iporta.gr

Η κοιλάδα των Τεμπών στα 1881, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

 

Έψαχνα να βρω κάτι για πλημμύρες, αφού από χθές ο αττικός ουρανός άνοιξε τους ασκούς του, που όπως κατάλαβα, ήταν γεμάτοι. Ωστόσο, σκόνταψα πάνω στο παρακάτω κείμενο, που αναφέρεται στην όμορφη κοιλάδα των Τεμπών, ένα μέρος που είχα την τύχη να το περνώ και να το ξαναπερνώ επί χρόνια, θαυμάζοντας πάντα την υπέροχη βλάστηση και ξεκουράζοντας το βλέμμα μου στον Πηνειό, τον ποταμό της γενέτειράς μου.

Απολαύστε το κείμενο, όπως γράφτηκε στην εφημερίδα ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ τον Σεπτέμβριο του 1881, στο τεύχος 205.

«Από της χθες πρωίας πατώ θεσσαλικήν γην. Η αγαθή μου τύχη ηθέλησε να αποβιβασθώ εις το χωρίον Τσάγιατση και επομένως πριν ίδω την θεσσαλικήν πόλιν να διέλθω δια των Τεμπών. Η απαράμιλλος και γόησσα αύτη φύσις, περί ης τόσα ήκουσα και είχα αναγνώσει, είνε αδύνατον να περιγραφή οποία ζώσα και κινουμένη παρίσταται εις τον ευτυχή οφθαλμόν, εντός του οποίου κατοπτρίζονται τόσα θαυμάσια και ποικίλα της δημιουργίας αριστουργήματα.
Δεν ειξεύρω αν αλλαχού υπάρχη μάλλον πλουσία και θαυμασιωτέρα φύσις. Διερχόμενος τα Τέμπη της Θεσσαλίας έχεις προ σού τοπεία και εικόνας, αίτινες εμπνέουσιν ακράτητον έρωτα,μεγαλείον και ποίησιν. Είνε σκηναί εν ταις οποίαις υπολανθάνει του Θεού και της αληθούς ζωής το πνεύμα. Πιστεύεις αληθώς ότι εκεί έπρεπε να κατοικώσιν οι μεγάλοι της κλασσικής Ελλάδος Θεοί, ότι εκεί η ποίησις ήντλησε τας εμπνεύσεις της και οι δούλοι λαοί ωνειροπόλησαν την πολιτικήν αυτών ελευθερίαν.

Ο Όλυμπος! Του Ομήρου τα έπη, των αρματωλών τα άσματα, την γην της επαγγελίας,προς ην του Έλληνος εφέρετο θερμή η φαντασία πλάττουσα τα συμπαθέστερα όνειρα, ιδού τι περικλείει το όνομα αυτό: Όλυμπος! Διήλθον ανάμεσον αυτού και της Όσσης. Εν τω μέσω των δύο ιστορικών ορέων έρρεε μεγαλοπρεπής ο Πηνειός. Η οδός εφ’ ης επέρασα ήτο αμαξιτή. Αι πλευραί του Ολύμπου κατάφυτοι, κατάφυτοι αι κλιτύες της Όσσης και δια των φυλλωμάτων τούτων, αδελφικώς συμπλεκομένων, διέκρινα τα γαληνιαία ύδατα του ποταμού. Όπου ρωγμή, εφύετο χλόη. Εις ύψος, προ του οποίου έτρεμεν η ψυχή, έβλεπες θαλερόν δένδρον. Την πτερίδα, την βάτον, την λεμονέαν, την υψιτενή δρυν, άπαν το φυτικόν βασίλειον είχε σπείρει εκεί φιλοκάλως η καλλιτέχνις φύσις. Οτέ κατηρχόμην και ώδευον εγγύτατα του ποταμού, άλλοτε ανέβαινον υπό δροσερώτατον πάντοτε φύλλωμα προς τας κορυφάς της Όσσης.

Πόσα ποικίλα σχήματα παρουσιάζουσιν οι βράχοι εκείνοι! Ποίον ηδύ άρωμα αναπνέει η ψυχή! Πάντες οι συνοδοιπόροι εσιγήσαμεν, διότι γλυκυτάτη νάρκη κατέλαβε τας αισθήσεις ημών και ειργάζετο η ψυχή και η φαντασία.

Επόθησα να διηρχόμην τα Τέμπη εν νυκτί θερινή και πανσελλήνω. Ν’ αναβώ εις την κορυφήν της Όσσης όπου τα ερείπια του Κάστρου της Ωρειάς και εκείθεν να απολαύσω όλην αυτήν την αρμονικήν δημιουργίαν».

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου