iporta.gr

Η ιστορία της Στεφανίας (κεφ. β’), της Τζίνας Δαβιλά

 

Τζίνα Δαβιλά

  

Pane di capo σε Πηγές Καλλιθέας,

Ανάληψη, στάδιο Διαγόρας, Ασγούρου

και Pane di capo delivery: 224100-3600. 

Α΄μέρος εδώ

Ήταν Τρίτη πρωί. Περπατούσα στο Παγκράτι. Βρέθηκα μπροστά σ΄ένα κλασσικό καφενείο. Από αυτά με τα τετράγωνα τραπεζάκια που σέρβιραν πάστες και υποβρύχιο. Κάθισα μπροστά στο τραπεζάκι που έβλεπε στο δρόμο. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στις πλάκες του πεζοδρομίου με τα μικρά τετραγωνάκια, γεμάτα υγρασία που το χειμώνα γινόταν καταφύγιο για μούχλες και πρασινάδες. Όταν ο ήλιος δεν έβγαινε ζεστός, τα παράσιτα χόρευαν. Γύρω λιακάδα. Έβγαλα το πακέτο με τα Καρέλια μου. Κάτω από τσιγαρόχαρτο υπήρχε ένα χαρτάκι με μπλε μαρκαδόρο. Κακοσχισμένο, στραβό. Με αβέβαιη γραφή. «Φεύγω», έγραφε. Ήταν από τον Ανδρέα. Όχι ότι δεν το περίμενα, αλλά να… όχι με αυτό τον τρόπο. Απρόσωπα, με σημείωμα και μάλιστα μέσα στα Καρέλια μου. Ήμουν καπνίστρια από άποψη. «Γουστάρω κάφτρα, καπνό, κάψιμο στο λαιμό και βρωμιά. Αυτό δε θες να σου πω;», έλεγα με αυθάδεια στον Ανδρέα κάθε φορά που μου έκανε παρατήρηση για τον καπνό του τσιγάρου τμου. «Θα βγεις έξω να καπνίσεις ή θα ντουμανιάσουμε όλοι εδώ μέσα;». Η φράση του είχε πάντα την ίδια ένταση και την ίδια απόχρωση. Κοφτή, θυμωμένη, με υπονοούμενο. Μπορεί να φαίνεται ηλίθιος λόγος για καυγά, αλλά στην περίπτωσή μας κάποτε ήταν προϋπόθεση: ποτέ τσιγάρο στο σπίτι. Ούτε καν για τους επισκέπτες. Τασάκια δεν υπήρχαν ποτέ σε κανένα ντουλάπι του σπιτιού. Με τον Ανδρέα είμαστε μαζί 14 χρόνια.

Παρήγγειλα μια μαστίχα υποβρύχιο, έναν ελληνικό σκέτο με φουσκάλες πολλές και αρκετά ποτήρια νερό βρύσης. Έκλεισα τα μάτια για να απολαύσω την μαστίχα και έμεινα έτσι για αρκετή ώρα. Ο Ανδρέας έφυγε. Από το σπίτι. Προφανώς θα πάει στην ερωμένη που είναι και αρκετά μικρότερη – φρόντισα κι έμαθα τι γινόταν στη ζωή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι κοινοί φίλοι παίρνουν το μέρος του ενός. Με ποιο τρόπο, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω. Αποκάλυψαν την αλήθεια για να με προστατεύσουν ή για να με τιμωρήσουν για την απόλυτη στάση μου στον Ανδρέα; Γιατί δεν τον είχα και σε μεγάλη υπόληψη. Όπως ακριβώς δεν εκτιμάς το καλό φαγητό που γίνεται συνήθεια, έτσι δεν εκτιμάς και τον καλό σύντροφο που συνηθίζεις. Αν υποτεθει ότι είναι καλός ο σύντροφος. Τότε το κενό κάπως κλείνει. Είτε με δραστηριότητες, είτε με τη δουλειά, είτε με τον απρόσκλητο και σωτήριο τρίτο άνθρωπο. Τόσο απλά και τόσο σύνθετα ερμηνεύονται οι σχέσεις.

Αυτό που δεν υπολόγιζε όμως ο Ανδρέας ήταν ότι μπρος στις ενδείξεις για προσωπικά πρόβλημα υγείας, είχα την απώλεια της σχέσης με την μητέρα μου. Θέλω να πω πως έρχεται κάποια στιγμή που βλέπεις ότι με την γυναίκα που σου χάρισε τη ζωή, σε χωρίζει άβυσσος. Η Ελισσάβετ είχε πάθει γεροντική άνοια σε μικρότερη ηλικία από την αναμενόμενη. Και όταν την κοιτούσα περιμένοντας να με θυμηθεί όλο γινόταν και πιο απόμακρη. Κάποια φορά που την επισκέφτηκα στο σπίτι της έβαλε τις φωνές. Άναρθρες, χωρίς νόημα. Κάτι την φόβισε. Όσο την πλησίαζα τόσο έτρεμε σαν το ψάρι. Χτυπόυσε πόρτες, έβγαινε πανικόβλητη στο μπαλκόνι. Μέχρι που ηρέμησε και με κοιτούσε χαμένη. Σαν να έβλεπε στο χάος. Σαν να ήταν φάντασμα. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως της Ελισάβετ το στόμα που πήγαινε ροδάνι, θα έβγαζε ακατανόητες λέξεις. Ποτέ! Εκείνο το βράδυ επιστρέφοντας σπίτι δεν είχα κουράγιο ούτε για να χαιρετήσω τον Ανδρέα. Αυτός, κοιτώντας με εξουθενωμένη, χαμογέλασε ειρωνικά, πήρε τα κλειδιά του κι έφυγε. Κι επέστρεψε στο δευτερόλεπτο.

«Μπορείς να ντουμανιάσεις το σπίτι όσο θέλεις…». Αυτό μου είπε σχεδόν με κακία. Τον μίσησα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τον πονέσω.

(συνεχίζεται…)