Τι ωραίες που ήταν οι εποχές τότε. Τι ωραία που ήταν και η γειτονιά μας.
Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ήμουν δεν ήμουν 8-9 χρονών.
Μονοκατοικίες με κήπο-καμιά εικοσαριά- και ανάμεσά τους η μεγάλη αλάνα.
Τα καλοκαίρια, θυμάμαι, με το που έπεφτε λίγο ο ήλιος,τα αγόρια ξεκινούσαμε την μπάλα,τα κορίτσια το κουτσό.Και το βράδυ όλα μαζί τα παιδιά κρυφτό.
Όλα μια παρέα. Μικρά μεγάλα. Σαν αδέρφια. Όλα τα σπίτια ανοιχτά για όλους, μπαινοβγαίναμε ελεύθερα με μια άνεση, κυριολεκτικά νοιώθαμε ”σαν στο σπίτι μας”.
Το ίδιο και οι μεγάλοι, στο πιο συγκρατημένο.
Μαμάδες που απλώνανε τα ρούχα στις αυλές στα σχοινιά και τα λέγανε πάνω απ’ τον φράχτη και μπαμπάδες τα απογεύματα που όλο και κάτι θα μαστορεύανε και προστρέχανε κι’ άλλοι μπαμπάδες όταν κάποιος ζητούσε βοήθεια.
Τότε που γλεντούσαμε όλοι μια παρέα, τσούρμο στην εκκλησία για την Ανάσταση και πηγαίναμε για μπάνιο στα μπλόκια της νέας παραλίας της Θεσσαλονίκης που φτιαχότανε.
Τότε που κάναμε τις σκανταλιές και τρώγαμε ρε παιδί μου το ξύλο και το φχαριστιόμασταν…
Ανάμεσα στις οικογένειες, ήταν και μια που ο άντρας ήταν Έλληνας-εμπορευάμενος, έφερνε από τη Γερμανία λάδια,υγρά φρένων, γράσα, μπουζιά, είχε μαγαζί κάπου στο Βαρδάρη και η γυναίκα του ήταν Γερμανίδα. Η κ.Γερτρούδη. Ή σκέτο Τρούδη όπως την φώναζαν οι υπόλοιπες γυναίκες της γειτονιάς μας. Είχε μάθει και ελληνικά.
Ξανθιά με μια μακριά βαριά βυσσινί ρόμπα και γαλότσες τους χειμώνες, με χοντρά μυωπικά γυαλιά και τα καλοκαίρια με σαμπό στα πόδια που πρώτη φορά βλέπαμε.
Είχαν και το πιο μοντέρνο σπίτι. Με ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα και πλυντήριο, ένιωθα μας κοιτούσαν κάπως αφ’ υψηλού επειδή όλοι οι υπόλοιποι είχαμε παγονιέρες, γκαζιέρες και σκάφες, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.
Ήταν πολύ απλοί άνθρωποι και δεμένοι με όλους μας.
Η κ.Γερτρούδη μάλιστα, που είχε και εργαλείο που ψιλόκοβε το λάχανο σαν τρίχα, μας αγαπούσε όλα τα παιδιά και μας άφηνε να κάνουμε τραμπάλα και τσουλήθρα που είχε στον κήπο της.
Είχαν και δύο παιδιά, ένα κι’ ένα, 5-6 χρόνια μεγαλύτερα από μένα που έκαναν παρέα με την συνομήλικη τους αδερφή μου και τα άλλα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς.
Δυο παιδιά που ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα, όχι επειδή έμοιαζαν γερμανάκια, αλλά από το στήσιμο τους, την εμφάνιση τους στο ντύσιμο και τις συνήθειες.
Θυμάμαι το κορίτσι που είχε μακριά ίσια μαλλιά και φράντζα στο πρωτόγνωρο ποπ/ροκ στυλ της εποχής και το αγόρι που πρωτοφόρεσε χίπικη πουκαμίσα.
Θυμάμαι, όμως, και που σαν κουρντισμένα κάθε βράδυ την ίδια ώρα εγκαταλείπαν το παιχνίδι και γυρνούσαν σπίτι.
Τότε ξέραμε ότι θα άρχιζαν να ξελαρυγγίζονται οι δικές μας οι μάνες για να μαζευτούμε και μεις και όταν γυρίζαμε σπίτι, μας περίμενε παντόφλα.
Κάθε βράδυ το ίδιο.
Τότε που ο φόβος του δράκου Παγκρατίδη (;) πλάκωνε τις νύχτες μας…
Ένα απόγεμα – Τρίτη θαρρώ ήτανε γιατί οι άντρες ήταν στις δουλειές τους – τι έκανε ο δικός σας;
Πήγα στον απόπατο (μετά από λίγο καιρό αναβαθμίστηκε σε μπάνιο και τουαλέτα) για κατούρημα και βλέπω πάνω σ’ ένα τραπεζάκι τις όζες τις μάνας μου.
Μια και δυο, χωρίς να ξέρω τι και πώς και λεπτομέρειες γι’ αυτό το πράμα, βάφω τη μύτη μου κόκκινη.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη που έγραφε ”καλημέρα” και παίρνω τον δρόμο για έξω.
Στην αυλή η μάνα μου με τις φιληνάδες τις – και η Τρούδη – έπιναν καφέ στη σκιά της αμυγδαλιάς.
Μετά την πρώτη σαστιμάρα και όταν κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, έβαλαν τα γέλια, η μάνα μου έγινε έξαλλη και μετά από ένα μικρό σούσουρο μου λέει ”δεν στο βγάζω”.
Πιάνω τη μύτη μου και σε ένα σημείο που η όζα ήταν ακόμη νωπή, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα.
Έντρομος τρέχω στον καθρέφτη δίπλα στον καλόγερο και με ένα χαρτί προσπαθώ να την καθαρίσω.
Εις μάτην.
Τρέχω ξανά στην αυλή, τραβώ τη μάνα μου απ’ το μανίκι…”βγάλτο μου καλέ μαμά”… μυξοκλέγοντας.
Ανένδοτη.
Ξαναγυρίζω πανικοβλημένος στον καθρέφτη και ξύνοντας με το νύχι τη μύτη, προσπαθώ να βγάλω την όζα.
Πού να βγει.
Έξυνα κλαίγοντας καμιά ώρα χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που η μύτη μου έγινε σα μελιντζάνα.
Κάποια στιγμή που επέστρεψε στο σπίτι η αδερφή μου από τον ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ, πήρε βαμβάκι, το πότισε ασετόν και μου την ξέβαψε.
Τσίριζα με υπομονή απ’ το τσούξιμο.
Στη γειτονιά δεν γινότανε κουτσομπολιό. Δεν είχαμε λούμπεν κατιναριό.
Μόνο σοβαρή κοινωνική κριτική.
Χρόνια μετά έμαθα ότι η συμβουλή για την ανένδοτη στάση της μάνας μου, ήταν της κ.Γερτρούδης, όπως και ότι ο άντρας της, ο εμπορευάμενος, την έδερνε.
Μόνο που ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του, που του τα συγχωρούσε όλα.