«― Γιατί κάνανε πολέμους;
― Γιατί δεν τους έφτανε το φαΐ. Πηγαίνανε σε πλούσιες χώρες, σε πλούσιες πόλεις για να πάρουνε το φαΐ και τα λεφτά που χρειαζόντουσαν.
― Και γιατί δεν το ζητούσαν το φαΐ;
― Νομίζεις ότι θα τους δίνανε; Εσύ θα έδινες το γιαούρτι σου αν σου το ζητούσε κάποιος πεινασμένος;
― Ναι!»
«Τρων Μογγόλοι τη γιαούρτα
μες στη στρογγυλή τη γιούρτα.
Κι εσύ παίζεις μες στη γιούρτα
τρώγοντας φρέσκια γιαούρτα»
της είπα την ώρα που έτρωγε το γιαούρτι της.
Έτσι μου ‘ρθε.
Την είδα κουρασμένη και είπα να την ξαλαφρώσω με λίγο γέλιο.
Είναι φορτωμένα τα παιδιά…
Της φάνηκαν αστείες οι λέξεις.
Είχε ερωτήματα πολλά. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη.
― Τι είναι η γιούρτα;
― Η στρογγυλή σκηνή που στήνουνε οι Μογγόλοι όταν πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο.
― Τι είναι οι μονκόλοι; (γέλια, όπως γράφουν και σε μερικές συνεντεύξεις).
― Ένας λαός που ζούσε και ζει στις στέπες της Ανατολικής Ασίας. Κοντά στην Κίνα.
― Τι είναι η στέπα;
Της είπα. Και συμπλήρωσα:
― Να θυμάσαι ότι άλλο πράγμα είναι η στέπα η στεπίτσα κι άλλο η Πέππα η γουρουνίτσα!
(γέλια)
― Για τί τους λένε μον-κώλους;
(γέλια, με τονισμό στο «κώλους». Αχ, αυτό το ανίερο, το βλάσφημο, το σκωπτικό… Πόσο το λατρεύουν τα παιδιά. Κι όσο πας να το κρύψεις, τόσο πιο ελκυστικό γίνεται. Θυμάμαι…)
― Μογγόλους τους λένε. Και σήμερα ζουν στη Μογγολία. Και έχουν τόση σχέση με τους κώλους όση έχουμε κι εμείς. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς κώλο. (Σοβαρός εγώ αλλά πάλι γέλια).
― Και τι κάνουνε οι Μογγόλοι; (με γγ ―κι όχι νκ― αυτή τη φορά)
― Τρώνε γιαούρτια μέσα στη γιούρτα τους, είναι σπουδαίοι καβαλάρηδες, σκληραγωγημένοι, επειδή ζουν σε δύσκολες συνθήκες, και παλιά έκαναν πολλούς πολέμους.
― Γιατί κάνανε πολέμους;
― Γιατί δεν τους έφτανε το φαΐ. Πηγαίνανε σε πλούσιες χώρες, σε πλούσιες πόλεις για να πάρουνε το φαΐ και τα λεφτά που τους έλειπαν.
― Και γιατί δεν το ζητούσαν το φαΐ;
― Νομίζεις ότι θα τους δίνανε; Εσύ θα έδινες το γιαούρτι σου αν σου το ζητούσε κάποιος πεινασμένος;
― Ναι! Εγώ θα το έδινα…
― Πόσα ρούχα έχεις;
Κοιτάχτηκε πάνω της.
― Δύο…
― Τρία φοράς αλλά δεν μιλάω γι’ αυτά. Μιλάω για το πόσα ρούχα έχεις στην ντουλάπα σου.
― Πολλά… Αρκετά…
― Θα έδινες τα μισά για παιδιά που τα χρειάζονται;
― Μμμμ… Αν δεν μου κάνουν…
― Εγώ λέω και γι’ αυτά που σου κάνουν. Θα τα έδινες;
― Μμμ… Όχι.
― Είδες; Ούτε κι εγώ τα δίνω. Δίνω μερικά αλλά και πάλι έχω περισσότερα απ’ όσα έχουν εκείνοι που δεν έχουν σχεδόν τίποτα.
― Και γι’ αυτό γίνονται οι πόλεμοι;
Γέλασα.
― Γιατί γελάς;
― Ίσως και γι’ αυτό.
― Και για τι άλλο;
― Δεν ξέρω… Για πολλούς λόγους…
― Πες έναν.
― Επειδή κάποιοι δεν χωνεύουν τους άλλους, εκείνους που είναι διαφορετικοί. Επειδή μερικοί έχουν σκούρο χρώμα και άλλοι πιο ανοιχτόχρωμο… Επειδή μερικοί πιστεύουν διαφορετικά πράγματα από άλλους… Αν εγώ είχα έξι χέρια και δυο πόδια θα καθόσουνα να μιλάς μαζί μου; Ή θα με φοβόσουνα;
― Δεν ξέρω… (γέλια)
Φωνή από τον διάδρομο:
― Τελείωνε με το γιαούρτι σου! Πρέπει να φύγουμε!
Εγώ:
― Φάε όλη τη γιαούρτα
κι άντε τράβα μες στη γιούρτα!
(Γέλια)
Είπαμε για Μογγόλους, για γιούρτες, για τις στέπες και τις μετακινήσεις των λαών, για τους πολέμους που γίνονταν και γίνονται, για το φαΐ που λείπει… Για τους «έχοντας δύο (ή πολλούς περισσότερους) χιτώνας»…
Για τους έχοντες έξι πόδια, εκατό μάτια, τέσσερα αυτιά… Για μαύρο, ροζ ή χλωμό δέρμα.
Μιλούσαμε «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» όπως έλεγε και η Μαρία Ρεζάν ― που ακόμα μου λείπει.
Δεν έδειξε να βαριέται.
Τι θα της μείνει;
Δεν ξέρω…
05 Μαρτίου 2017
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Mongolian_yurt_in_steppe.jpg
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr