iporta.gr

Η αταξινόμητη, της Μαρίνας-Μαρίας Βασιλείου

 

Μαρίνα -Μαρία Βασιλείου

Μελαγχολούσε μόνη. Έπινε και έγραφε όπως έκανε συνήθως, και εκείνος παραδίπλα την χάζευε και γελούσε με τις αντιδράσεις της. Η νύχτα ήταν δικιά του και δικιά της. Στα χαρτιά της γνώριζε τους δαίμονες της και εκείνος με ένα νεύμα του φανέρωνε τις πραγματικές αλήθειες.

«Μικρή, δεν είναι έτσι».

Αταξινόμητη και αδέσποτη, χωρίς μια αγκαλιά να χωθεί, σαν να έμεινε στο τρένο μια στάση πέρα από τον προορισμό της. Και ο προορισμός της εκείνος. Με τα πιο ζεστά μάτια. Όλο το πρόσωπο κοφτές γραμμές και ένα στοργικό χαμόγελο αγάπης. Και χάος παντού γύρω της και μέσα της. Και εκείνος πάντα φρόντιζε να το φωτίζει, να διώχνει τους δαίμονες. Δεν άφηνε το σκοτάδι να νικήσει ακόμη και αν εκείνος ήξερε να προχωρά μόνο σε ένα χρώμα.

Κάθε γραμμή και ένας φόβος. Και κάθε φόβος γυρνούσε πίσω σε εκείνη με διπλή ορμή και την χτυπούσε χωρίς έλεος. Ένοιωθε μακρινή. Ίσως αποκτούσε και μια κρούστα ασάφειας που και που. Πάντα έτσι. Τα έπνιγε όλα μέσα της και κόντευε να πνιγεί η ίδια. Άλλα τον αγαπούσε τον βυθό της. Αγαπούσε να βλέπει εκείνον να επιπλέει. Και ας ξεμάκραινε το φως.

Δεν είχε άλλα δάκρυα. Μισούσε ακόμη και το γράψιμο που την εκτόνωνε. Μισούσε το χρέος απέναντί του να προσέχει τον εαυτό της. Δεν είχε τέλος η παρτίδα της και γυρνούσε γυμνή από όνειρα. Ήξερε όμως ότι εκεί παραδίπλα, ακόμη και αν ήταν εξουθενωμένη από τους άδικους φόβους της, ήταν εκείνος με το ίδιο ζεστό χαμόγελο που είχε πάντα. Θα της σκούπιζε τα μάτια και μόνο τότε θα έβρισκε την αγκαλιά για να κουμπώσει πάνω της. Δυο χέρια γεμάτα τρυφερότητα θα την τραβούσαν πάλι για να βρει τον δρόμο της.

 

«Ηρέμησε τώρα» της ψιθύρισε και αποκοιμήθηκε. Και έμεινε δίπλα της εκεί, με κλειστά φώτα, γερτούς ώμους και κουρασμένα βλέφαρα, να την προσέχει.

 

Egon Schiele