iporta.gr

Η Φόνισσα. Δολοφόνος, Θεά ή αυτόχειρας;, του Κωστή Α. Μακρή

 

Αφορμή γι’ αυτό εδώ το σημείωμα είναι η όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη, σε στιχουργική απόδοση/λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου, από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

 

Αλλά το κείμενο αυτό δεν είναι ένα κριτικό σημείωμα για μια παράσταση που μου (μας ―πιο σωστά―, καθώς το είδαμε με τη γυναίκα μου) άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις, με μια μουσική, σκηνική και λυρική ποιότητα και πυκνότητα αντάξια του αρχικού έργου και άξια να ταξιδέψει σε πλατύ και παγκόσμιο κοινό.

 

Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω διαβάσει τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Κι ούτε θυμάμαι πόσες φορές ξέφυγα από το αρχικό κείμενο για να το «ξαναγράψω», με την κάθε φορά νέα ματιά μου.

Λες και κάθε φορά που το διαβάζω, «ψηλώνει» κι εμένα ο νους μου, σαν της Χαδούλας της Φραγκογιαννούς.

 

Η Φόνισσα γράφτηκε το 1903. Κι εγώ (ξανα)γράφω γι’ αυτήν το 2014.

 

Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει ανθρώπους που ζουν σε ―σχεδόν― έσχατη ένδεια μέσα σε μια εχθρική κοινωνία. Και οι γυναίκες, όπως τις βλέπουμε μέσα από τα μάτια τής Φραγκογιαννούς, είναι οι είλωτες εκείνης της κοινωνίας.

Εγώ γράφω σήμερα, σε μια εποχή ακραίου πλούτου και ακραίας φτώχιας. Με πρόσφυγες από την ανατολή να ξεμπαρκάρουν άθελά τους στην Κρήτη. Με τη γυναίκα, σε πολλές περιοχές τού κόσμου, να βρίσκεται σε πολύ χειρότερη μοίρα απ’ αυτήν που περιγράφει για τη Φραγκογιαννού ο Παπαδιαμάντης.

Ξαναγυρίζω όμως στη Φόνισσα. Χωρίς εισαγωγικά. Γιατί όπως ο Οιδίποδας, η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα, η Μήδεια, ο Ηρακλής Μαινόμενος και άλλοι ήρωες και ηρωίδες της ελληνικής γραμματείας, δεν είναι μια «φόνισσα» αλλά Η Φόνισσα.
Αυτή που διαπράττει φόνους μικρών κοριτσιών.

Αλλά γιατί; Γιατί σκοτώνει τα μικρά κορίτσια αυτή η θεοσεβούμενη γυναίκα;

«Θεέ μου, γιατί να έλθει στον κόσμον κι αυτό;» λέει. (σελ. 27*)

Γιατί, αν και συχνά τον επικαλείται, παραβαίνει την εντολή τού Θεού και σκοτώνει τα δημιουργήματά του; Για ν’ απαλλάξει τις φτωχιές οικογένειές τους από το βάρος της ευθύνης τους απέναντι στα κορίτσια; Ή μήπως για να απαλλάξει τα μικρά κορίτσια από μια μοίρα παρόμοια με τη δικιά της; Να τα γλιτώσει από τις πίκρες, την αδικία, τις στερήσεις και την υποταγή στο αρσενικό; Εκείνη η υπηρέτρια των γονιών της, σκλάβα τού συζύγου της ―αλλά «συγχρόνως και κηδεμών αυτού»―, «δούλα των τέκνων της» και «δουλεύτρια των εγγόνων της». (σελ. 26)

 

Αυτά είναι ερωτήματα που προκύπτουν από μια «κανονική» ανάγνωση του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Εμένα όμως δεν μου φτάνουν. Κι έχω πάψει από καιρό να κάνω «κανονικές» αναγνώσεις. Γιατί σήμερα που το ξαναδιαβάζω είμαι άλλος από τον εαυτό μου που το πρωτοδιάβασε.

Γιατί σήμερα είναι πολλοί στην Ελλάδα που πλήττονται από έναν «ιό Έμπολα» απελπισίας και μια παραλυτική αντιδημιουργικότητα. Γιατί σήμερα ακούω και βλέπω ανθρώπους, που έζησαν ―κι αρκετοί ακόμα συνεχίζουν να ζουν― σε μια κοινωνία εθισμένη στην υπερκατανάλωση του πλανήτη και των άλλων, εθισμένοι στο «φταίνε οι άλλοι για τη μοίρα μου» και στο «θέλω να έχω» αντί για το «θέλω να είμαι».

Επειδή πολλοί μιλάνε για αγάπη• αλλά είναι τόσο αρπακτική αυτή η «αγάπη», τόσο κτητική, που μόνο με το μίσος προς άλλους μπορεί να σηματοδοτηθεί. Λες και δεν αρκεί ένα απλό «εσένα σ’ αγαπάω» αλλά πρέπει και να το πλουμίσουμε μ’ ένα «αλλά αυτουνού θέλω/θέλουμε ―και πρέπει!― να του φάω/φάμε τ’ άντερα».

Τώρα που λιγοστεύει η συμπόνια και περισσεύει η «φιλανθρωπία», τώρα που πολλά αυτιά είναι βουλωμένα από μια πυκνή κυψελίδα φανατισμού και μισαλλοδοξίας, τώρα που ο διάλογος γίνεται με βρισιές και απειλές, τώρα που το μίσος θεριεύει και παίρνει κόκκινο χρώμα ―όχι από τις αναλαμπές κάποιας δίκαιης επανάστασης αλλά από τη φωτιά των συσσωρευμένων συλλογικών και ατομικών αποτυχιών―, τώρα είναι που ψηλώνει και πλαταίνει μέσα μου η Φραγκογιαννού.

Και αποκτάει νέο νόημα το εφιαλτικό όνειρο που βλέπει:

« Αίφνης, τα πρόσωπά των αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζον πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της:

» ― Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. ― Κ’ εγώ η Μυλσούδα, η μικρή, εψέλλιζεν η άλλη. ―Κ’ εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. ― Φίλησέ μας! ―Πάρε μας! ― Ημείς τα κορίτσια σου! ―Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! ― Μας γέννησε… στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. ―Χόρεψέ μας! ―Δώσε μας μαμ! ― Κάμε μας νάνι! ― Τραγούδα μας! ― Καμάρωσέ μας!

» Ω! Αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!… Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!… Πώς θ’ αντείχε η γραία Χαδούλα να φέρη εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της!»
(σελ. 158*)

 

Σάρκα από τη σάρκα της τα θύματά της.

Μνήμες από τις λύπες και τα βάσανά της τα λόγια τους.

Και μέσα στον ύπνο της η Χαδούλα να σηκώνει τη λύτρωση από τα βάσανά τους ―όπως εκείνη όρισε τον θάνατό τους― σαν τις αμαρτίες του κόσμου της.

Πλαταίνει και βαθαίνει μέσα μου η Χαδούλα. Γίνεται όλες οι βασανισμένες γυναίκες, όλου του κόσμου. Γίνεται η Γυναίκα που της απαγορεύεται η μάθηση κι ο έρωτας. Γίνεται η γυναίκα εξάρτημα μιας αντρικής απανθρωπιάς, ντυμένης και με θρησκευτικά αποφόρια. Γίνεται και μια πατρίδα που τόσο συμπονάει τα βασανισμένα (στο παρόν και στο μέλλον) παιδιά της που εύχεται γι’ αυτά: «να μη σώσουν!… Να μην πάνε παραπάνω!» (σελ. 45).

Αλλά η γραία Χαδούλα υψώνεται κι άλλο. Βγαίνει έξω από την Ελλάδα, γίνεται παγκόσμια μορφή, πιο μεγάλη και πιο φρικτή κι από τη Μήδεια, γιατί δεν έχει θολώσει ο νους της από τον πόθο τής εκδίκησης και δεν σκοτώνει μόνο τα δικά της παιδιά ή εγγόνια. Πιο άγρια κι από τον Ηρακλή, γιατί δεν σκοτώνει κυριευμένη από ιερή μανία.

Είναι, βέβαια, γεμάτη θυμό απέναντι σ’ έναν κόσμο που δεν έφτιαξε η ίδια και που δεν μπορεί να τον αλλάξει.

«Δεν μπορώ να τον αλλάξω;» σαν να την ακούω…

«Τώρα θα δεις…» με φοβερίζει.

Και γίνεται μικρός θεός μονάχη της. Ετάζει νεφρούς και καρδίες και μοίρες ανθρώπων. Κι αποφασίζει ψύχραιμα να πάρει τη μοίρα των σπλάχνων της στα χέρια της. Γιατί σπλάχνα της είναι όλος ο γυναικείος κόσμος.

Νομοθετεί, αποφασίζει και εκτελεί η Χαδούλα.

Αλλά έχει μέσα της και μια αυτοκαταστροφική μανία και απελπισία αυτόχειρα η Φραγκογιαννού. Είναι τόσο κολλημένα μέσα της κι αδιαίρετα τα κομμάτια από τη μοίρα των άλλων γυναικών, που σε κάθε μικρό θηλυκό βλέπει μια μικρή Χαδούλα. Και σκοτώνοντας βρέφη και μικρά κορίτσια, δικά της κομμάτια σκοτώνει. Μπας και διορθώσει λίγο από το κακό που ζουν, φέρνουν και υποφέρουν στον κόσμο τα θηλυκά, όπως η ίδια.

«Στριγλίτσα» την φώναζε η μάνα της.

Στρίγγλα θα γίνει! Να χαθούν τα θηλυκά από τον κόσμο!

«Λάθος τον έφτιαξες, Θεέ, τον κόσμο για τα θηλυκά! Εγώ θα τον διορθώσω!» ακούω τη βλάσφημη ―κατά την ίδια της την πίστη― σκέψη της. Που ο Παπαδιαμάντης δεν ξεστομίζει.

Θρήσκα όμως και θεοσεβούμενη καθώς είναι, πιο πρέπων της φαίνεται ο φόνος τού άλλου παρά του εαυτού της.
Λείπει ο έρωτας από μέσα της; Λείπει η αγάπη; Δεν έχουμε πειστήρια. Αν υπήρξε ποτέ ερωτευμένη η Χαούλα, αν αγάπησε και ποιον…

Της λείπει σίγουρα η ελπίδα.

Κι αν σκέφτεται μέχρι την τελευταία στιγμή τη σωτηρία, τη λογαριάζει περισσότερο σαν ένα ρουσφέτι, ένα «ψυχικό» που θα της κάνει κάποιος Άγιος (σελ. 193*) παρά σαν προσδοκία πραγματική.

Απελπισμένη αλλά όχι μετανιωμένη, η Χαδούλα χάνεται.

Μανιακή δολοφόνος, θεά που έληξε η πίστη των ανθρώπων προς αυτήν ή απλά μια απελπισμένη γυναίκα που έχασε κάθε πίστη στις δυνάμεις της και στην κοινωνία; Μας αφήνει να σκεφτούμε ό,τι θέλουμε ο Παπαδιαμάντης.

Κι εγώ, ίσως επειδή σήμερα την ξαναδιαβάζω, μου φέρνει πολύ σε Ελλάδα η Φόνισσα.

 

Και αναρωτιέμαι: Πόσο μοιάζει της Φόνισσας η τωρινή πατρίδα μου;

Και οι Ελληνίδες; Οι Έλληνες; Πόσο αγαπάνε; Τα κορίτσια τους, τα αγόρια τους, τις γυναίκες τους, τους άντρες τους, την ίδια τους την ανθρωπιά…

Τι είναι σήμερα η Ελλάδα; Φόνισσα, Θεά ή αυτόχειρας;

Μας ταιριάζει σήμερα η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη; Κουμπώνει, που λένε, σ’ αυτό που ζούμε; Μας φτάνει σήμερα ένα «Χαμόγελο του Παιδιού», μια «Ελπίδα» κι άλλα ιδρύματα για να είναι λιγότερα τα καρυδωμένα ή τα πνιγμένα παιδιά;
Και πώς στεκόμαστε απέναντι στην ίδια τη Φόνισσα;

Τη συμπονάμε; Τη φοβόμαστε; Την καταριόμαστε και τη διαολοστέλνουμε; Την αγνοούμε; Την κρύβουμε μέσα μας; Ή τη δικάζουμε και την καταδικάζουμε στο πυρ το εξώτερον; Εκεί όπου προτιμάμε να στέλνουμε νοερά τον κάθε κατά την κρίση μας φταίχτη, μην μπορώντας και μη θέλοντας να καταδικάσουμε ποτέ την ανήμπορη κράση μας, την υστεροβουλία μας και τον συμφεροντολογικό τυχοδιωκτισμό μας απέναντι στις κάθε λογής κρίσεις.

 

Αχ, μωρέ Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη…

Πόσα πάθια και βάσανα μας φόρτωσες κι ακόμα μας φορτώνεις με το έργο σου.

Σαν να ‘χανε ποτέ τελειωμό τα δικά μας τα πάθια και τα βάσανα…

Την αγάπησε άραγε τη Φραγκογιαννού ο Αλέξανδρος;

Νομίζω ναι. Όπως όλες τις γυναίκες του. Από τη θεια Αχτίτσα, τη Σταχομαζώχτρα, μέχρι τη Γυφτοπούλα κι από τη «Νοσταλγό» και τη Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι μέχρι τη Μαρούσα, που της έκανε την έκτρωση η Φραγκογιαννού η Φόνισσα• λυτρώνοντάς την απ’ τη ντροπή του παράνομου καρπού του έρωτά της.

Αλλά, από την άλλη μεριά, τέτοια βάσανα και σκληρότητα να της φορτώσει…

Ακόμα δεν μπορώ να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα…

 

Κωστής Α. Μακρής

28 Νοεμβρίου 2014

* Η αρίθμηση των σελίδων είναι από τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Έκδοση της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2008, με πρόλογο του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

ΕΙΚΟΝΑ: Η φόνισσα, Κωστής Α. Μακρής, 2014