά τον ανοικτό ορίζοντα, τον αέρα, τον έρωτα.. Ό, τι μένει από το ταξίδι του μέλιτος είναι η τρυφερότητα του συντρόφου και οι «συστάσεις υπομονής». Ποιος το περίμενε πως αυτός ο σύγχρονος Οδυσσέας θα ανέτρεπε την παράδοση του «κοσμογυρισμένου συνονόματού του» και θα περιοριζόταν όλη του η δράση, προσέχοντας και τονώνοντας το «πάσχον» ποιητικό υποκείμενο απομονωμένος σε «σκοτεινούς θαλάμους» νοσοκομείων! Και όμως η ψυχική δύναμη και η καρτερία, ο παρηγορητικός λόγος και «η θέληση βράχος» όπως λέει ο Βαλαωρίτης, νικούν. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός δεν ακυρώνουν τις έμφυτες δυνάμεις αντοχής∙ αντίθετα τις αναδεικνύουν ως ανώτερα φάρμακα ικανά να ανοίξουν τις «κλειστές κυψελίδες».

 

Ας προσέξουμε εδώ, επίσης, πώς «οικειώνεται» το ηρωικό πρότυπο η ποιήτρια. Κρατά για τον δικό της Οδυσσέα χαρίσματα του συνονόματού του, τις αντοχές του στις ταλαιπωρίες, τη φιλεταιρότητά του, το πάθος για τη ζωή, το πείσμα, αλλά και την αγάπη, γίνεται και αυτός θεράπων της ψυχής και του σώματος, μεταλλάσσοντας τα συναισθήματα, την τρυφερότητα του βλέμματος σε ιαματική ύλη.

 

Η αξία του συντρόφου και η δύναμη της γυναίκας κάνουν το ποίημα αγωνιστικό, ηρωικό, ενθαρρύνουν δε την ποιήτρια να ανοίξει διάλογο με τους «Αργοναύτες» του Γιώργου Σεφέρη, το τέταρτο ποίημα από τη συλλογή «Μυθιστόρημα».

Αφορμή δίδει το ημιστίχιο «Περάσαμε κάβους πολλούς». Στο ποίημα του Σεφέρη συμπληρώνεται ως εξής:

 

Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
ποὺ φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.

 

Ο επιζών αφηγείται τις περιπέτειες των συντρόφων του που συναντούν παντού τη δυστυχία, που αφήνει ο πόλεμος. Στο τέλος κουράζονται και πεθαίνουν σε μια ακρογιαλιά.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο στο ποίημα «Οδυσσέας», όπου το «εμείς» είναι πιο συγκεκριμένο, είναι το συντροφικό και οικογενειακό «εμείς», η ψυχική συμπαράσταση του ήρωα τονίζεται έντονα, ο ίδιος γίνεται συμβολικός ήρωας, είναι σύζυγος και πατέρας και παλεύει για να αποκαταστήσει την ακεραιότητα της οικογένειας. Η μάνα υφίσταται ως δραματική παρουσία, η ίδια ιδιότητα υπονοείται για την κόρη, αλλά και τα τρία αυτά πρόσωπα αποκτούν καθολικό νόημα ως μέλη της οικογένειας. Έτσι, η οικογένεια αναγνωρίζεται ως σκοπός του νόστου, ως αξία. Η «θέρμη του βλέμματος», μολονότι αναίμακτη ουσία, μεταγγίζει αίμα και «σωτηρία». Ο ήρωας εδώ δεν γίνεται «ένα με τα κουπιά», αλλά ένα με τη «βαλβίδα του οξυγόνου» – τι μεταμόρφωση κι αυτή – και μάχεται για τη ζωή.

Αλλά και τον τίτλο της δεύτερης συλλογής Ροές χαρακτηρίζει η αμφισημία. Αναφέρεται στη διαδοχή των γεγονότων, στον ρου της Ιστορίας αλλά ως όρος της Φυσικής μια πηγή φωτός εκπέμπει «φωτεινές» ροές που με τη μεταφορική τους λάμψη διαπερνούν, συνήθως, σύντομα ποιήματα, όπως στο ακόλουθο χαριτωμένο:

 

Ηλιαχτίδες

τα λόγια της αγάπης
σ’ ανήμπορους καιρούς∙
φθείρουν τη φθορά
κι αργοσαλεύουν
την πεθυμιά.
Έρως «Ήρος άγγελος».

 

Με την πρώτη σημασία, αυτήν της ιστορικής ή κοινωνικής πραγματικότητας ορισμένα ποιήματα των Ροών μιλούν για δυσμενείς, σκοτεινές, αμφίσημες και ρευστές καταστάσεις: Στο ποίημα, π. χ, «Αντίφαση» διαπιστώνουμε ότι η βέβηλη πραγματικότητα πολιορκεί το ιερό κείμενο που δοξάζει την έλευση του Χριστού και είναι φωτεινό ελπιδοφόρο, αλλά σε ποιον κόσμο πια;

 

ΑΝΤΙΦΑΣΗ


«Χριστός γεννάται, δοξάσατε …»
χιλιάδες ευχές κι αμέτρητες
σιωπές μοναξιάς.
«Και επί γης ειρήνη …»
Τα τύμπανα του πολέμου
ηχούν όλο και πιο δυνατά.
Σήμερα μπαίνουν στο πρόγραμμα
κι οι βολές του θανάτου.
Πόσο εύκολα βρίσκονται
τα άλλοθι! Κι ο αέρας πιάνει
την υποκρισία στον αέρα
προδίδοντας τις προθέσεις.

 

Στο ίδιο ποίημα, όμως, ξεχύνεται μια ροή φωτός, η ελπίδα από την αιώνια πηγή των προσδοκιών, τα παιδιά μας:

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε …»
Πολλές οι ευχές τυπικές και διάτρητες.
Μόνο στα χείλη των παιδιών
«τα κρατούμενα της ελπίδας…»
Χριστούγεννα 2002

 

Η ποίηση ως θεωρία ζωής

 

Η θεωρία της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη για τη ζωή απεικονίζει την αναγωγή της προσωπικής διαμόρφωσης σε μια διαδικασία δοκιμασιών. Αυτές επαναλαμβάνονται, τα συμπτώματα είναι απειλητικά, αλλά δεν καταλήγουν, όπως είπαμε παραπάνω, σε πτώση ή ήττα. Ότι η ζωή «είναι μέγα καλό και πρώτο», όπως επιμένει ο Σολωμός, η Δώρα μας το λέει σε αρκετά ποιήματα. Η συντροφιά είναι το φάρμακο, η συντροφιά «κορυφώνει» τη θέληση για ζωή.

 

Εξ ίσου σημαντική είναι η συνδρομή της μάνας που διαλύει την απόσταση ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, ανεβαίνει από τον Άδη, ωσάν να τελείται μια Επιφάνεια, μπαίνει μέσα στο όνειρο, αναμετριέται με το Χάρο και του παίρνει το παιδί της.

 

Σαν οπτασία
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε …
Κ. Π. Καβάφης, «Φωνές»

Ήρθε και κάθισε
δίπλα στο κρεβάτι μου
ένοιωσα τη θαλπωρή της παρουσίας της
στο παραμιλητό μου.
Η θηλιά στο λαιμό
χαλάρωσε, ανάσα μού
έδωσε στ’ αλήθεια.
Άπλωσα το χέρι μου
έμεινε στης θλίψης το κενό
σαν οπτασία χάθηκε …
Ξύπνησα και χάδεψα
απαλά τη θέση που καθόταν
κι ένιωσα στην απουσία της
ερμιά. Πόνεσα βαθιά, όπως
τότε ξανά και ξανά.

Όμως, μητέρα,
πάλι με ανάστησες
εκείνο το βράδυ
που με διεκδικούσε
ο θ ά ν α τ ο ς …

 

 

Η γυναίκα στην ποίηση της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη

 

α. Η μάνα η συγκεκριμένη αγωνίζεται και νικά. Το πεπρωμένο της όμως παρουσιάζει και άλλες εκδοχές. Η τραγική μορφή του μητρικού αρχετύπου συγκλονίζει στο ποίημα «Μνησιπήμων πόνος» , τόσο για το τραυματικό βίωμα του φόνου ή καλύτερα της εκτέλεσης και της απώλειας του μονάκριβου γιου όσο και για τον αναστοχασμό που προκαλούν ποιήματα ομόθεμα, γραμμένα και αναφερόμενα σε χρονικές περιόδους διαφορετικές. Η μάνα στο ποίημα του Καβάφη «29 Ιουνίου 1906, 2 μ. μ.», η μάνα στην Ιλιάδα, μια θεά, η Θέτις, με τα συναισθήματα μιας απλής γυναίκας, και η μάνα στο «Μοιρολόι της Παναγιάς»,
«τρεις γυναίκες που νιώσανε το μαχαίρι
στον καρπό της κοιλιάς τους»

δεν καταριούνται, δεν επιθυμούν εκδίκηση, ο θρήνος τους μόνο μένει, ξεπερνά τους τόπους και τους αιώνες και ενώνεται με σύγχρονα και μελλοντικά δράματα∙ «στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Οικουμένη.».

 

Ποιες φράσεις όμως «αισθητοποιούν» τον θρήνο που η Ιστορία τον προκαλεί, αλλά ο ίδιος την υπερβαίνει; Η κλιμάκωση των μεταφορών και των εικόνων για τους τρεις θρήνους: «τρεις θρήνοι, τρία ίδια μουσικά μοτίβα, έγκατοι σπαραγμοί», που αποκτούν την κίνηση του νερού, η αντίθεση ανάμεσα στη μύηση στον πόνο και την κατάλυσή του, η μεταφορική εικόνα της φθοράς του χρόνου που δεν καταβάλλει τις μάνες, η μεταμόρφωση των χεριών σε «κλαδιά δέντρων», επιζητώντας την αλληλεγγύη, η αρχέτυπη αναγωγή του «ομφάλιου λώρου» σε «γόρδιο δεσμό» προβάλλουν την τραγική πλευρά του αιωνίου δράματος. Ωστόσο το τρίτο πρόσωπο, που σχολιάζει τα λογοτεχνικά παραδείγματα, γίνεται πρώτο πληθυντικό στο τέλος του ποιήματος για να δημιουργήσει μια νέα προοπτική στην ανάγνωση και στα πρόσωπα στα οποία μεταβαίνει ο θρήνος. Ως αναγνώστες εμείς συγκλονιζόμαστε από τον χαμό «του νέου βλαστού, του ήρωα, του Χριστού». Στα μότο, όμως, που κινούν το ποίημα, η προσοχή στρέφεται στις μάνες, στο τι λένε στον θρήνο τους και στο πώς αντιδρά η Παναγία που θέλει να εξαφανιστεί από τη ζωή και τη γη. Σε αυτές τις τραγικές στιγμές αποδίδεται μια φιλοσοφία ειρωνική που φέρνει τον δικό μας θρήνο τον εγκόσμιο, τελικά, δίπλα στον αιώνιο θρήνο και την οδύνη της κάθε μάνας που την «χτυπά» η απώλεια, «η μη συνέχεια του μονογενή».
Το θείο δράμα, όμως, με την κυκλική του αναπαράσταση και λατρεία, παίρνει μαζί του και τις δύο άλλες περιπτώσεις, της μάνας του Καβάφη και της Θέτιδας και τις εντάσσει στην αιώνια επανάληψη του θρήνου, στην κατηγορία του μεταφυσικού θα λέγαμε, χωρίς όμως να μαλακώνει η οδύνη. Όσο διαβάζουμε, όσο θρηνούμε στον Επιτάφιο τόσο έρχονται στον νου μας και οι θρήνοι της θνητής μητέρας και της θεάς μητέρας έστω και αν δεν την πιστεύουμε πια. Συμβαίνει, δηλαδή, μέσω της ανάγνωσης, μια επιφάνεια της «αρχέγονης» πια μητέρας που ταυτίζεται με την αιώνια οδύνη:

 

«Οι μητέρες των δακρύων είναι ανάλλαγες
μέσα στη χοάνη του χρόνου,
μυημένες στον πόνο, καταλύουν την έννοιά του.
Κλαδιά δέντρων τα χέρια απλώνονται
και δένονται στην κοινοπραξία της θλίψης
Γόρδιος δεσμός ο ομφάλιος λώρος.
Εμείς θρηνούμε για το νιο βλαστό,
για τον ήρωα, για το Χριστό.
Εκείνες στήνουν τον αιώνιο θρήνο
για τους μονογενείς τους
για τη μοναδική μη συνέχειά τους.
Δε μετριέται η οδύνη της μάνας,
γιατί την απορρόφησε το δέρμα …
Είναι μαράζι που ριζώνει βαθιά
στους αιώνες των αιώνων.»

 

 

Στα προηγούμενα ποιήματα είδαμε τη δύναμη της μάνας σε σχέση με την αδυναμία και τον θάνατο του παιδιού της. Όλες αυτές οι αντιδράσεις συνιστούν μια οργανική και συναισθηματική «επανάσταση» της γυναίκας που σε επόμενα ποιήματα μετουσιώνεται σε τόλμη. Τα «δεσμά» καταλύονται, οι γυναίκες διεκδικούν και «παίρνουν πίσω το δίκιο». Έτσι η Σαπφώ, η Καλλιπάτειρα, η Αγνοδίκη , η Νίσα Σάρμα στο ομώνυμο ποίημα επιβάλλονται στο περιβάλλον τους με τον λόγο τους, τη συμπεριφορά τους, τις πράξεις τους. Και για να καταλάβουμε εμείς οι αναγνώστες το μέγεθος του παραδείγματός των, στο ποίημα ο αγώνας τους παρασταίνεται με ρήματα που η ενέργειά τους μεταβαίνει σε στερεά σώματα ή αντικείμενα: «έσπασαν το κέλυφος της μόνωσης», «έλυσαν των δεσμών τα μάνταλα», «σπάθισαν το άδικο»:

 

ΣΑΠΦΩ – ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ
ΑΓΝΟΔΙΚΗ – ΝΙΣΑ ΣΑΡΜΑ

Σπάθισαν τα άδικο
και πήραν πίσω
το στερημένο δίκιο
στο παραθύρι της γνώσης
του έρωτα, της απλής χαράς .

 

Το ποίημα ως τεκμήριο ανάγνωσης άλλων ποιημάτων

Στα ποιήματα «Ούτις» και «Miles Gloriosus» οι επικοί ήρωες Οδυσσέας και Μενέλαος, αντίστοιχα, απογυμνώνονται από την ηρωική τους μαχητικότητα. Στο πρώτο ποίημα αναιρείται η σημαντική του πολύπαθου και πολυμήχανου ήρωα Οδυσσέα και καταγγέλλεται η παγίδευση του αναγνώστη σε ένα παράδειγμα που μάλλον έπρεπε να αποφεύγουμε. Πρώτη φορά στη Νεοελληνική Ποίηση συναντούμε τέτοια συρρίκνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ενώ η καβαφική κατακλείδα του ποιήματος «Ιθάκη» πολλαπλασιάζει τις σημασίες της. Ειρωνική και σαρκαστική ταυτόχρονα η εξομοίωση που κάνει ο εκφωνητής στο ποίημα ανάμεσα σε δύο χώρους: ενός φυσικού, της Ιθάκης που είναι ο στόχος της επιστροφής στην Οδύσσεια, και ενός τεχνητού, του Δούρειου Ίππου, όπου εισέρχονται ο Οδυσσέας, ο Μενέλαος κ. ά. , για να κατασκοπεύσουν το εσωτερικό της Τροίας. Οι αναγνώστες παγιδεύονται, ξεγελιούνται, με τα όσα ο Οδυσσέας αφηγείται για τον γενέθλιο τόπο, το βασίλειο, την οικογένεια∙ έτσι μέσα στη μακραίωνη παράδοση των αναγνώσεων αυτού του έπους, πλάθεται ο μύθος του ιδανικού ήρωα, του πιστού συζύγου, του υπεύθυνου πολιτικού άνδρα. Είναι, όμως έτσι; Όποιος ξαναδιαβάζει σήμερα, στους αιώνες της καχυποψίας, την Οδύσσεια, μπορεί να μην αναιρεί όσα λέγονται για τον ήρωα, κρίνει, όμως, αλλιώς τις περιπέτειες με τις ημίθεες και βλέπει ότι η Ιθάκη δεν ήταν και τόσο ο αγαπημένος του τελικός προορισμός∙ τα λόγια του και οι πράξεις του δεν συμβαδίζουν. Πονηρός και πολυμήχανος ξεγελά τους αναγνώστες, όπως ξεγέλασε και τους Τρώες που θεώρησαν τον Δούρειο Ίππο θεϊκό σημάδι για την έκβαση του Τρωικού Πολέμου. Το ποίημα δεν του χαρίζεται καθόλου:

 

ΟΥΤΙΣ

Παιχνίδι του νου σου
γίναμε, πολύτροπε.
Το ταξίδι για την Ιθάκη
δύσκολο δεν ήταν,
είχε, δε λέω, κινδύνους
και ανατροπές,
μα προπαντός ευχάριστο,
με μεγάλες ανάπαυλες,
πολύχρονες διακοπές
ρομαντικές βραδιές
στην παράδεισο της Ωγυγίας.
Καλά πέρασες στην Κίρκη,
καλύτερα στην Καλυψώ
υπέροχα χρόνια οχτώ,
ακαταμάχητε εραστή.
Στόχος σου ήταν το νόστιμον ήμαρ,
αιώνιε νοσταλγέ,
κι η πίστη σου στην Πηνελόπη
ζηλευτή, ύστερα από κάθε
απιστία, μεγάλε μαχητή.
Μας ξεγέλασες όλους, Δυσσέα,
έκανες την Ιθάκη δούρειο ίππο
και γίναμε παίγνια του μύθου σου,
πολυμήχανε!

Τώρα πια μάθαμε
η Ιθάκες τι σημαίνουν

 

 

Στο Miles Gloriosus , ο Μενέλαος, ο επικός ήρωας που παρ’ ολίγο να σκότωνε τον Πάρη (Ιλιάδα), που κατάφερε να δαμάσει τον Πρωτέα και να μάθει αν θα γυρίσει ο Οδυσσέας, που είναι πρότυπο ηγεμόνα, όταν αντικρίζει ο Τηλέμαχος την τάξη που επικρατεί στο παλάτι του (Οδύσσεια), τώρα αντιμετωπίζεται με αγανάκτηση, καταγγέλλεται ως φονιάς, σ’ αυτόν πέφτουν οι ευθύνες για όλες τις καταστροφές. Το μότο, παρμένο από την τραγωδία του Ευριπίδη Ανδρομάχη , δίνει την ευκαιρία στην ποιήτρια να ξανασκεφτεί τον μύθο του Τρωικού Πολέμου και να δει για πόσο ασήμαντες αιτίες χάθηκε τόσος κόσμος στην Τροία. Το ποίημα μας ενδιαφέρει και υφολογικά:

α) Λέξεις από την κοινωνική ιδιόλεκτο των καπηλειών (: «τα τσαχπίνικα μάτια της Ελένης») εναλλάσσονται με μεγαλειώδη ομηρικά επίθετα τόπων και προσώπων (: «βοτειάνειρα Φθία», «ωκύποδ’ Αχιλλέα»)

β) Η επανάληψη της συλλαβής [tara] δημιουργεί μια «ριζική» παρήχηση και έτσι ανάγει τον θρήνο σε αιτία σεισμού (συντάραξε τα Τάρταρα ο θρήνος της Εκάβης).

γ) Ο ευριπίδειος λόγος είναι «ακονισμένο μαχαίρι».

δ) Η τραγική ειρωνεία επιτονίζεται με την επανάληψη της συλλαβής [thi] και αναδεικνύει τη βέβηλη πράξη της συγγενικής παιδοκτονίας «Ο θείος και θύτης της Ιφιγένειας».

 

 

MILES GLORIOSUS

Εσύ για μια γυναίκα ολόκληρη πόλη
Ρήμαξες την όμορφη την Τροία.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ανδρομάχη, μτφρ. Κ. Μύρης

 

Για τα τσαχπίνικα μάτια
της Ελένης χάθηκαν
τα παλικάρια της Τροίας.
Θρήνησε η βοτειάνειρα Φθία
για τον ωκύποδ’ Αχιλλέα,
ορφάνεψε η Ελλάδα από τον ανθό της
κι η τραγική κραυγή της Εκάβης
συντάραξε τα Τάρταρα.
Όλα για το χατίρι του Μενέλαου
για τη χαμένη τιμή! Ποια τιμή;
Καλύτερα να έμενε εκεί
στην πόλη που ρήμαξε η άμυαλη.
Μαχαίρι ακονισμένο
ο ευριπίδειος λόγος
«όποιος το σπιτικό του δεν
διαφεντεύει, άντρας δε λογιέται».
Κι ο γιος του Ατρέα το βάρος
της ευθύνης πάνω του δεν πήρε
σαν γνήσιος Σπαρτιάτης,
ο Miles Gloriosus!
Ποιος λογαριάζει την αφεντιά του
αυτός που γύρισε στη Σπάρτη
χωρίς γρατσουνιά, ο μόνος!
Ο θείος και θύτης της Ιφιγένειας.

Αλίμονο στους λαούς
που υπηρετούν τέτοιον ηγέτη
που υποφέρουν για τον
κάθε Μενέλαο …

 

 

Ανάμεσα στα ποιήματα όπου ξαναδιαβάζονται οι μύθοι, με σκοπό να αναδειχθεί η υποκειμενική υπόθεση της διάρκειάς των, διαπερνώντας τους κιόλας μια καυστική ειρωνεία, βρίσκεται και το σκωπτικό ποίημα με τον τίτλο «Τειρεσία Στατιστική» . Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια σύντομη παρέκβαση, για να μιλήσουμε για τον Τειρεσία, τον ονομαστό Θηβαίο μάντη, γνωστό από τη φιλονικία του με τον Κάλχαντα στην Ιλιάδα, από τη συνομιλία του με τον Οδυσσέα στη Νέκυια της Οδύσσειας, από την υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών για να γιάνει η Θήβα από τον λοιμό. Η Αθηνά τον τύφλωσε, επειδή την είδε γυμνή, κατά την παραλλαγή του Ησίοδου και του Απολλόδωρου, ύστερα, όμως, από τα παρακάλια της μητέρας του, αυτή του καθάρισε τα αυτιά, ώστε να ακούει τα πουλιά και να καταλαβαίνει τι λένε. Του χάρισε και τη ράβδο που θα τον οδηγούσε στις πορείες του. Κάποτε στην Κυλλήνη είδε (διάβαζε: αντιλήφθηκε) δυο φίδια σε ερωτική περίπτυξη, τους έριξε μια πέτρα και τα πλήγωσε. Τότε μεταμορφώθηκε σε γυναίκα επί επτά χρόνια. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, συνάντησε ξανά τα φίδια στην ίδια περίπτυξη, έριξε ξανά την πέτρα, τα τραυμάτισε και αποκαταστάθηκε το ανδρικό του φύλο. Ενδιαφέρει εδώ η κοινή πληροφορία ότι ο Δίας ζήτησε τη βοήθεια του Τειρεσία, επειδή είχε και τις δυο εμπειρίες, για να λύσει την απορία της Ήρας και τη δική του: «Ποιος απολαμβάνει πληρέστερα την ερωτική ηδονή κατά τη συνεύρεση; Ο άνδρας ή γυναίκα;»

 

Το θέμα του έχει σχέση με την αντρική συνήθεια του ερωτικού κυνηγιού. Τι κάνει η Δώρα: Ξαναδιαβάζει για τους καυγάδες της Ήρας και του Δία από την Ιλιάδα που γίνονται για άλλους λόγους και τον μύθο του μάντη Τειρεσία, καταγεγραμμένο από τον Ησίοδο, τον Απολλόδωρο κ.ά. Την ενδιαφέρει να προβληθεί το πρόβλημα και να στήσει τη σκηνή του «τσακωμού». Πώς θ’ ακουστούν οι φωνές, πώς θα συμπεριφερθούν οι θεοί σαν χαρακτήρες, πώς καταλαγιάζει το ριζοτράνταγμα του Ολύμπου, πώς εκφωνούν το πρόβλημα! Το οποίο λύνεται, ο Τειρεσίας αποδίδει την πλεονεκτική θέση στη γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα βγαίνει και από τη σκηνή. Μένει τραγικά αποκαρδιωμένος και μουτρωμένος ο «νεφεληγερέτης», το μήνυμα φτερουγίζει και οι «τροπαιοφόροι», οι άντρες, άλλοι φανφαρόνοι και αυτοί, ενοχλούνται όπως κάποιοι από τους καβαφικούς ήρωες που προσβάλλονται και θεατρινίζουν – συγγενείς, μάλλον, των Νέων της Σιδώνος. Χειρότεροι ετούτοι εδώ ζαρώνουν και κρύβουν τη βιολογική αλήθεια πίσω από χαρακτηρισμούς πομπώδεις.

 

ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

 

Ριζοτράνταξε πάλι ο Όλυμπος
απ’ τις φωνές. Δεν ήταν πρώτη
φορά που μάλωνε το θεϊκό ζευγάρι.
Το θέμα ήταν τολμηρό κι ενδιαφέρον.
Ποιος απολαμβάνει περισσότερο τον
έρωτα ο άντρας ή γυναίκα;
Σίγουρη κι αλαζονική η θέση του Δία,
λέαινα μαχητική η Ήρα. Στο αδιέξοδο
ὁ πατὴρ θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων
κάλεσε τον Τειρεσία ν’ απαντήσει
που ’χε ζήσει ως συμβίος και συμβία!
Κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ η άποψη του μάντη.
«Αν δέκα είναι τα τμήματα της ηδονής,
το ένα δέκατο αισθάνεται ο άντρας
τα εννέα δέκατα νιώθει η γυναίκα!»
Ο νεφεληγερέτης πάγωσε, οι τρο-
παιοφὀροι του κόσμου συρρικνώθηκαν,
τέτοια αιδώ, τέτοιον ευτελισμό
δεν τον αντέχουν. Πού να κρύψουν
τη μαύρη αλήθεια; Μα πίσω από τα επίθετα,
πως είναι όντα ισχυρά και πολυγαμικά!
Γι’ αυτό τρέχουν να συμπληρώσουν τα δέκατα!

 

 

Η ποίηση σε καιρούς χαλεπούς

 

Τελειώνοντας, θα θέλαμε ακόμη να θίξουμε δύο θέματα που έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της ποίησης σε τούτον τον κόσμο όπου δεν είμαστε πια σίγουροι για τίποτα. Γενικά ο ποιητής συμμετέχει στο πρόβλημα με λόγο αιχμηρό, σήμερα γνωρίζουμε ότι η ποίηση δεν αλλάζει ούτε την πολιτική, ούτε την τρομοκρατία. Καταγγέλλει, όμως, τις καταστροφές, τους θανάτους, η ποίηση έχει ψυχή και σώμα και συμπαραστέκεται, σώζει την αξιοπρέπεια και υπονοεί την τιμωρία που συνεπάγεται η ύβρις. Στο ποίημα «Διαμαρτυρία» η ποίηση σαν πρόσωπο βιώνει το χαμό των νέων ανθρώπων, πάλι τον θρήνο της μάνας και πενθεί:

 

«Όταν το ατσάλι δαγκώνει
τ’ ἀνοιξιάτικα ρόδα
το λεπίδι του Άρη
θερίζει νιους βλαστούς
όταν οι μάνες λιώνουν
σ’ επιτάφιους θρήνους
τότε η ποίηση πενθεί».

 

 

Η Δώρα Παρδάλη-Σωτρίλλη έχει αφιερώσει, επίσης, ποιήματα σε δυο προάγγελους των συχνών τρομοκρατικών επιθέσεων που μπήκαν σαν ρουτίνα στη ζωή μας. Είναι τα ποιήματα με τους τίτλους «11η Σεπτεμβρίου 2001» και η «11η Μαρτίου 2004» . Το πρώτο αφιερώνεται στην ημέρα που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινότητα με το χτύπημα στους δύο πύργους της Νέας Υόρκης. Το δεύτερο μας ξαναφέρνει στο νου το τρομοκρατικό χτύπημα στη Μαδρίτη (11 Μαρτίου 2004), χτύπημα που η μέθοδός του και η επιλογή των σημείων του καθιερώθηκαν στη συνέχεια σχεδόν παντού. Εικόνες φρίκης εκτυλίσσονται στους σταθμούς του περιφερειακού σιδηροδρόμου , που πονάνε ακόμη πιο πολύ από τις καταστάσεις που προβάλλονται στο ομότιτλο ποίημα. Τα «κινητά», δίπλα στα νεκρά σώματα, μάταια αναζητούν απάντηση. Οι προσωποποιήσεις «ούρλιαζε η αγωνία», «αφέντης ο πόνος», η μεταφορική εικόνα «κουρνιασμένη η οικουμένη/στη φωλιά του φόβου» και, προ πάντων, οι ρητορικές ερωτήσεις με την επανάληψη της ερωτηματικής αντωνυμίας παγιώνουν την αδιέξοδη κατάσταση. Διαβάζοντάς το ποίημα σήμερα, έχομε την εντύπωση ότι πρόκειται για τραγική προφητεία:

 

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2004
Διάσπαρτα στο σταθμό
τα σώματα
ούρλιαζε η αγωνία από
τα κινητά των νεκρών.
Θλίψη, βλέμμα θολό,
το ποτάμι σκοτεινό.
Αφέντης πάλι ο πόνος
κι ο τρόμος ασύνορος
και κοντινός.
Κουρνιασμένη η οικουμένη
στη φωλιά του φόβου
με δέος γονατίζει και
προσεύχεται να μην ξανάρθει το κακό.

Ποιος θα στομώσει
του ποταμού την οργή;
Ο πρώτος που αλαζονικά
χειροδίκησε.
Ποιοι θα θερίσουν τη φρίκη;
Οι γεννήτορες της φρίκης.

 

 

Αυτό το συγκλονιστικό ποίημα, όταν το διάβασε η βασίλισσα της Ισπανίας Σοφία απάντησε με την επιστολή που διαβάστηκε στην εκδήλωση και η οποία εξαίρει δυο λέξεις κλειδιά στο έργο της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη, την ευαισθησία και την αλληλεγγύη. Αυτά αναζήτησε στους ανθρώπους, στον τόπο της, στη θάλασσα, τον δικό της «Οίνοπα Πόντο», στη Ρόδο, στην ποίηση των μεγάλων μας ποιητών, ακόμη και στην καθημερινότητα που μας περιβάλλει. Η θάλασσα, ευλογημένος λογοτεχνικός τόπος από τότε που αρθρώθηκαν οι πρώτες λέξεις δίπλα στο Αιγαίο, ποικίλλει σε ρόλους. Μεταμορφώνεται σε μεγάλη μητέρα, Παναγιά, και χαρίζει στην ποιήτρια το χάδι και τη δροσερή πνοή· κι όταν «αγριοχοχλάζει» και φουρτουνιάζει η θάλασσα, παρά τον φόβο και την ανασφάλειά της, αυτή της δίνει το ρήμα που εκφράζει τη σύγχυσή της:

ΟΙΝΟΨ ΠΟΝΤΟΣ
(σχεδίασμα α΄)

 

Πόσες φορές αφέθηκα στα χάδια
τα υδάτινα κι ένιωσα στις φλέβες μου
τη δροσερή πνοή σου
στην άψη του καλοκαιριού.
Κι άλλοτε στο φουρτούνιασμα
στο αγριοχόχλασμά σου, έμφοβη κι ανασφαλής,
κυρά μου, τα θαλάσσωσα.
Κυψελίδες, 52.

 

Αγαπητοί φίλοι,

Η ποίηση της Δώρας Παρδάλη-Σωτρίλλη αποτελεί σημαντική τομή στο σύνολο του πνευματικού της έργου, στα Γράμματα του τόπου αλλά και στη Νεοελληνική Γραμματεία. Ο τόπος και ο δημιουργός έχουν αμφίδρομη σχέση, αμοιβαία μετάγγιση εμπειριών∙ ο τόπος χαρίζεται στον δημιουργό όχι, βέβαια, αβασάνιστα, αυτόν πρέπει να τον αισθανθεί, να τον ανακαλύψει και τον ξαναπλάσει με τον λόγο του ο δημιουργός. Ο τόπος γίνεται, επίσης, αντιληπτός με τη φύση του και τους ανθρώπους του, με τα τοπία του και τον πολιτισμό του, με την παράδοσή του και την ιστορία του, με τα μνημεία του και την εξέλιξή του. Ο τόπος, αν δεν συνθέσει αρμονικά αυτές τις αντίθετες έννοιες ή καταστάσεις χάνει την ταυτότητά του.
Η Δώρα Παρδάλη-Σωτρίλλη βασίζει σ’ αυτή την έμπειρη, τη φιλοσοφημένη άποψη για τον τόπο την ποίησή της∙ την ποίησή της που η διάφανη γλώσσα, ο ρυθμός, η λεπτή ειρωνεία και ο σαρκασμός την καθιστούν φιλόξενο αλλά και κάποτε δύσβατο πεδίο επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Εκεί ανακαλύπτεις ότι η ποίηση συμμετέχει στον ανθρώπινο πόνο και αντιδρά στα παγκόσμια φαινόμενα που σπέρνουν τον θάνατο σε κάθε γωνιά της γης. Εκεί ξαναβρίσκεις και τον καημό της ρωμιοσύνης που μένει σαν την πικρή γεύση μέσα μας για το πεπρωμένο μας, όπως αυτό στοιχειώνεται στη φωνή των νέων σήμερα:

 

Ποιος φταίει …
Πώς φτάσαμε ως εδώ
να σκέφτεσαι το αύριο
κι αύριο να μην έχει;
Να κρέμεσαι ακόμα,
μάνα μου, τι ντροπή
απ’ της γιαγιάς τη διανομή;
Να βλέπεις τα πτυχία σου
τον κόπο, τον αγώνα,
να πνίγεσαι στο άδικο
να φεύγεις μετανάστης …

Φεύγει μαζί σου κι ο ανθός
φεύγει μαζί κι ο τόπος

 

  Ακολουθεί έκθεση εικόνων: