iporta.gr

“Η παράσταση που αγάπησα”, του Γιώργου Αρκουλή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γιώργος Αρκουλής 

  

 

 

 

Επιτέλους, μέσα στο “καταχείμωνο” ασήμαντων ακουσμάτων από τις περισσότερες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές ελληνικού τραγουδιού, έφτασε η δροσερή “άνοιξη” του στίχου και της μελωδίας να ανοίξουν τα υπέροχα φτερά τους στην ιστορική αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”. Και εννοώ την μέγιστη παράσταση υπό τον τίτλο “Ο Γκάτσος που αγάπησα”, μια παραγωγή που είχε την τύχη να στηριχτεί στο μέταλλο, το ταλέντο και την επιμονή του διαχρονικά υπέροχου καλλιτέχνη Μανώλη Μητσιά και –εδώ η έκπληξη- στην ευαισθησία και την υψηλής τάσης θεατρικότητα της εξαίρετης ηθοποιού Καριοφυλλιάς Καραμπέτη. Όπως χαρακτηρίστηκε από κριτικούς, ειδικούς κλπ., ήταν η παράσταση της χρονιάς που ήρθε και ταίριαξε τα πάντα:

Την σοβαρότητα, σχεδόν υποβλητικότητα του χώρου με:

 

Το διαχρονικό έργο του μέγιστου ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου και

Τις δημιουργίες κορυφαίων συνθετών, από τους οποίους ξεχωρίζει βέβαια ο Μάνος Χατζιδάκις.

 

Ηταν ύψιστη απόλαυση και καλή τύχη να απολαμβάνεις τις πανάκριβες ερμηνείες του Μητσιά, ο οποίος σχεδόν δάκρυσε πάνω στο πάλκο, όταν πλάϊ του η Καραμπέτη διάβασε ένα μικρό κείμενο του Χατζιδάκι, που προφήτευε την διαδρομή του έργου του Γκάτσου : «Το σπουδαίο της ποίησης και της Τέχνης δεν επιβάλλεται. Πρέπει να το ανακαλύψεις». Προφανώς του θύμισε τον αγώνα του εδώ και χρόνια, να μπορέσει να φέρει τους μεγάλους δημιουργούς κοντά στη νεολαία…

 

Κι’ εδώ που τα λέμε, το μοναδικό “ψεγάδι” της βραδιάς (που κύλησε με δύο καταπληκτικούς δεξιοτέχνες του πιάνου και του μπουζουκιού-μαντολίνου) ήταν η απουσία από την έτσι κι’ αλλιώς κατάμεστη αίθουσα νέων ανθρώπων. Αυτοί έχασαν!

Και τι έχασαν; Την πιθανότητα να γλυκάνουν την ψυχή τους στο άκουσμα της “Αθανασίας”, που κατά την γνώμη μου είναι το σπουδαιότερο ελληνικό τραγούδι, με το “Εβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά”, με το “Τραγούδι του παλιού καιρού” και το πλήθος των διαμαντιών που έφτιαξαν οι δημιουργοί με αγάπη, ευαισθησία αλλά και τόλμη στο να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους (βλέπετε ο Γκάτσος δεν μάσαγε τα λόγια του και δεν χαρίστηκε στους κάλπηδες της Πολιτικής στοιχείο που εκμεταλλεύτηκε άριστα ο Ξαρχάκος στο “Ρεμπέτικο” και στο “Κατά Μάρκο”)

 

Έχασαν ακόμη οι απόντες, την έκπληξη που επιφύλαξε η σεμνή Καραμπέτη, τραγουδώντας απίστευτα ωραία κάποια κομμάτια με την ευαισθησία της να πλημμυρίζει στο “Χάρτινο το φεγγαράκι” ή στην “Χοντρομπαλού” και την θεατρική δύναμη να ντύνει το ζόρικο “Νυν και Αεί”, αλλάζοντας, μάλιστα, το κλίμα με την ερμηνεία του σκαμπρόζικου “Η προσευχή της παρθένου” που τραγούδησε με τόση τσαχπινιά που –συμπαθάτε με- δεν διακρίνεις στην πρώτη ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη.

 

Η μεγαλειώδης, σχεδόν τρίωρη, παράσταση του “Παρνασσού” θα μείνει στην Ιστορία του ρεπερτορίου ως μία από τις κορυφαίες στιγμές Πολιτισμού σε μια χώρα που διαθέτει πλούσιο αυτό το είδος, αλλά σπάνια το εκμεταλλεύεται ή το προβάλει.