iporta.gr

Η δικτατορία της χαράς στο διαδίκτυο και η σχέση της δουλειάς με την εργασία, του Κωστή Α. Μακρή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής

 

 

  

 

 

Ασχολούμαι ημιεπαγγελματικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ και εφτά χρόνια περίπου. Από το καλοκαίρι του 2009, μόλις έμαθα ότι θα εκδοθεί το πρώτο μου μυθιστόρημα.

Λέω «ημιεπαγγελματικά» επειδή κατά κάποιον τρόπο προβάλλω τη δουλειά μου και την εργασία μου μέσα από τα δίκτυα.

Θα ρωτήσει κανείς: Έχει διαφορά η δουλειά από την εργασία;

Απαντώ: Φυσικά!

Δουλειά είναι αυτό που κάνεις μόνο επειδή θα πληρωθείς.

Εργασία είναι αυτό που κάνεις ―ή θα έκανες― ακόμα και χωρίς πληρωμή. Μερικοί το λένε και χόμπι αλλά εγώ προτιμώ να το ονομάζω εργασία επειδή ουσιαστικά έχω κάνει επάγγελμα κάποια από τα χόμπι μου και είμαι τυχερός γι’ αυτό.

Ένα κομμάτι της ενασχόλησής μου με τα Μ.Κ.Δ. (μέσα κοινωνικής δικτύωσης) είναι δουλειά.

 

Με την έννοια ότι θα προτιμούσα να το κάνει κάποιος άλλος αντί για μένα.

Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως είναι εργασία.

Και μάλιστα εργασία με χαρά.

Όπως είναι κάποιες inbox επικοινωνίες με αξιοσημείωτους ανθρώπους, μερικές ανταλλαγές φιλοφρονήσεων, ευφυών ή και πειρακτικών σχολίων με φίλους, μερικές απαντήσεις σε σχόλια φίλων και η παρακολούθηση πολλών αξιόλογων δημοσιεύσεων.

Είναι η χαρά του καφενείου, της παρέας και η χαρά της λέσχης.

Είναι η μνήμη της παιδικής παρέας που πλατσούριζε μέσα στο παιχνίδι και στη χαρά όχι για να δείξει πόσο χαρούμενη είναι αλλά γιατί αυτός ήταν ο τρόπος για να υπάρξει μέσα στον κόσμο που μπορεί και να ήταν κακός, αλλά αυτός ήταν ο κόσμος.

Είναι η χαρά να είσαι μέσα στην Αγορά με την αρχαία και πολιτισμένη έννοια του όρου που δεν σε κάνει «αγοραίο» αλλά Πολίτη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και κάτι σαν «Εκκλησία του Δήμου» με τόσον προβληματισμό που κατατίθεται κάθε μέρα και ώρα.

Αναφέρω συχνά τη λέξη χαρά. Και αναφέρομαι σε αυτήν.

Είναι ζητούμενο η χαρά για μένα. Θεωρώ καλό πράγμα τη χαρά.

Όχι όμως πάση θυσία κι ούτε κάθε ώρα και στιγμή.

Νομίζω ότι δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι οι κοινωνίες μας κατατρύχονται ―μεταξύ άλλων δεινών― και από το «άγχος της χαράς».

 

Είναι σαν να ζούμε σε ένα καθεστώς «Δικτατορίας της Χαράς» που δεν επιβάλλεται από την ανάγκη μας να χαρούμε αλλά από το άγχος της υποχρέωσης να μη δείξουμε στους άλλους ότι είμαστε κοινωνικά, οικονομικά και ψυχολογικά ανάπηροι και ανίκανοι να χαρούμε.

 

Μια συνέπεια αυτού του άγχους είναι και η μάσκα της «πασίχαρης περσόνας», το «γέλιο με τα μανταλάκια» (που τραβάει τις άκρες των χειλιών μέχρι τα αυτιά) και το «ξεφαντώνω με τις αγάπες μου» ύφος, που περιλαμβάνει πολλά πρόσωπα σε μια φωτογραφία να πλέουν πλησίστια σ’ ένα ακύμαντο πέλαγος ανείπωτων οργασμών, αδάμαστου κεφιού και ακόρεστης απόλαυσης της ζωής που «κι αν δεν είναι όπως ακριβώς τη θέλουμε, τη δείχνουμε όπως θα θέλαμε να είναι».

 

Μια κακοήθης παραλλαγή του «άγχους της χαράς» είναι η «μουτσούνα της γκρίνιας», «η καταγγελία του φταίχτη» και «η αποκάλυψη των συνομωσιών που απεργάζονται οι οχτροί μας» για να μας στερήσουν τη χαρά, την ελευθερία και το «δε γαμιέται» που συχνά απλώνουμε σαν κουρελού πάνω από τα προβλήματα των άλλων και τα δικά μας.

 

Δεν διαφέρει και πάρα πολύ από την «περναωτέλεια» φάση γιατί είναι ακριβώς η καταγγελία όλων εκείνων που εμποδίζουν τον «περναωτέλεια» τύπο να περνάει τέλεια.

Και περιδιαβαίνοντας σε πολλά προφίλ, μπλογκς και σάιτς, διακρίνω την εργώδη προσπάθεια πολλών (κάθε φύλου) να δείξουν πόσο ευτυχισμένες/ευτυχισμένοι, χαρούμενες/χαρούμενοι ή «περναωτέλεια» είναι.

Την ίδια στιγμή που, σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, μπορώ να τους δω να καταγγέλλουν όλες και όλους εκείνους που τους στερούν την τελειότητα της τέλειας ευτυχίας από την καθόλα τέλεια ζωή τους.

Αυτό μου φαίνεται μια πάρα πολύ σκληρή δουλειά και δεν θα μπορούσα να την κάνω παρά μόνο με έναν πάρα πολύ υψηλό μισθό.

Οι περισσότερες και οι περισσότεροι όμως αμείβονται με λάικς που μοιάζει να είναι μια μορφή «νομίσματος» που μπορεί ―ενδεχομένως― να έχει και κάποια εμπορική αξία (όταν πρόκειται για πωλήσεις καλλιτεχνικού έργου ή άλλου είδους πωλήσεις, όπως «μούρης» ας πούμε) αλλά από την άλλη μεριά όταν δεν γίνεται επαγγελματικά δεν μπορείς να έχεις μετρήσιμα αποτελέσματα και ούτε μπορείς να χτίσεις μια καριέρα πάνω σε τόσο σαθρά θεμέλια όπως η περιστασιακή δημοφιλία σ’ ένα διαδικτυακό μέσο.

Αντίστοιχα, σκληρή είναι και η δουλειά του «γεννήθηκα για να γκρινιάζω» ή του «γκρινιάζω, βρίζω και καταγγέλλω τους πάντες και τα πάντα, άρα υπάρχω».

 

Η εργασία είναι άλλο πράγμα.

Εργασία ονομάζω τη γραφή. Εργασία ονομάζω και τη δημιουργία εικόνων. Εργασία ονομάζω και την ενασχόληση με τη χειροτεχνία και ειδικά την ξυλουργική που αγαπάω. Εργασία ονομάζω μερικές φορές και τη μαγειρική, ειδικά όταν πρόκειται να μοιραστώ το φαγητό με αγαπημένα πρόσωπα και φίλους.

Και μάλιστα εργασία με σκοπό την προσφορά χαμόγελου, στοχασμού ή και στιγμών χαράς σε μερικούς ανθρώπους που εκτιμάς και σε εκτιμούν.

Είναι μια διαρκής και αυτοβελτιούμενη διαδικασία εσωτερικής μετάλλαξης με στόχο την μεταποίηση της πρώτης ύλης του εαυτού και των ουσιών και καταλυτών του κόσμου σε έναν σχετικά ισορροπημένο εαυτό μέσα στον κόσμο• σε έναν κόσμο που δεν είναι ούτε πολύ κακός, ούτε πολύ καλός αλλά απλά είναι και είμαι κι εγώ μέσα του.

Με έπαθλο ένα χαμόγελο που κοιτάζει κατά μέσα μου.

Σπάνιο και ακριβό, αν καταφέρω έστω και κατ’ ελάχιστον να προσεγγίσω αυτό το κάτι που με βασανίζει και με παιδεύει.

Αυτό το κάτι που δεν είναι ούτε για χόρταση ούτε και για να κοκορεύομαι, καθώς αν το κάνω για να δειχτεί δεν θα είναι καλό και αν είναι καλό δεν θα χρειάζεται (αλλά ούτε και θα μπορώ) να το δείχνω.

Γιατί αυτό το κάτι που αναζητάει η χαρωπή και ανταποδοτική εργασία ―όπως εγώ την εννοώ― είναι σαν τη δικαιοσύνη, την καλοσύνη, την αγάπη και την ομορφιά: αν φωνάζουν «εδώ είμαστε», γίνονται χυδαίες και απωθητικές. Αν όμως λείπουν, σου λείπουν πολύ.

 


04 Αυγούστου 2016

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The articleexpresses the views of the author

iPorta.gr