Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Κανείς δεν είναι άγιος, μηδέ αναμάρτητος, αλλά είναι καλό να γνωρίζουμε τα «στραβά» μας, ώστε να μην τα επαναλαμβάνουμε.
Με τον παραπάνω όρο, λοιπόν, καταγράφηκε η δίκη ενώπιον εκτάκτου στρατοδικείου, στο οποίο παραπέμφθηκαν από την Επαναστατική
Επιτροπή που είχε αναλάβει την εξουσία με την επανάσταση του 1922, για να τιμωρηθούν ως υπεύθυνοι των καταστροφών της
Μικρασιατικής Εκστρατείας οι παρακάτω:
-Γεώργιος Χατζηανέστης- διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας
-Δημήτριος Γούναρης- πρώην πρωθυπουργός
-Μιχαήλ Γούδας- υποναύαρχος και πρώην υπουργός
-Ξενοφών Στρατηγός- υποστράτηγος και πρώην υπουργός
-Νικόλαος Στράτος- πρώην πρωθυπουργός
-Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης- πρώην πρωθυπουργός
-Νικόλαος Θεοτόκης- υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση Γούναρη και
-Νικόλαος Μπαλτατζής- υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη.
Οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, αλλά επειδή εκτελέστηκαν έξι από αυτούς, η δίκη έμεινε γνωστή ως «δίκη των εξ». Οι εκτελέσεις έγιναν
στην περιοχή Γουδή και αποτέλεσε την κορύφωση, αλλά και τον επίλογο, του Εθνικού Διχασμού.
Το κατηγορητήριο, σημειώνει ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς- ήταν ένα επαναστατικό έγγραφο που συνέταξε-κατά την επικρατούσα άποψη- ο
Γεώργιος Παπανδρέου, πολιτικός σύμβουλος της Επανάστασης και ανερχόμενο-τότε- αστέρι των Βενιζελικών.
Οι κατηγορούμενοι έκαναν ένσταση ζητώντας να δικαστούν από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής, αλλά δεν έγινε δεκτή. Ο λόγος που δεν
έγινε δεκτή αναφέρεται σε ειδικό κεφάλαιο του κατηγορητηρίου και λέει τα εξής:
«Αλλ’ όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ’αυτού και των συνεργατών του
δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την
αποδώση!»
Οι κατηγορούμενοι συνελλήφθηκαν την 14η Σεπτεμβρίου 1922- όταν η Επανάσταση είχε επιβληθεί- με την κατηγορία της εσχάτης
προδοσίας και με πρόθεση να οδηγηθούν την επομένη στο θωρηκτό «Λήμνος», να δικαστούν με συνοπτικές διαδικασίες και να
τουφεκιστούν πάνω στο κατάστρωμα (θέση της επικρατούσας σκληροπυρηνικής ομάδας Παπαναστασίου-Πάγκαλου-Οθωναίου.
Η μετριοπαθής ομάδα μαζί με τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ζήτησαν, όμως, να γίνει η δίκη από νόμιμο δικαστήριο.
Στις 9 Οκτωβρίου εκατό χιλιάδες Αθηναίοι διαδήλωσαν στην πλατεία Συντάγματος απαιτώντας την άμεση εκτέλεση των κατηγορούμενων,
αφού η Επαναστατική κυβέρνηση είχε «περάσει» στο λαό τη λογική ότι «Η Ελλάδα δεν ηττήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ ταυτόχρονα στερήθηκαν την πρόσβαση σε έγγραφα
απαραίτητα για την υπεράσπισή τους.
Όταν ο Δημήτριος Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα στο κατηγορητήριο και αυτό με
ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθεια για να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικά ισχυρούς». Η
απολογία του έγινε έγγραφη(δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου) και αποτελείται από 67 σελίδες. Διάλεξε αυτόν τον τρόπο και «για να μείνει
η δική μου θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές», όπως είπε στον Βοζίκη, βέβαιος για τον θάνατό του, αλλά και γιατί υπέφερε
από τύφο, αναγκαζόμενος να μη μπορεί να παρουσιάζεται πάντοτε.
Παρά τις πιέσεις-εσωτερικές και εξωτερικές- να μη τουφεκισθούν, παρά την παραίτηση της κυβλερνησης Κροκιδά, ο στρατηγός Αλέξανδρος
Οθωναίος, Πρόεδρος του στρατοδικείου, διάβασε την τελική ετυμηγορία στις 07:15 της 15ης Νοεμβρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν
Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον,Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην
εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν καιΞενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την
στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα,
υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δ.
Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα
δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922.»
ο Πρόεδρος – ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος – Ιωάννης Πεπόνης
Οι κατηγορούμενοι έμαθαν την απόφαση στις 9 και τους δόθηκαν δύο ώρες να αποχαιρετίσουν τους ανθρώπους τους. Στις 10:30 τους
οδήγησαν στο Γουδή και κατώτεροι αξιωματικοί καθαίρεσαν τον Χατζηανέστη, ο οποίος φώναξε : «η μόνη μου ντροπή είναι το ότι υπήρξα
αρχιστράτηγος φυγάδων».Κανείς δεν δέχθηκε να του κλείσουν τα μάτια. Έπεσαν κάτω από τις ριπές των όπλων στις 11:27 και τα πτώματά
τους μεταφέρθηκαν με δρακόντεια μέτρα στο Α΄ Νεκροταφείο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη τον Ιανουάριο 1929, αναφέρει:
«Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών Αρχηγών της Δημοκρατικής
παρατάξεως θεωρεί, ότι οι ηγέτες της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει
οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Αντιθέτως, πιστεύω ακραδέντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς, αν η πολιτική των οδήγει
την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον και ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία, να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών υπέρ των οποίων ήταν
έτοιμος να προσέλθει εις μνημόσυνον, όπως δεηθεί μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων και ακόμη ότι από τους
ανθρώπους εκείνους, επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσή της αποφάσεως του Στρατοδικείου, ο αδικότερον τυφεκισθείς είναι ο Πέτρος
Πρωτοπαπαδάκης».
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, μετά την πτώση του και ενώ βρισκόταν στις φυλακές Αβέρωφ, έκανε την παρακάτω δήλωση- από τύψεις, άραγε;-:
«Σήμερον, εξετάζων τις (κάποιος) άνευ προκαταλήψεως τα γεγονότα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί ότι οι άνδρες εκείνοι έπεσαν μοιραία
θύματα μιας θυέλλης, εξ εκείνων, αίτινες παράγονται κατ’ απαράβατον νόμον από τας εθνικάς συμφοράς, ως η του 1922. Αν καλώς ή
κακώς εγένοντο αι εκτελέσεις εκείναι, δεν είναι βεβαίως δυνατόν να υπάρχει σήμερον ουδείς και μεταξύ ακόμη των Στρατοδικών, όστις να
μη θλίβεται δια τον άδικον θάνατον των έξι εντίμων εκείνων πολιτικών ανδρών».
Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της
απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων. Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (3 προς 2) δέχθηκε τους
ισχυρισμούς του και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση.
Τον Δεκέμβριο 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των
θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή.
Τον Οκτώβριο 2010 το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αθώους τους καταδικασθέντες, κάνοντας δεκτή την αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη
και απομάκρυνε τις πλάκες της προδοσίας που είχαν σκεπάσει τους τάφους των έξι φονευθέντων.
* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr