iporta.gr

Η Άννα, της Τζίνας Δαβιλά

 

Τζίνα Δαβιλά

         Pane di capo σε Ανάληψη, στάδιο Διαγόρας και Ασγούρου 

και Pane di capo delivery: 224100-3600. Πάντα κοντά σου!  

 

Την έχω συνδεδεμένη στη μνήμη μου με την Bonnie Tyler. Το “Tolal eclipse of the heart”. Σε κείνο το πάρτυ που είχε κάνει (ήμουν στα 15 κάπου τέσσερα με πέντε χρόνια μεγαλύτερη η Αννούλα), στο ισόγειο του σπιτιού της, που το νοίκιαζαν και έτυχε τότε να είναι άδειο.

Δεν θα ξεχάσω εκείνο το βράδυ δεδομένου πως δεν έκανα παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς. Ποτέ. Λέγαμε ένα γεια και αυτό ήταν όλο.

Από κείνο το πάρτυ και μετά – που με ξάφνιασε και το κάλεσμα, γιατί ήμουν η μικρότερη της παρέας- επανήλθαμε στο τυπικό γεια. Ήμουν νομίζω πάντα ευγενική με τους γείτονες, χαμογελαστή, αλλά δεν είχα πολλά-πολλά. Τα σπίτια μας ήταν πολύ κοντά με μικρές βεράντες όλα, συνήθως με μπόλικες γλάστρες και πολλές μολόχες, που ποτέ δεν συμπάθησα τα φύλλα τους, αλλά πάντα θαύμαζα το ζωντανό χρώμα των ανθών τους.

Η Άννα ήταν η μεγαλύτερη κόρη της κυρίας Χρυσούλας και του κυρίου Μιχάλη. Ήσυχοι άνθρωποι, χωρίς φωνές, χωρίς κουτσομπολιά, από αυτούς που τους εκτιμάς γιατί δεν σου δίνουν το ελάχιστο δικαίωμα για το αντίθετο. Ο Σταμάτης ήταν ο δεύτερος γιος. Θολή στο νου μου η εικόνα και των δυο. Εν αντιθέσει με μένα που ήμουν ατίθαση και αντιρρησίας – πνεύμα αντιλογίας με έλεγε ο πατέρας μου- η Άννα ήταν πιο ήσυχη. Κάποια φορά θυμάμαι που είχα σκάσει την μάνα μου, μου είπε αγανακτισμένη: «Δεν ακούς τα παιδιά δίπλα; Αυτά δεν είναι παιδιά; Αυτά γιατί δεν αντιμιλούν; Γιατί ακούνε;». Τι μου λες ρε μάνα… ήμουν εξαιρετικά αδιάφορη για το τι κάνει ο διπλανός μου. Εννοώ δεν έστησα και δεν στήνω αυτί. Ποτέ. Τώρα που το καλοσκέφτομαι τα ίδια μου έλεγε για όλα τ’άλλα παιδιά. Για τον Θοδωρή, την Ελένη, την Λούλα, τον Χρήστο… Ήθελε να έχει ένα ήσυχο και υπάκουο παιδί. Αλλά από τότε με την υπακοή και την πειθαρχεία είχα θέμα.

Η Αννούλα, λοιπόν, μεγάλωσε, νομίζω πως σπούδασε στην νοσηλευτική, κάποια στιγμή έμαθα πως ετοιμαζόταν και για γάμο. Εγώ εγκατέλειψα την παιδική μου γειτονιά στην οποία πήγαινα στην χάση και στην φέξη. Μέχρι που μια μέρα ο μπαμπάς μου μού είπε στο τηλέφωνο : «Σκοτώθηκε η Άννα». Πώς γίνεται να ξεχνάς πρόσωπα, ονόματα, τοπία όταν κάτι σε ξαφνιάζει και δεν θέλεις να το αποδεχτείς; Έτσι αντέδρασα.

«Ποια Άννα βρε μπαμπά», ρώτησα σαν να μην γνώριζα καμιά με αυτό το όνομα!

«Του Μιχάλη και της Χρυσούλα. Η γειτόνισσα».

«Πώς;»

«Με αυτοκίνητο. Στον Άγιο-Αντώνη. Στη στροφή. Έμεινε στον τόπο. Δυο χτυπήματα όλα κι’ όλα. Ένα στο μέτωπο κι ένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.»

«Πώς;»

«Είχε νταλκάδες η φίλη…», είπε με διάθεση βαριά και περίμενα την συνέχεια. Μια συνέχεια που μου ενίσχυσε την άποψη ότι άμα έχει έρθει η ώρα σου να φύγεις, θα φύγεις…

***

Ήταν Φεβρουάριος όταν σκοτώθηκε η Αννούλα. Τότε ζούσα στο Ναύπλιο. Όταν πήγα στο πατρικό μου ανεβαίνοντας την ξεσκέπαστη σκάλα και κρατώντας την μικρή μου από το χέρι, της είπα για πρώτη φορά να μην φωνάξει την γιαγιά και τον παππού. Οι σκάλες των σπιτιών μας ήταν υπαίθριες και βλεπόμασταν, όταν τις ανεβοκατεβαίναμε. Από το σπίτι της Άννας δεν ακουγόταν τίποτα. Σιγή. Απόλυτη. Άλλοτε άκουγες χαμηλόφωνες ομιλίες. Τώρα τίποτα. Θυμάμαι έναν κόμπο που μου έκανε το στομάχι σμπαράλια. Ένοιωθα ενοχές που ζούσα δίπλα στους ανθρώπους που είχαν τέτοιο πένθος και εμείς ήμασταν οι τυχεροί. Λες και ήμασταν υπαίτιοι, λες και ήμασταν οι μόνοι στην γειτονιά που δεν πενθούσαμε κάποιον. Κι όμως ένοιωσα σαν να έπρεπε να λογοδοτήσω. Σαν να έπρεπε να πληρώσω ένα γραμμάτιο. Και ένας φόβος μου διαπέρασε την ψυχή.

Τρεις μήνες μετά πέθανε ο μπαμπάς μου. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου έβλεπα στο θάνατό του την λύτρωση μας. Στο μυαλό μου είχε ξεπληρωθεί το γραμμάτιο της ενοχής μου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ένοιωσα έτσι , ποτέ δεν έδωσα απάντηση. Ο μπαμπάς πέθανε Κυριακή 21 Μαΐου. Την Πέμπτη το βράδυ, ο κύριος Μιχάλης, ο μπαμπάς της Άννας, ήρθε στο σπίτι για να μας συλλυπηθεί. Κουρασμένος, αδυνατισμένος πολύ, σαν να είχε μικρύνει ακόμα περισσότερο, με κείνο το χαρακτηριστικό μουστάκι απεριποίητο πια , γένια τεσσάρων –πέντε ημερών και μαλλιά κι αυτά ξεχασμένα από κούρεμα.

Με στοίχειωσαν τα μάτια του. Είχαν μια θλίψη πιο βαριά και από την θλίψη που είχαν τα μάτια του μπαμπά μου.

«Τι πάθαμε. Ποιος το περίμενε σε τρεις μήνες δυο νέοι άνθρωποι; Το κοριτσάκι μου ξύπνησε για να σκοτωθεί. Κοιμόταν. Στις 12:30 τη νύχτα της τηλεφώνησε η φίλη της. Είχε λέει μεγάλη στενοχώρια και ήθελε να πάνε μια βόλτα να ξεσκάσει. Θα περνούσε να την πάρει με το αυτοκίνητο από το σπίτι. Σηκώθηκε, ντύθηκε και μου είπε: «Μπαμπά, ποιο από τα δύο να φορέσω; Μπότα ή γόβα;» . Την είπα ότι η μπότα ήταν καλύτερη. Και μετά….»

Τα έλεγε και όλο βούρκωναν τα μάτια του, όλο τα σκούπιζε αδέξια και συνέχιζε.

Είδα τον άνθρωπο να κλαίει για το παιδί του. Η θλίψη η δική μου ήταν μεγάλη, αλλά σε ζύγι ήταν ελαφρότερη από την δική του. Θυμάμαι πως βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα τον σκοτεινό ουρανό, αναζήτησα την μορφή του μπαμπά μου και του είπα: «Α, ρε μπαμπά… πώς κατάφερες πάλι να βγάλεις το φίδι από την τρύπα; Αν μ’ακούς κάνε κάτι για αυτόν τον άνθρωπο. Εσύ όλα τα μπορείς».

Μαλάκωσε η ψυχή μου. Δεν ήξερα τι έπρεπε να προσφέρω στον μπαμπά μου για να τον ευχαριστήσω για την αόρατη προστασία του, που με κάποιο τρόπο την άφηνε να ρέει. Ένοιωσα πως είχα έναν άγγελο στον ουρανό. Και ενηλικιώθηκα για πρώτη φορά.

Ήμουν 26.

 Mediterranean Hotel και Rodos Palace πολυτέλεια για όλους