Χθες το απόγευμα ήρθε ένας courier για να παραλάβει έναν μικρό δέμα που έπρεπε να πάει κάπου επειγόντως.
Φορούσε κουκούλα μαύρη, μάλλινη, για το κρύο. «Που να καθίσω;» ρώτησε, για να ετοιμάσει τα συνοδευτικά έγγραφα.
Του έδειξα το τραπέζι στο σαλόνι. Κοίταξε απέναντι τα γλυκά στον μπουφέ. Το είδα. «Θέλετε έναν κουραμπιέ κι ένα μελομακάρονο;» τον ρώτησα. «Θέλω!» μου είπε. «Και νερό ζεστό παρακαλώ!» συμπλήρωσε. «Ζεστό;» ρώτησα. «Από τη βρύση εννοώ» είπε.
«Ωραίο το μελομακάρονο! Η κυρά τα έφτιαξε;» ρώτησε. «Τα μελομακάρονα η γυναίκα μου και τους κουραμπιέδες εγώ» είπα.
Τελείωσε το μελομακάρονο και δοκίμασε μια μικρή μπουκιά από τον κουραμπιέ, με κάποια επιφύλαξη. «Πολύ ωραίος!» είπε και με μια ακόμα μπουκιά τον τελείωσε. «Κάνει πολύ κρύο έξω. Γι’ αυτό φοράω την κουκούλα. Σε κάτι γραφεία, πριν, μου είπαν να τη βγάλω πριν μπω» είπε. «Ε, φοβούνται φαίνεται…» δικαιολόγησα τον φόβο των άλλων. «Ναι… Φοβούνται… Και στη Γερμανία… Δεν είδατε; Αλλά όποιοι σπέρνουν ανέμους, θερίζουν θύελλες…» είπε. Δεν το σχολίασα. Έγραφε αργά τα χαρτιά του. Με είδε που παρακολουθούσα όρθιος πιο πέρα και εξήγησε: «Να μαζέψω λίγη ζέστη…» χαμογέλασε. Καθόταν εκεί, με τη μαύρη κουκούλα, τα κοκκινισμένα δάχτυλα και έγραφε. Τελείωσε, κόλλησε τον πλαστικό φάκελλο, μου έδωσε το αποδεικτικό, μου είπε την τιμή, τον πλήρωσα. «Ευχαριστώ πολύ» είπε φεύγοντας. «Εγώ ευχαριστώ» είπα. «Καλές γιορτές!» είπε. «Καλές γιορτές» είπα.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr