iporta.gr

Η μαγική κουβέρτα, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέχρι που ζούσε η μάνα του είχε ένα αποκούμπι, ένιωθε σχεδόν άτρωτος, τουλάχιστον στα λόγια, αλλά και στο πορτοφόλι δεν πήγαινε πίσω, ενώ στις θεωρίες στεκόταν ακόμη πιο ψηλά.

 

Δεν το αποκάλυπτε ούτε στον εαυτό του, όμως δυο πράματα οδηγούσαν τη ζωή του, η λατρεία για τη μάνα και μια μανιέρα, μια μέθοδος να αυτοακυρώνει με κάθε τρόπο τον εαυτό του. Και είχε μια λατρεία με τις παγκόσμιες συνωμοσίες! Όσο πιο απίθανες τόσο περισσότερο έμπαιναν και κυλούσαν μέσα στο αίμα του.

 

Από τα μικρά του χρόνια, από τότε στρίμωχνε κάθε λογής παράνοια στο μυαλό του και την πιο απίθανη στιγμή, μετά από πολλές πρόβες, το ξεφούρνιζε φωναχτά, μπροστά σε ένα καθρέφτη κι έτσι έπεφτε όσο πιο χαμηλά μπορούσε.

 

Μα ήταν ο μόνος τρόπος που είχε για να αποδείξει την απίστευτη ικανότητα του, να αυτομειώνεται και να γίνεται ένα με το πάτωμα!

 

Οι τελευταίοι μήνες τον είχαν αποτελειώσει, πρόσφατα, μετά το θάνατο της γυναίκας που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, είχε μείνει εντελώς μόνος. Την κουβαλούσε βέβαια μέσα στο κορμί και τη ψυχή του, μα αυτό δεν ήταν αρκετό, δεν έφτανε για να λύθουν τα καθημερινά του ζόρια.

 

Η συνταξούλα από τα χρόνια της γυναίκας στη φάμπρικα, έδινε το κάτι τις παραπάνω κι ο γιος έπαιζε με τα γούστα του, δίχως να βαρυγκομήσει, άσε που είχε δούλα τη γριά μάνα μέσα στο σπίτι!

 

Εκείνος δούλευε σχεδόν πάντα την απογεματινή βάρδια, μεροκάματο, σε ένα από τα τελευταία ανοιχτά κλωστήρια κι έτσι υπήρχε δικαιολόγια για τη βραδυνή του απομόνωση. Κι όμως δεν έκλεινε μάτι, ξημερωνόταν αγκαλιάζοντας τις βαρύγδουπες και θορυβώδεις σκέψεις του.Τις περισσότερες φορές κοιμόταν το χάραμα, άλλωστε τη μέρα σπάνια έκανε κάτι, μονάχα όταν υπήρχε απολύτως απαραίτητη ανάγκη κι αυτό έπειτα από πολύ μεγάλη σκέψη και προετοιμασία.

 

Αδύνατος, καχεκτικός και μόνιμα πεινασμένος, ένα μεγάλο διάστημα την έβγαζε με σάντουιτς από το κυλικείο του εργοστασίου και απέφευγε το νερό! Κάπου είχε ακούσει ότι το νερό γεννά όλα τα προβλήματα κι από τότε είχε σφηνωθεί μέσα στο μυαλό του, σαν πρόκα καρφωμένη από εκείνα τα ηλεκτρικά σφυριά που φτύνουν σίδερα, πως με λίγο νερό θα ζήσεις πολλά χρόνια! Και πάνω που έχασε το στήριγμα, τη μάνα, ήρθε και η ξαφνική απόλυση. Έκαναν λεει περικοπές με κοινωνικά κριτήρια και εκείνος δεν πληρούσε κανένα από αυτά.

 

Δεν είχε φαμίλια, δεν είχε γυναίκα, δεν τους είχε μιλήσει ούτε για ένα σκυλί, έστω μια γάτα ή ένα καναρίνι, μα δεν υπήρχε πλάσμα που να μεγαλώνει στο πλάι του.

 

Έτσι τον ξήλωσαν, σα μια τρίχα που πετάς έξω από το ζυμάρι! Πήρε την αποζημίωση, αλλά το θέμα ήταν πως είχε ακόμη 15 χρόνια μέχρι τη σύνταξη και δεν έβλεπε από πουθενά να βγαίνει φως και ελπίδα.

 

Στην αρχή κλειδώθηκε στο σπίτι, αδυνάτισε κι άλλο και τότε φάνηκε μια παράξενη κλίση της πλάτης του, είχε μια απαίσια καμπούρα! Ολόιδια με εκείνη του παππού του.

 

Ο άντρας υπόφερε ακόμη περισσότερο, τα σωθικά του άχνιζαν, βγάζαν μικρές φωτιές από τη σιωπή.

 

Αυτή η ανυπόφορη σιωπή, μια μοναξιά που θαρρείς πως έβγαζε δαχτυλάκια και τα μπηγε με μανία μέσα στις κόγχες των ματιών του.

 

Έπρεπε κάτι να κάμει, να ξεκινούσε το περπάτημα. Μισούσε το περπάτημα! Μια που τό ‘πε και άλλη μια, που ακύρωσε κάθε κίνηση.

 

Έτσι για μήνες έμενε κρυμμένος μέσα στο κλειστό σπιτάκι, τα παραθυρόφυλα ήταν μόνιμα σφαλιστά και οι γειτόνοι, που γνώριζαν τα χούγια του, πότε-πότε τα χτυπούσαν, για να δουν αν πέθανε. Από σκέτο ανθρωπισμό, μην τον αφήσουν κιόλας να βρωμίσει.

 

Όμως το κορμί του δεν έβγαζε σοβαρά προβλήματα, εσωτερική ήταν η αδυσώπητη πείνα, η δίψα και όλος του ο απέραντος φόβος.

 

Έβγαινε αναγκαστικά για να ψωνίσει, να γεμίσει το ψυγείο ακριβώς με τα ίδια πράματα που αγόραζε κι μακαρίτισσα η μάνα του, έπειτα, όσο υπήρχαν χρήματα, ακολουθούσε καρμπόν το ίδιο πρόγραμμα. Μέχρι που στέρεψε κι αποζημίωση και έπρεπε κάτι να μηχανευτεί για να τη βγάλει. Βρήκε μια λύση, έστω και πρόχειρη, ήταν να κάνει κάτι στο γιουσουρούμ, σε εκείνο το παζάρι του δρόμου, που έβρισκες ό,τι δεν ήθελες και σπανιότερα ό,τι ήθελες!

 

Εκεί όλοι κοιτούσαν τις ανοιχτές κουβέρτες με την πραμάτεια, που συνήθως ήταν μαζεμένη μέσα από κάδους σκουπιδιών. Κανείς δεν πρόσεχε τα πρόσωπα, τα λερωμένα δάχτυλα, τα σκισμένα ρούχα, τους ανθρώπους ή τα ταλαίπωρα ζώα, κανείς δεν ενδιαφερόταν για προσωπικές ιστορίες, εκεί η ανωνυμία είχε ταυτότητα και κάθε χάραμα έκανε λαμπρή γιορτή.

 

Ξεκίνησε δειλά, στην αρχή με κάτι παλιοπράματα που είχε στην αποθήκη, κάτι μπιχλιμπίδια που είχε στολισμένα η μάνα του, μερικές δικές του ξεπερασμένες τσόντες, λίγες ταινίες, που τις είχε δει δεκάδες φορές, όμως και πάλι όλα τα αποχωριζόταν με πόνο. Από την άλλη το άδειο πορτοφόλι μέρες τώρα φώναζε, έκλαιγε πιο δυνατά κι από μωρό, έτσι, για πρώτη φορά, δοκίμαζε κάτι καινούριο, έγινε ξαφνικά ένας επιχειρηματίας με άδεια τσέπη και τρύπιο παντελόνι!

 

Η δουλειά στο παζάρι δεν είχε κάποια ξεχωριστή τέχνη, δεν σπαταλούσε μυαλό, ούτε χρειαζόταν να κάμει κάποια γνωριμία. Τουλάχιστον στην αρχή, πήγαινε από τα μαύρα χαράματα και έπιανε μια γωνιά, μακριά από τους παλιούς που δεν τον ενοχλούσαν, αλλά δεν έδειξαν και καμιά χαρά όταν πρωτόδαν τα μούτρα του. Άνοιγε μια γκρι μισομάλλινη κουβέρτα, δώρο της νονάς του κι άπλωνε ότι είχε κουβαλήσει από το σπίτι.

 

Έπειτα περίμενε τους περαστικούς πελάτες. Ένα μυστικό είχε ετούτη η δουλειά, να φέρεις πράματα πρωτότυπα και να μην σε κάνουν τσακωτό οι μπάτσοι!

 

Είναι αλήθεια πως ετούτος ο ξερακιανός καμπούρης, με τα ξεζωσμένα παντελόνια, που δεν έλεγε καλημέρα από φόβο, μήπως και αναγνωρίσουν κάτι καλό στα μούτρα του, πήγαινε κάλα, όχι καλά, πολύ καλά!

 

Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, μα όσο περνούσαν οι μέρες έβλεπε πως το μεροκάματο έβγαινε τρίδιπλο! Μα τότε που δούλευε εργάτης, στους σπάγγους και τα σχοινιά, τότε έπαιρνε ψίχουλα. Έτσι άρχισε να κάνει σχέδια για τα είδη της κουβέρτας του και τις μελλοντικές πωλήσεις.

 

Τα πράματα από το σπίτι δεν του έκαναν, η αγορά ή μάλλον η κουβέρτα του έδειχνε τι περπατάει, τι θα κάνει τους περαστικούς, τους υποψήφιους αγοραστές, για να δώσουν σε εκείνον τα λίγα νομίσματα τους.

 

Σε λίγους μήνες έγινε ο άγνωστος βασιλιάς του παράξενου βιβλίου και των πιο εξεζητημένων ταινιών. Η αγορά έγινε δική του!

 

Δεν χρειαζόταν πια να ψάξει για την πραμάτεια, καθημερινά περνούσαν ένα σωρό δυστυχισμένοι που αντάλασσαν για πενταροδεκάρες ό,τι ψάρεψαν με τα λιγδιασμένα χέρια τους μέσα από τα σκουπίδια, κι εκείνος διάλεγε ό,τι του ψιθύριζε η μισομάλλινη κουβέρτα.

 

Ούτε πορνό, ούτε γλυκανάλατα διηγηγηματάκια, μόνο ψαγμένα πράματα και είχε αληθινό ταλέντο, διάλεγε από τον τίτλο και έπεφτε σχεδόν πάντα διάνα. Κι όταν τον ρωτούσαν πως τα καταφέρνει, τότε χαμήλωνε τα μάτια, μάζευε κάθε κύτταρο του κορμιού του και έλεγε πως η γη νιώθει, είναι επίπεδη και δεν πρέπει να της πηγαίνεις κόντρα!

 

Μεχρι που τον μυρίστηκε μια συμμορία, από εκείνες που κάνουν ό,τι βρωμοδουλειά βρεθεί για να βγάλουν παραδάκι. Οι τύποι, που εκείνη την εποχή έσπρωχαν λαθραία τσιγάρα, έριξαν από δίπλα του ψαράδες, κάτι λιγδιασμένους λιμοκοντόρους που σταματούσαν δήθεν να ψωνίσουν και πάλευαν να του πάρουν δυο λόγια από το στόμα.

 

Πότε-πότε έφερναν κάτι σαβούρες και τον προκαλούσαν, όσο εκείνος δεν έδινε σημασία τόσο ξύπναγε μέσα στη συμμορία απορίες και ερωτηματικά.

 

-Μα τι πουλάει ο καμπούρης και κάθε μέρα δεν του μένει λέπι;

 

Είχε γίνει πια στόχος, το ένιωθε, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι που θα έφταναν, άρχισε λοιπόν να διαδίδει με μισόλογα ότι θα σταματήσει, θα κόψει τη δουλειά, ήταν και η αστυνομία που κάθε τόσο τους έδιωχνε και δεν γινόταν να συνεχίσει.

 

Είχε ακούσει για μια άλλη αγορά, πολύ πιο μεγάλη, έλεγε λοιπόν να την κάνει για άλλα μέρη. Όλα μα όλα ήταν εμπνεύσεις και σπρωξίματα από τη μισομάλλινη κουβέρτα, που κάθε νυχτιά τρύπωνε στο μυαλό του, έδινε λύσεις και έδειχνε το δρόμο.

 

Μέχρι που εκείνοι οι τύποι του έριξαν δίπλα του ένα θηλυκό ψαράκι κι αυτός, διψασμένος όπως ήταν, τσίμπησε γερά το δόλωμα.

 

Μια γυναίκα, δήθεν ενδιαφερόμενη για παράξενα βιβλία, περνούσε τακτικά και αγόραζε ό,τι ιδιότροπο της γυάλιζε πάνω στην κουβέρτα κι έπειτα κοντοστεκόταν και έπιανε τις ερωτήσεις.

 

Εκείνος απέφευγε το χασομέρι, αλλά δεν μπορούσε να μη σταθεί, να μη χαζέψει το στήθος της! Κι εκείνη, που έβλεπε τα σάλια και τη λαιμαργία του, ήξερε πως ήδη τον είχε φέρει τούμπα.

 

Σύντομα δεν άργησε να μάθει όλα τα μυστικά του. Πρώτα για τη μάνα του, έπειτα για τη μοναξιά, ακόμη και για τις πεποιθήσεις που είχε ο καμπούρης για τον κόσμο μας. Της εμπιστεύτηκε πως η γη δεν είναι στρογγυλή, είναι επίπεδη, είναι χρόνια τώρα που μας λένε ψέμματα.

 

Κι εκείνη άκουγε, χαμογελούσε και περίμενε πότε θα της ξεφουρνίσει το μυστικό, τον τρόπο που μαζεύει κάθε πρωι όλο αυτόν τον κόσμο, μα πως τα καταφέρνει και μοσχοπουλάει τις σαβούρες του!

 

Πού να πάει το μυαλό της στην κουβέρτα, μα δεν άργησε να γίνει κι αυτό. Σε μια ανύποπτη στιγμή, άθελά του, έφτυσε το μυστικό και τότε γκρεμίστηκε ολάκερος ο κόσμος του.

 

Το επόμενο πρωινό, ακόμη δεν είχε χαράξει, πριν καλά-καλά στήσει το μαγαζάκι του, τρεις νεαροί καβάλα σε ένα μηχανάκι έκαναν γιουρούσι και έφτανε ένα λεπτό για να αρπάξουν ό,τι κρατούσε στα χέρια του ο καμπούρης.

 

Έτσι βουβά, χάθηκε η γκρι μαγική μισομάλλινη κουβέρτα που μιλούσε, έφερνε χρήμα και είχε αλλάξει τον αέρα της ζωή του.

 

Για λίγο ξανακλειδώθηκε μέσα στο σπίτι, αυτή τη φορά δεν ήταν το ίδιο, δεν ήταν η μάνα, δεν ήταν η δουλειά.

 

Άρπαξαν και σκότωσαν ένα κομμάτι της ψυχής του.

 

Τώρα δεν είχε πια τίποτε να τον κρατά όρθιο πάνω στην εντελώς επίπεδη γη. Δεν είχε πια κουράγιο να ξαναδοκιμάσει και να ξαναδοκιμαστεί.

 

Εκείνο το βράδυ δεν σταματούσε να πίνει νερό, μα δεν έλεγε να ξεδιψάσει. Την επόμενη μέρα τον βρήκαν κάτω από μια γέφυρα πεσμένο μπρούμυτα, ένας ακόμη άγνωστος νεκρός, ένας ξεζωσμένος καμπούρης.Ήταν δεν ήταν στα 50 κι ούτε που φαινόταν ο χρόνος πάνω στο μικρό του κεφαλάκι.

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr