«η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…» θα ακουστεί σήμερα για πολλοστή φορά. Τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι καρφώνονται στο μυαλό: «Αυτό είναι το πρόβλημα, πως ποτέ δεν πεθαίνει. Αν πέθαινε, θα είχε, ίσως, την πιθανότητα να αναστηθεί…».
Ντρέπομαι να θυμηθώ την ιστορία μου. Αυτήν που έμαθα μόνη μου, όχι αυτήν που μ’ έμαθαν τα φαιδρά σχολικά βιβλία. Αυτήν που λέει πως ο Κολοκοτρώνης ξεκίνησε την επανάσταση και τον φυλάκισαν στο Παλαμήδι. Αυτή που θέλει τη Μαντώ Μαυρογένους να πεθαίνει ζητιάνα. Αυτήν που εγκλωβίστηκε στις θεωρίες της θεοκρατίας, του φασισμού και της βίας. Αυτήν που έκανε ένα φρικιαστικό εμφύλιο το 1947 και που ο συγχωριανός έβγαζε το μάτι του αδελφού του αντίπαλου συγχωριανού και του το έδινε στο χέρι. Για να τον εκδικηθεί. Τέτοιες κακίες, τέτοια τέρατα. Και το χειρότερο είναι πως αυτή η Ελλάδα διεκδικεί σήμερα να γιατρευτεί, όταν ακόμα δεν έχει κάνει την αυτοκριτική της. Όταν γλείφει το κάθε ερπετό, κακό ανθρωπόμορφο που θα του τάξει, έστω και να πουλάει μούρη, να του δώσε την ευκαιρία να παραστήσει τον μάγκα. Και εξακολουθεί να είναι υπηρέτης του ακριβού σερβίτσιου, της επώνυμης τσάντας, του μουράτου αυτοκινήτου. Σκύβει το κεφάλι και ζητιανεύει. Και θυμάμαι τον Κολοκοτρώνη του Καμπανέλλη να λέει στο “Μεγάλο μας Τσίρκο”: “αφήστε εμάς, μωρέ, και τραβάτε μπροστά. Μη μας δίνετε καμιά σημασία. Η ζωή πάει μπροστά και θέλει εσάς τους νέους πρωταγωνιστές”.
Ψάχνω το υλικό των νέων αγωνιστών… Μπαρμπούτσαλα; ίσως!
Μια από τα ίδια η φετινή επέτειος; Μέσα μας, ναι. Η παρέλαση δεν έχει αξία χωρίς ψυχή και γνώση. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα από τα δύο.