Η Πραγματικότητα δείχνει μερικές φορές απροσπέλαστη, ανίκανη να εξερευνηθεί – και ταυτόχρονα άτεγκτη στην πρόσκλησή της να υπάρξει ως το κατεξοχήν σώμα της έρευνας, ως η Αλήθεια. Εδώ εκτίθενται μερικά κείμενα (και παραθέματα) που γράφτηκαν με διαφορετικές αφορμές αλλά που, όλα μα όλα, συνοψίζουν, με αυτή ή την άλλη μορφή, κεντρικές φιλοσοφικές, κοινωνικές και αισθητικές απόψεις του Ά.Μ. Για να το θέσουμε διαφορετικά: αν ο Ά.Μ. ήταν κόμμα ό,τι καταγράφεται σε αυτή τη σελίδα θα συγκροτούσε τις εν προόδω «καταστατικές» του θέσεις (!).
Τρεις σκέψεις πριν από κάθε άλλη σκέψη*
Ι. Όσο λιγότερο ερωτεύεσαι*
Όσο λιγότερο τρως, πίνεις κι αγοράζεις βιβλία. Όσο λιγότερο πας στο θέατρο, στον χορό, στην ταβέρνα. Όσο λιγότερο σκέφτεσαι, ερωτεύεσαι, φιλοσοφείς, τραγουδάς, ζωγραφίζεις, ασκείσαι κλπ., τόσο περισσότερο αποταμιεύεις – τόσο περισσότερο μεγαλώνει ο θησαυρός που ούτε σκώρος ούτε σκουριά μπορούν να σου καταβροχθίσουν – το κεφάλαιό σου.
Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο περισσότερα έχεις, δηλαδή τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης. Όση ζωή και ανθρωπιά σού αποσπά η πολιτική οικονομία, σου την αντικαθιστά με χρήμα και πλούτο· κι όσα δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις, τα πραγματοποιεί το χρήμα σου. Μπορεί να φάει και να πιει, να πάει στον χορό και στο θέατρο· μπορεί να ταξιδέψει, να ιδιοποιηθεί έργα τέχνης, γνώσεις, αρχαίους θησαυρούς, πολιτική δύναμη –όλα τούτα μπορεί να τα ιδιοποιηθεί για χάρη σου– όλα τούτα να τα αγοράσει: πρόκειται για πραγματική επιχορήγηση.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι όλα αυτά, δεν θέλει να κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά, θέλει μόνο ένα πράγμα: να παράγει κι άλλο χρήμα, να αγοράζει τον εαυτό του· επειδή τελικά οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ο υπηρέτης του, κι όταν έχω τον αφέντη έχω και τον υπηρέτη και δεν χρειάζομαι κι εκείνου τον υπηρέτη. Επομένως, όλα τα πάθη κι όλες οι δράσεις βυθίζονται υποχρεωτικά στην πλεονεξία. Ο εργαζόμενος αρκεί μόνο να έχει τόσα ώστε να θέλει να ζει και αρκεί να θέλει να ζει για να έχει μόνο τόσα.
* Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, χειρόγραφο III,
«Οι ανθρώπινες απαιτήσεις και ο καταμερισμός της εργασίας υπό το κράτος της ατομικής πρωτοβουλίας».
ΙΙ. Το γράψιμο της ποίησης μετά*
Η κριτική της κουλτούρας εξ ανάγκης σήμερα αντιμετωπίζει το τελικό στάδιο στη διαλεκτική σχέση κουλτούρας και βαρβαρότητας. Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό. Κι αυτό αλλοιώνει ακόμα και την επίγνωση των λόγων που εξηγούν γιατί έχει γίνει αδύνατο να γράψει κανείς ποίηση σήμερα. Η απόλυτη πραγμοποίηση, που προϋπόθετε την πνευματική πρόοδο ως ένα από τα συστατικά της, τώρα ετοιμάζεται να ρουφήξει απόλυτα το ίδιο το μυαλό. Η κριτική ευφυΐα, στον βαθμό που απομονώνεται σε αυτοϊκανοποιούμενους στοχασμούς, δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι σ’ αυτή την πρόκληση.
* Τίοντορ Aντόρνο, Prisms, «Cultural Criticism and Society», 1949.
ΙΙΙ. Σάλτσα Μότσαρτ*
…Ξανασυλλογίζομαι αυτά που έγραφα την Παρασκευή. Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα. Mας φλομώσαν στην μουσική και στο βιβλίο. Mόνο αυτά είχαν μείνει απούλητα. Tα βάλανε κι αυτά στο χέρι. Πολιτισμό θέλατε; Θα πληρώσετε, δούλοι! Kαι πληρώνουμε αγοράζοντας βιβλία, δίσκους και παντοία θεάματα που κανείς δεν διαβάζει και κανείς δεν ακούει. Θα πληρώσετε δούλοι! Kαι λαμποκοπάνε οι ανώφελες εκδόσεις, οι ανώφελες μουσικές, με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, σωροί στις προθήκες, καινούργιες σκόνες πλυσίματος. Πριν είκοσι τόσα χρόνια, φοιτητής στο Παρίσι, είχα κατατρομάξει απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους του παραγωγικού πολιτισμού. Στεκόμουν στην αριστερή τους όχθη σαν διστακτικό αρνάκι του Aισώπου· δεν ήξερα πώς να περάσω απέναντι. Φοβόμουν μη με κατασπαράξει ο Kος Γκαλιμάρλυκος και ο Kος Φλαμαριόνλυκος. Ήμουν άβγαλτο πουλάρι και δεν ήξερα ακόμα ότι οι κομμουνάροι σκοτώθηκαν ως τον τελευταίο για να μπορούν σήμερα οι Γάλλοι να αγοράζουν μια σειρά Φίλιπς high fidelity!** Tώρα έχουμε κι εμείς απ’ όλα. Φάτε μουσικές, θέατρα και βιβλία, δούλοι! Γλείψτε καλά τα δάχτυλά σας από τη σάλτσα Mότσαρτ, από τον σεξπιρίχειο τούτο καπαμά, από τον μαριναρισμένο Tζέιμς, από το στήθος του Σοφοκλή γαρνιρισμένου με δαμάσκηνα. Φάτε, πιείτε και ξεχάστε, Έλληνες δούλοι!
* Ά. Μ. Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, «Κυριακή, 5 Φεβρουαρίου 1989», 1998.
** Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’ usage des jeunes générations, 1967.
*********************************************
* Τα παραπάνω τρία παραθέματα επέχουν θέση Προλόγου στο Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014).
Προτιμότερο μια γυμνή γυναίκα παρά μια γυμνή αλήθεια*
A´ Tο Ψέμα
Ποῖον σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὁδόντων;
Όμηρος, Οδύσσεια, ε:22.
Πάντα ψέματα λέω. Στον άγριο χείμαρρο με τις αναρίθμητες λέξεις, τις φράσεις και τις θεωρίες του καθενός συνομιλητή μου κινδυνεύω να πνιγώ. H ομιλία αισθάνομαι πώς είναι απαραίτητη για τα απολύτως αναγκαία. Οι κινήσεις των χεριών και του σώματος καθώς και οι ποικίλλοι άναρθροι ήχοι που το στόμα είναι εν δυνάμει έτοιμο να εκφέρει μου φαίνονται περισσότεροι εκφραστικοί. Αλλά δεν μπορώ και να στενοχωρώ τους άλλους. Από έναν επίκτητο αρχικά και ύστερα επεξεργασμένο (εδώ και πάρα πολλά χρόνια) χαμαιλεοντισμό, απαντώ στου καθενός τα φτερωτά λόγια κατιτί που να του πηγαίνει, να του αρέσει, σπανίως φέρνω αντίρρηση όταν μου απευθύνεται κάποιος – χαίρονται τόσο πολύ οι άνθρωποι όταν συμφωνείς μαζί τους, χαμογελάνε πανευτυχείς, αμαρτία για μικροπράγματα να χαλάς κι άλλο τις, έτσι κι αλλιώς, δυστυχισμένες καρδιές. Πάντα ψέματα θά λέω… ώσπου να εθιστώ στην άγια σιωπή.
Στην τρικυμιώδη θάλασσα των γραπτών κολυμπάω με περισσότερη δεξιοσύνη. Tο αλμυρό νερό κάνει πάντα καλό στο μουδιασμένο μου κορμί, μεριάζω γραφτά σοφών αρχαία και νεότερα που με βασάνισαν και με γέλασαν τα άκαρδα, βουτάω στα σκοτεινά νερά, ό,τι κι αν βρω στον σιωπηλό βυθό έχει αξία για μένα τον λιτοδίαιτο, θείο δώρο, τσιμπολογάω στα λόγια όλου του κόσμου (δεν κάνω εξαίρεση: αμαξάδες πεθαμένοι, δικαστές εν ζωή, διαφημιστές εν δράσει, τσιγγάνοι ολόδροσοι, γυναίκες συμβολαιογράφοι, ιερείς με αφράτη κοιλιά), λόγια που σβαρνίζει αναπάντεχα το κουρασμένο μυαλό κι η παλιά μου ζωή, η παλιοζωή, ξανακούω δίχως το βουητό του συνομιλητή τι μου έχει πει ο καθένας χρόνια τώρα, έχω μια άλφα ησυχία να πονέσω και κάποιους που με ταλαιπώρησαν κάποτε με την ακατάσχετη φλυαρία τους, μεταμφιεσμένος σε παρδαλή ψυχή πεταρίζω αφρόντιστα στην απέραντη γη του Kανενός, ανάμεσα στα τρισάθλια χαρακώματα των χρηματισμένων ομιλητών καί των σοφών ομιλητών – γιατί είστε έτσι οχυρωμένοι; Ακόμα δεν βαρεθήκατε; ρωτάω καμμιά φορά περιπαιχτικά και τους δύο, κι αυτοί τότε δεν μπορούν να μιλήσουν, άχνα δεν βγάζουν, μονάχα έτσι φαίνεται καταφέρνει και γυρίζει ο κόσμος, κι εγώ ολομόναχη παρδαλή πεταλούδα καθίζω πότε σ’ αυτό τους το γραφτό (μια μάταιη πολυδιαφημισμένη ιστορία), πότε σ’ εκείνο (ένας μάταιος Aπολλόδωρος), αφού ό,τι γράφτηκε, ανθρώπινα γράφτηκε και, στο κάτω-κάτω, πόσο θα ζήσουμε ακόμα…
(Ξενο)γράφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζω τίμια το ψωμί μου, εδώ δεν χρειάζεται να ξεφουρνίζω σπλαγχνικά ψέματα, εκπαιδεύομαι στην αγριότητα της ζωής κρυφά και χωρίς εμφανείς παρενέργειες, πειραματίζομαι στην αντοχή των ανθρώπινων υλικών μέσα στις ασφαλείς συνθήκες του εργαστηρίου, στο τέλος μου μένει και η γλυκειά ψευδαίσθηση πώς κάνω κάτι ωφέλιμο για τη θνήσκουσα ανθρωπότητα: βάζω το μερτικό μου στην άκαρπη έρευνα για το νόημα της ζωής.
B´ Oι Αλήθειες
Kαί εἶπεν Σαμψών πρός τόν πατέρα αὐτοῦ:
ταύτην λαβέ μοι, ὅτι ἤρεσεν ἐν ὀφθάλμοῖς μου.
(Kριταί, 14, 3).
Κάπως έτσι γνώρισα λογιών λογιών γυμνές αλήθειες. Oρισμένες τις έγδυσα τόσο μα τόσο ανελέητα που έφτασαν να κλαίνε και να οδύρονται στα πόδια μου από τη ντροπή τους. Όταν μου αποκαλύφτηκαν ολοτσίτσιδες εγώ δεν ντράπηκα· αποφασισμένος και αδίστακτος τις έριξα ταπίστομα στο κρεβάτι και πλήρης καύλας τις βίασα δυο και τρεις φορές, κι εκείνες ύστερα μάζευαν τα δάκρυά τους μαζί με το χυμένο μου σπέρμα.
Έτσι εθίστηκα στο ψέμα. Βίασα τον Μαρξισμό, την Αρχαιότητα, το Νταντά, την Τουρκοκρατία, τη Ζωγραφική, την Ορθοδοξία, την Ελευθερία, τις Εκδρομές (με γυναίκες και άνευ) την Αναρχία, τους Περιπάτους, τα Ωραία Φαγητά, τη Λογοτεχνία. Τις έφτασα ως πίσω στις πηγές τους αυτές τις ντυμένες κυρίες, αφαιρώντας όλα τα στολίδια και σβήνοντας τα ψιμύθιά τους ένα προς ένα, όσο κλαίγαν αυτές και οδύρονταν, τόσο η καύλα μου δυνάμωνε.
Ύστερα από καιρό κρατάω σημειώσεις απ’ αυτές τις συνευρέσεις. Μεταγράφω μετά μανίας το κάθε τι: κάποτε στη γλώσσα του κορυδαλλού που υπήρξα, κάποτε τραυλίζοντας όπως δειλό κοριτσάκι, ή σαν μάγειρος ζυθεστιατορίου τρίτης κατηγορίας. Ποιος άραγε μιλάει όταν μεταγράφω, ποιος λαλεί ανυπόφορα. Ίσως ο Μαρκαυρήλιος: Ἀναβιῶναι σοι ἔξεστιν· ἴδε πάλιν τα πράγματα ὡς ἑώρας· ἐν τούτω γάρ τῶ ἀναβιῶναι.[1]
Είμαστε μικροί, πολύ μικροί για να καταφέρουμε κάτι θεόρατο εν ζωή, τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Μερικές βιασμένες μου φοράνε ακόμα κάποιο κρυφό στολίδι, ένα σκουλαρίκι, ένα ρουχαλάκι, κάτι που το κρατάνε επίμονα επάνω τους – ακόμα και την ώρα που τις μαστιγώνω σαδιστικά [π.χ. τα πασούμια τους (οι ασύγκριτης ομορφιάς Κοινότητες της Τουρκοκρατίας), τον σφραγιδόλιθό τους (οι πληθωρικές Τελετές της Ορθοδοξίας), μια γλαύκα δίκην μινωϊκού ενωτίου (η πανέμορφη Σχόλη της Αρχαιότητας)· εγώ δεν επιμένω, τις αφήνω τις βιασμένες να το κρατάνε αυτό το μικρό, το κάτι της ματαιότητας, επειδή το ευχαριστιέμαι περισσότερο που καθυστερώ να αγγίξω ολόγυμνο το ποθητό κορμάκι τους. Καθώς όμως μεγαλώνω και οι αλήθειες, χαρέμι πια ολάκερο, γυμνώνονται επιδεικτικά μία προς μία γύρω μου (προς δόξαν της ματαιότητας αυτού του κόσμου), θνήσκων Σαρδανάπαλος μάλλον παρά Επίκουρος, τείνω να επιστρέφω σε μια νεανική μου ρήση: προτιμότερο μια γυμνή γυναίκα παρά μια γυμνή αλήθεια.
[1] Μάρκος Αυρήλιος, Τά εἱς ἑαυτόν, Ζ᾽, 2:4, σε ελεύθερη μτφρ.: Μπορείς να ξαναζήσεις το παρελθόν· ξαναδές τα πράγματα όπως τα έβλεπες κάποτε· αυτό σημαίνει να τα ξαναζήσεις.
* Το «προγραμματικό» αυτό κείμενο του Ά.Μ. δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο περ. Το Δέντρο, το 1996. Αναθεωρημένο, για τις ανάγκες της μυθιστορίας Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, δημοσιεύτηκε σ’ αυτόν τον τόμο (Kέδρος 1998, σ. 190-91) υπό τον τίτλο μιας ημερολογιακής εγγραφής: «Τρίτη, 22 Δεκεμβρίου 1992» και με υπότιτλο Νuda Veritas.
Επιθυμία ή
Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν
(τη Θεωρία, την Τέχνη, την Αριστερά)
Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Τον κόσμο. Οι προηγούμενοι απλώς τον εξηγούσαν (αλήθεια ποιοι προηγούμενοι, για μας, ειδικά σήμερα;). Τι άλλαξε από τότε που ο Μαρξ διατύπωσε την πασίγνωστη ενδέκατη θέση του κατά Φόιερμπαχ;
Απάντηση: ο κόσμος φυσικά.
Ας επαναλάβω άλλη μια φορά τις κοινότοπες διαπιστώσεις: Ι. Ποτέ πριν η καταστολή δεν είχε την παγκοσμιοποιημένη εργαλειακή μορφή που έχει αποκτήσει σήμερα. Με την έννοια ότι ποτέ πριν στη λεγόμενη δυτική δημοκρατία η βία της Εξουσίας δεν είχε την απροκάλυπτη, σημερινή της μορφή ως αποκλειστικού εργαλείου της Εξουσίας. Παράλληλα ποτέ πριν ο Φόβος για τον Άγνωστο, Δαίμονα Αντίπαλο δεν είχε τη λειτουργική / κοινωνική θέση που έχει σήμερα καταλάβει σε όλον, επαναλαμβάνω, σε όλον τον κόσμο. ΙΙ. Παράλληλα, ποτέ πριν ο πλανήτης, ως φυσικός οργανισμός, δεν παρουσίασε τόσα και τέτοια συμπτώματα μιας μεταδοτικής ασθένειας με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του στο άμεσο μέλλον.
Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά μέσα στα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια. Σ’ αυτές τις δεκαετίες (λίγο πριν και αρκετά μετά την ηλεκτρονική επανάσταση) η Θεωρία εξήγησε τον κόσμο ξανά και ξανά και ξανά. Αλλά ο κόσμος του 21ου αιώνα προχωράει ακάθεκτος σε ολοκληρωτικές μορφές μετασχηματισμού: μέσα από μια απροκάλυπτη βία παράλληλα με μια απροκάλυπτη οικολογική καταστροφή. Και οι δύο αυτές επιθετικές μορφές μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται σήμερα ως κυρίαρχο εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά τρόπο ώστε, στις τερατώδεις τους διαστάσεις, να φαντάζουν σχεδόν απερίγραπτες στο επίπεδο της γλώσσας ως αναπαράστασης του Πραγματικού.
Ο κόσμος έχει ξεφύγει. Η Θεωρία αισθάνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ ανασφαλής απέναντι στην έκταση αυτής της παγκοσμιοποιημένης παρακμής. Δικαιολογημένα κυριαρχείται από μια γενικευμένη ανασφάλεια, εμφανής αντανάκλαση εκείνης που αισθάνεται ο κάθε πολίτης στον κόσμο, και η οποία μόνον με εκείνη την πολύ γνωστή, που διατύπωσε τολμηρά (και κάπως δυσανάγνωστα) ο Αντόρνο, για τον διαλεκτικό εναγκαλισμό της ποίησης με τη βαρβαρότητα μετά το Άουσβιτς, μπορεί να συγκριθεί.
Αλλά η Θεωρία έχει επίσης ξεφύγει. Περίκλειστη στην πανεπιστημιακή ασυλία του ευρωπαϊκού ή του αμερικανικού campus, «θεωρητικά» μόνον ταράζεται από την τρελή τροχιά του πλανήτη προς τη βαρβαρότητα. Αδυνατεί να δοκιμάσει την αντοχή των όποιων θέσεών της στη δεινή κανονικότητα της ζωής. Δουλεύει in vitro.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που η Θεωρία «κατέβηκε στο πεζοδρόμιο»; Πότε ήταν η τελευταία φορά που ενέπνευσε ένα κίνημα; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσε πνοή στην πολιτισμική αναπαράσταση του κόσμου είτε ως Πραγματικού γίγνεσθαι είτε ως Οράματος;
Φέτος πάνε σαράντα χρόνια ακριβώς από εκείνον τον γαλλικό Μάη, πολλά χρόνια από εκείνα που ο Σαρτρ της Λιμπερασιόν, ο Τσε των πολλών Βιετνάμ (ή, έστω, ο Μαρκούζε) ενέπνεε τον κόσμο. Εκείνη μάλλον υπήρξε η τελευταία φορά που η Θεωρία κατάφερε να εμπνεύσει σε μαζική κλίμακα την επανανάγνωση του κόσμου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε. Έχοντας βεβαίως επίγνωση ότι η Θεωρία της εποχής δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τη «μεταμοντέρνα συνθήκη» (ο Λιοτάρ μόλις την ανιχνεύει για πρώτη φορά το 1979) εφόσον εκκρεμούσε, με τη μορφή του ιστορικού κατεπείγοντος, η τοποθέτηση απέναντι στη (μετα)μαρξιστική συνθήκη των εκατό λουλουδιών που (δυστυχώς) ουδέποτε κατάφεραν να ανθίσουν…
Και η τέχνη του Λόγου, η τέχνη γενικότερα;
H θεμελιώδης ψευδαίσθηση ότι η τέχνη γενικά και η λογοτεχνία ειδικότερα έχει κάποια «χρησιμότητα» για την ανάγνωση της ζωής δεν ισχύει πλέον. Για την ακρίβεια δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη σήμερα: όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται (η απόλυτη πραγμοποίηση που διέβλεπε ο Αντόρνο είναι οριστικά εδώ). Τα πάντα στρέφονται λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά προς την οικονομική συναλλαγή. Η κύρια αγωνία του σύγχρονου συνειδητού καλλιτέχνη, του σύγχρονου συγγραφέα, είναι η αγωνία του Πολίτη που επιμένει, στην εποχή της βίαιης εξαγοράς των συνειδήσεων, να διατηρήσει θεμελιώδεις, για την ομαλή συνέχιση της ζωής, ψευδαισθήσεις, εκείνες που η αχρημάτιστη τέχνη παρέχει ακόμα ως δώρο, χάρισμα.
Σ’ αυτή τη σκληρή συγκυρία με ποιον αλήθεια τρόπο η τέχνη και η λογοτεχνία, ως πάγιες εμπροσθοφυλακές της Θεωρίας, είναι σε θέση να αναπαραστήσουν τον κόσμο σήμερα; Έγραφα κάποτε ότι θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε για τις παλιές (καλές) μάχες που δόθηκαν στον μεσοπόλεμο, στους κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς, με άξονα το δίλημμα «Μοντερνισμός ή Ρεαλισμός» (ή, όπως το τοποθετούσαν αργότερα, στα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας: «Τζέιμς Τζόις ή σοσιαλιστικός ρεαλισμός»). Ωστόσο πρέπει να παραδεχτώ ότι όλη αυτή η ζύμωση ανήκει αμετάκλητα στην Ιστορία μιας ευρωπαϊκής κουλτούρας που σήμερα δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει μόνο τους μυημένους.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή, την τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα, είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος, παράδειγμα, «διαβάζει» τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized, όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα βιβλία που μετά μανίας καταβροχθίζουν ανορεξικές και αγάμητες κυρίες) κατανοεί τη ζωή του σαν Μπάρμπι. Δηλαδή διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Διαβάζει μια πλοκή, διαβάζει μια ιστορία, καταπίνει το ένα μετά το άλλο βιβλία της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας λες και είναι επεισόδια σε τηλεοπτική σειρά. Τα συζητάει εξίσου ανάλαφρα στα κοινωνικά δίκτυα λες και είναι ιστοριούλες από τα παρασκήνια των ειδήσεων. Κάνει ζάπινγκ ανάγνωση των βιβλίων, της τέχνης και, τελικά, του κόσμου. Ειδικά όταν βρεθεί αντιμέτωπος με έναν λόγο / κείμενο / έργο που προσκαλεί κάποιες απαιτήσεις διαφορετικής ανάγνωσης του κόσμου, πέρα από την κυρίαρχη των κυρίαρχων Μέσων, ο λόγος / κείμενο / έργο ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.
Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: Ένα ρεπορτάζ του Πραγματικού που δεν έχει καμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει, όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα φαστ-φουντ με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και τη διατυπώνω δίχως καμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις όταν τη συναντάς.
Με αυτή την απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε όμως για τον βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού. Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική / καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.
Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας και τέχνης που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή, εξαγορασμένη δημοσιογραφία, όπως η πλαστική πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς την, μέσα από στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.
Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά σταθερά, ο σύγχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ, πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται / πουλιέται για τέχνη, χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου. Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασκήμια όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη / θεατή του έργου τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.
Σήμερα, μετά και τη βαρβαρική μεταμοντερνική εμπειρία που γέμισε τα μουσεία με τόνους άχρηστων αντικειμένων και τις βιβλιοθήκες τόνους λογοτεχνίας με ημερομηνία βραχείας λήξης, η Λογοτεχνία έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με το Πραγματικό καθεαυτό (και την όποια αναπαράστασή του) αλλά κυρίως με την εικονική, αμερικανικής έμπνευσης, ισοπεδωτική αναπαραγωγή του, εκείνη που διανέμουν τα ΜΜΕ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σχέση της σύγχρονης Λογοτεχνίας με το Πραγματικό καθίσταται περισσότερο από ποτέ σχέση συγκρουσιακή. Σε μια εποχή συγκαλυμμένων ολικών καταστροφών, εποχή όπου κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής διαδικασίας, η Λογοτεχνία οφείλει πρώτα απ’ όλα να πείσει, όχι απλά ότι αξίζουν οι δικές της ιστορίες, αλλά ότι αξίζει ακόμα να περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες, όποιες κι αν είναι αυτές. O ποιητής της λογοτεχνίας σήμερα, με αυτή την έννοια, και μόνον με αυτήν, θα καταφέρει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα: ένας αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός (;) επαναστάτης.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού. Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο ταξικό μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει / επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά (μορφή) στη θέση της ασχήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας. Η ανάγκη για μια ριζοσπαστική Θεωρία της αναπαράστασης του Πραγματικού που θα εμπνέει σε μαζικό επίπεδο (και σε άμεση σύγκρουση με την εικονική αναπαράσταση του κόσμου) μια νέα κοινωνική και πολιτισμική Ουτοπία είναι ορατή. Στον βαθμό, εννοείται, που το αίτημα για τον κόσμο μας σαφώς παραμένει: να τον αλλάξουμε!