Λόγω απαραίτητων έργων συντήρησης,
οι “Πηγές Καλλιθέας Ρόδου”
θα απέχουν φέτος από τις καθιερωμένες
χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις
Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου, περίπου στις 4:30 το απόγευμα, πήγαμε με τη γυναίκα μου στο POLIS ART CAFE, Πεσμαζόγλου 5, στη Στοά του Βιβλίο, για καλό σκοπό.
Ξέραμε ότι είχαν συγκέντρωση και πορεία συνταξιούχοι και άλλοι αναξιοπαθούντες αλλά ελπίζαμε ότι θα καταφέρουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας, πράγμα που έγινε.
Φεύοντας όμως από εκεί είχαν αρχίσει να κλείνουν οι γύρω δρόμοι.
Στρίψαμε από Πεσμαζόγλου αριστερά στη Σταδίου όπου είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται το μποτιλιάρισμα των βισόνων. Δεν λέω της αρκούδας διότι δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ κοπάδι αρκούδων που να στριμώχνονται για να πάνε κάπου. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και την παρομοίωση με αντιλόπες τού είδους «κατώβλεψ ο γκνου» αλλά οι βίσονες μου αρέσουν περισσότερο.
Ας αφήσω όμως τα αγελαία ζώα κι ας συνεχίσω με την Οδύσσεια ενός μποτιλιαρισμένου.
Μετά από μερικά τραγούδια στο ραδιόφωνο βρεθήκαμε λίγο πριν την Κοραή.
Εκεί, πιο πάνω στη Σταδίου, υπάρχει ένα κατάστημα με γυναικεία είδη και η γυναίκα μου κατέβηκε να δει αν υπήρχε ένα καλσόν στο χρώμα που ήθελε. Η ακινησία μας της πρόσφερε αυτό το προνόμιο χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουμε πάρκινγκ ή να ανησυχούμε μήπως μας γράψουν για παράνομη στάθμευση.
Μετά από λίγο, εγώ και το αυτοκίνητο μετακινηθήκαμε λίγα μέτρα και φτάσαμε στην οδό (ή πλατεία) Κοραή, ίσως τον μόνο δρόμο που συναντήσαμε αφιερωμένον σ’ έναν Δάσκαλο του Γένους. Εκεί, Κοραή και Σταδίου, είδα έναν υπαίθριο πωλητή ξηρών καρπών και μια σιελόρροια οφειλόμενη στα εξηρτημένα ανακλαστικά μου, γνωστά κι από τα πειράματα του Παβλόφ με σκύλους, με ώθησε να αναζητήσω τροφή.
Επειδή βρισκόμουνα στην αριστερή πλευρά του δρόμου δεν χρειαζόταν να κατέβω κι αποφάσισα να κάνω μια σπουδαία αγορά σε στιλ «ντράιβ-ιν».
Άνοιξα το παράθυρο και ρώτησα τον πωλητή αν είχε αράπικο φιστίκι και πόσο κάνει. Εκείνος μου έδωσε ένα χάρτινο σακουλάκι και μου είπε ότι κάνει ένα ευρώ. Προφανώς με έκοψε για εύπορο πολίτη ικανό να δώσει το ένα ευρώ για μια σακουλοποιημένη ηδονή. Ήταν φανερό ότι ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό ότι είχε μπροστά του έναν ξελιγωμένο ελεύθερο επαγγελματία του τύπου «αν ρωτάς πόσο κάνει δεν μπορείς να το αγοράσεις». Εγώ, με την άνεση μεγαλοβιομήχανου της δεκαετίας του ‘80, μάζεψα από το ντουλαπάκι κάμποσα κέρματα ―20λεπτα, 10λεπτα και 5λεπτα― συγκέντρωσα ένα ολόκληρο ευρώ και το έδωσα με γαλαντομιά στον υπαίθριο έμπορο ξηρών καρπών. Η ακινησία με βοήθησε να ανοίξω το σακουλάκι κι άρχισα να τραγανίζω τα φιστίκια τα οποία ήταν φρέσκα αλλά όχι και τόσο ζεστά. Πάντως ήταν νόστιμα και πιθανολόγησα μέσα μου ότι μπορεί να ήταν κρητικά ή σερρών και όχι κινέζικα ή ινδικά.
Λίγο πιο πάνω με συνάντησε και η γυναίκα μου κάπως στενοχωρημένη που δεν είχε βρει το καλσόν στο χρώμα που ήθελε. Της είπα να μη στενοχωριέται γιατί λίγο πιο πάνω ήταν ένα άλλο μαγαζί και θα είχαμε όλη την άνεση να αξιοποιήσουμε την περιοδική ακινησία μας.
Στο μεταξύ η πορεία των συνταξιούχων είχε προχωρήσει στην Πανεπιστημίου και όλοι οι δρόμοι αριστερά της Σταδίου είχαν κλείσει κάτι που έκανε να ανησυχώ για το μέλλον της αριστεράς της Σταδίου και της αριστεράς άλλων δρόμων της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα.
Έτσι, φτάσαμε στο Σύνταγμα, που δεν είναι ο καταστατικός χάρτης της χώρας αλλά πλατεία πολλαπλών χρήσεων, όπου είδαμε και το φωταγωγημένο δέντρο με τα μάτια μας και κάναμε χαρά μεγάλη που δεν θα χρειαζόταν να ξαναπάμε ειδικά για να το δούμε όπως συνηθίζουμε κάθε χρόνο για να έχουμε ιδίαν αντίληψη του πώς κάποιες κατασκευές με φώτα μπορούν να ονομαστούν δέντρα ενώ είναι σκαλωσιές ή κάτι άλλο που μοιάζει με σκαλωσιά.
Από την οδό των Φιλελλήνων όλοι οι δρόμοι αριστερά ήταν κλειστοί. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις για το κατά πόσον οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι, Γκράμσι, Τολιάτι και άλλοι είχαν προβλέψει αυτόν τον συγκοινωνιακό τραγέλαφο και αναρωτήθηκα μ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή: «πού βαδίζομεν, κύριοι;».
Κι έτσι, με ευχάριστη μουσική και τραγούδια να εκβάλλουν από το ραδιόφωνο, φτάσαμε στη Λεωφόρο Αμαλίας και στρίψαμε αριστερά προς το Καλλιμάρμαρο Στάδιο το οποίο ―ως γνωστόν― εδώ και πολλές δεκαετίες αιώνες αναρωτιέται (και δικαίως) για το κατά πόσον το αρχαίο το πνεύμα το αθάνατο ζει για να μας διδάσκει ή για να μας οικτίρει και να μας σιχτιρίζει.
Μετά από αρκετά τραγούδια και δύο δελτία ειδήσεων περάσαμε το Καλλιμάρμαρο Στάδιο έμπλεοι εορταστικής χαράς και φιστικιών.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα άρχισαν ραγδαία να βελτιώνονται και η πορεία μας προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας έγινε αστραπιαία, με πάνω από 5 χιλιόμετρα την ώρα.
Μπήκαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 15 χιλιομέτρων την ώρα και μετά από αρκετά τραγούδια κι άλλο ένα δελτίο ειδήσεων είδαμε στα δεξιά μας τα έλατα που ως καμαρωτές παρουσίες στην πάλαι ποτέ Λεωφόρο της Απωλείας (Συγγρού) περίμεναν τον πελάτη που θα τις διαλέξει για να μαραθούν στην αγκαλιά του σπιτιού του μέχρι να πεταχτούν σαν σκουπίδια ή να καούν σε κάποιο άσπλαχνο τζάκι.
Μετά στρίψαμε δεξιά στη Μαυρομματαίων όπου υπήρξαμε αυτόπτες μάρτυρες μερικών ντηλς και είδαμε κάμποσα παλικάρια και κοπέλες να ετοιμάζουν τη δόση του βραδινού τους κοκαλιάσματος με την παραμύθα να ρέει εντός τους. Μετά πήραμε την Ιωάννου Δροσοπούλου, κι αυτό είναι σχήμα λόγου γιατί κανένας δεν μπορεί να πάρει δικό του έναν δρόμο που είναι για όλους όπως ας πούμε τον δρόμο για μια καλύτερη Ελλάδα. Απλώς μπήκαμε στην οδό του Ιωάννου Δροσοπούλου, παγκοσμίως αγνώστου οικονομολόγου και Διοικητή της Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος μετά από 69 χρόνια ζωής (1870-1939) έγινε ―χωρίς να ερωτηθεί― δρόμος τον οποίο εμείς επιλέξαμε για να πάμε εκεί που θέλαμε να πάμε και κανένας λόγος δεν σας πέφτει για το πού θέλαμε να πάμε και ούτε και ενδιαφέρει κανέναν.
Μετά λοιπόν απ’ αυτή την εορταστική βόλτα με το αυτοκίνητο, που έγινε ―επαναλαμβάνω― για καλό σκοπό, γυρίσαμε σπίτι κουρασμένοι αλλά κουρασμένοι.
Και έτσι μου ήρθε κι έγραψα ένα καθωσπρέπει και σχεδόν ποιητικό εγκώμιο για τα ελληνικά αράπικα φιστίκια που μας κράτησαν γευστική συντροφιά σ’ αυτή την μίνι Οδύσσειά μας.
Αυτό, το δημοσίευσα ήδη στο χρονολόγιό μου στο φέις μπουκ ―με τεράστια επιτυχία αν κρίνω από τα περισσότερα των 5 λάικς που πήρε― και το παραθέτω αυτούσιο εδώ.
Φιστικιών Εγκώμιον
Ανεξάρτητα από το αν θα κουβαλάω Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
ανεξάρτητα από το αν μένει λευκό το γιασεμί, είτε βραδιάζει είτε φέγγει,
ανεξάρτητα από το αν φοβάμαι, αν ελπίζω κι αν είμαι ελεύθερος,
μου αρέσουν τα αράπικα φιστίκια όταν είναι φρέσκα και καλοψημένα.
Μου αρέσει η μυρωδιά τους, η όψη τους, οι υποσχέσεις τους.
Με τη ροδαλή ή πορφυρή επιδερμίδα τους, μπιμπικιασμένη από το ημίχοντρο αλάτι ή πιο λεία στα ανάλατα, που βγαίνει εύκολα τρίβοντας με τον δείκτη και τον αντίχειρα για να εμφανιστεί η δικοτυλήδονη σάρκα με το χρώμα πολυκαιρισμένου ελεφαντόδοντου, χωρίς καμιά ενοχή φόνου ανέμελου ελέφαντα, και με τη μυρωδιά της μικρής ηδονής που δεν θα νικήσει καμιά μεγάλη πείνα αλλά θα δώσει χαρά στη γεύση καθώς θα αλέθεται από τους γομφίους και θα ανακατεύεται με το σάλιο για να καταποθεί και μετά να έρθει κι άλλο…
Α! Ναι. Μ’ αρέσουν τα αράπικα φιστίκια.
Και σαν βγω στον πηγαιμό για μια Ιθάκη, σαν θα βραδιάζει και σαν θα φέγγει, καθώς θα φοβάμαι, θα ελπίζω και θα πηγαίνω σ’ έναν δρόμο που οι ελευθερίες θα είναι πάντοτε κουτσουρεμένες, λίγα φρεσκοψημένα νόστιμα ελληνικά φιστίκια ―απ’ αυτά που τα λέμε αράπικα― θα τα θέλω.
Δεκέμβριος 2017
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr