iporta.gr

” Η (Κ)OPELάρα μου “, του Δημήτρη Κατσούλα

 

 

Δημήτρης Κατσούλας  

  

 

Τον έτρωγε ο φόβος καιρό τώρα.Του έκαιγε τα σωθικά. Στη γυναίκα του δεν είχε πει τίποτα. Που να ξεστομίσει να της πει ότι έχει έρθει ειδοποιητήριο από το δήμο με την ένδειξη ”Εγκαταλειμμένο”.


Το πήρε απόφαση.Θα έσκαγε! Σηκώνεται ένα πρωί και χωρίς να της μιλήσει της κάνει νεύμα να ετοιμαστεί. Λαχτάρισε να πάνε βόλτα μαζί. Ποτέ βέβαια, εδώ που τα λέμε, δεν περίμενε ότι αυτή η προειδοποίηση θα έφτανε και στο σημείο εκτέλεσης της αλλά ο φόβος παρέμενε και τον σιγοέτρωγε.

Δυο στενά παρακάτω την είχε παρκάρει κάτω από μια νεραντζιά για να έχει και ίσκιο.Την επισκεπτόταν όμως τακτικά. Την περιποιόταν, την έπλενε, την γυάλιζε, άνοιγε τις πόρτες και τα παράθυρα να φρεσκαριστεί, σενιάριζε τα παλιά αντικείμενα που είχε μαζέψει στο πορτμπαγκάζ, έβαζε μπρος για να δοκιμάζει τη μηχανή. Ήξερε όλα της τα χούγια. Πόση ώρα έπρεπε να περιμένει για να ζεσταθεί η μηχανή πριν ξεκινήσει, πόσο κρατάει η βενζίνη πριν σβήσει εντελώς, με ποιο κόλπο θα κλείσει τις χαλασμένες πόρτες. Μόνο αυτός ήξερε πόσα πουκάμισα του είχε σκίσει με τα σίδερα που ξεμύτιζαν από τα χαλασμένα καθίσματα αλλά παράπονα δεν έκανε ποτέ.

”Είναι η αλανιάρα μου, είναι το σαΐνι μου, είναι η κοπελάρα μου που ανεβαίνει μονορούφι τις ανηφόρες του Αχλαδόκαμπου και ρίχνει χώμα στις καθώς πρέπει “λιμουζίνες σας”. Μιλάμε για μεγάλο έρωτα! Την απόκτησε με την πρώτη του δουλειά και δεν του κάνει καρδιά να την αποχωριστεί.

Φτάνουν τελικά στο σημείο όπου την έχει παρκάρει. Είχε φτάσει όμως πριν λίγο το γερανοφόρο του δήμου και ετοιμαζόταν με τους γάντζους του να την σηκώσει. Είδε και έπαθε μέχρι να τους πείσει ότι δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα γιατί εκείνος δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Πες πες τους έπεισε.

Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και ωραίο θέαμα ένα παλιό αυτοκίνητο να κατέχει έναν προνομιούχο χώρο και μάλιστα κάτω από δέντρο. Ούτε ακριβό ήταν, ούτε κάποιας αναγνωρισμένης μάρκας για να δικαιολογεί τη θέση του. Ένα τριαντάχρονο οπελάκι ήταν-ωχ! OPELάρα-και σημασία καμία δεν είχε αν τα φανάρια του ήταν τα μισά σπασμένα και τα άλλα θαμπωμένα ή το χρώμα άρχισε να ξεφλουδίζει.

Θύμωνε πολύ εύκολα όταν άκουγε τα παιδιά να του λένε ”Τι το θες το σαράβαλο ρε πατέρα;”. ”Σαράβαλο ε; Όταν σας πήγαινε βόλτα όπου θέλατε, όταν με αυτή γυρίσαμε ολόκληρη Κρήτη από άκρη σε άκρη, όταν μέσα εδώ περάσαμε χαρές, λύπες, γέννες, βαφτίσια, ήταν καλή ε;”

Κι εκεί που ήταν έτοιμος να βάλει εμπρός, μια γειτόνισσα πετάγεται από το απέναντι μπαλκόνι ”Χριστιανέ μου, κάνε μας τη χάρη και διώξε από ‘δω αυτό το ερείπιο, μας πιάνεις και το χώρο με τη λιμουζίνα σου”.

Στο τσακ κρατήθηκε και δεν μίλησε. Ήταν έτοιμος να στρίψει το κλειδί, να γκαζώσει και με μαρσαρίσματα να ξεχυθεί στην Παραλιακή με τα παράθυρα της ανοιχτά και το παλιό ραδιόφωνο στο τέρμα ανοιχτό σκορπίζοντας μουσικές!

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr