iporta.gr

Η άγνωστή μας Καλαμάτα, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

Επόμενος σταθμός στο οδοιπορικό μας, με τον Ουίλλιαμ Λήκ να μας οδηγεί, είναι η πόλη της Καλαμάτας, στην οποία φτάνει στις 17 Απριλίου 1805.
«Το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση καθώς μπαίνεις στην πόλη είναι το ερειπωμένο αρχοντικό του Μπενάκη, που το είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, όπως εκαναν και στο αρχοντικό του Κρεβατά στο Μυστρά στα 1770», σημειώνει.

Ο Παναγιώτης Μπενάκης φημιζόταν για τα πλούτη και την επιρροή του στους Μανιάτες. Επειδή είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και των Τούρκων, απόκτησε το δικαίωμα να κατοικεί σε οχυρωμένο πύργο. Ο γιός του ήταν πρόξενος της Ρωσίας στην Κέρκυρα, απολαμβάνοντας συγχρόνως και τα έσοδα της μεγάλης πατρικής περιουσίας στην Καλαμάτα.

 

Τον Λήκ, τον φιλοξένησε ο αδελφός του κοτσάμπαση της περιοχής, ο Ηλίας Τζάνες. Κόντευε το Πάσχα και τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ, ένας νεαρός διάκος χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών, φωνάζοντας: «Χριστιανοί, ελάτε στην εκκλησία!» επειδή δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν τις καμπάνες.

Ένα βράδυ, ο Λήκ είδε μια γιαγιά να ψάχνει το μουλάρι της μέσα σε έναν ελαιώνα. «Κάθε δυο βήματα σταυροκοπιόταν κι έκανε βαθειές μετάνοιες με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζε τη θεία επικουρία για να βρει το ζωντανό της».

Η τελετή του Επιταφίου, την οποία παρακολούθησε ο Λήκ, έγινε δύο ώρες πριν ξημερώσει. Οι κάτοικοι βγήκαν από τα σπίτια τους κι έτρεξαν να ανάψουν το κερί τους από τη λαμπάδα του παπά. Ύστερα άρχισε η λιτανεία στους δρόμους, που την ακολουθούσαν κυρίως γυναίκες. Η Καλαμάτα ήταν η μοναδική πόλη με τουρκικό πληθυσμό, όπου μπορούσαν οι Έλληνες να πραγματοποιήσουν αυτή την τελετή.

Από τις 400 οικογένειες που κατοικούσαν στην Καλαμάτα, μόνο έξι ήταν οθωμανικές. Ένας Αλβανός μπουλούκμπασης προστάτευε την πόλη με 40 άντρες.

 

Από το λιμάνι της Καλαμάτας γίνονταν οι εξαγωγές προϊόντων των περιοχών Ανδρούσας, Λιονταριού, ακόμη και του Μυστρά, όποτε, φυσικά, υπήρχε οδική ασφάλεια. Η πόλη ήταν επίσης εμπορικό κέντρο εσωτερικών ανταλλαγών για ολόκληρη την Πελοπόννησο. Κάθε Κυριακή γινόταν παζάρι. Αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, τυρί, βούτυρο, δέρματα κλπ) μεταφέρονταν από την Τρίπολη, την Καρύταινα, το Μυστρά, το Λιοντάρι, την Αρκαδιά, την Ανδρούσα. Τέλος, είχε αναπτυχθεί η τοπική βιοτεχνία, κυρίως η μεταξουργία και η βυρσοδεψία. Φημισμένα σ’ ολόκληρη την Ανατολή ήταν τα καλαματιανά μεταξωτά μαντήλια και οι κουνουπιέρες. Κάπου 1.500 οκάδες ακατέργαστο μετάξι χρησιμοποιούνταν κάθε χρόνο για τα δύο αυτά προϊόντα. Η αξία της πρώτης ύλης, ύστερα από την επεξεργασία αυξανόταν στο 60πλάσιο.

Η επεξεργασία των δερμάτων γινόταν με βελανίδια και σκινόφυλλα, ενώ η μέθοδος χρωματισμού ( μαύρα, κόκκινα, κίτρινα) ήταν μυστική.

 

Πριν την Γαλλική Επανάσταση έφταναν στην Καλαμάτα πολλά γαλλικά καράβια που φόρτωναν δημητριακά, μαροκίνια, μετάξι και βαμβάκι για την Μασσαλία.

Την περίοδο του ταξιδιού του Λήκ εκτελούσαν τις μεταφορές σκλαβούνικα, αλβανικά και επτανησιακά καράβια. Το λιμάνι ήταν ανοιχτό μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.

Όλα τα σπίτια στην Καλαμάτα είχαν μια κάμαρα για τα κουκούλια. Ο σπόρος πουλιόταν δύο εως πέντε πιάστρα τα οκτώ δράμια. Τόσο η ανάπτυξη του μεταξοσκώληκα, όσο και η ποσότητα των φύλλων που καταναλώνει, η συχνότητα της αλλαγής των φύλλων, όλα αυτά εξαρτώνται από τον καιρό. Όταν είναι ζεστός μεγαλώνει πιο γρήγορα. Είναι τόσο ευαίσθητος που ένας κρότος μιας πιστολιάς ή ένας κεραυνός μπορεί να τον σκοτώσει.

Η ορθότητα των σχολίων του Λήκ επιβεβαιώνεται στον δεύτερο τόμο του Κερδώου Ερμή του 1816, όπου διαβάζουμε για τον μεταξοσκώληκα: «Δεν υποφέρει υγρότητα ή ταραχήν και πάσχει πολλά από τας βροντάς, ώστε και πολλοί αποθνήσκουν. Η υγρά αναπνοή των τρεφόντων αυτόν πολλάκις τον κάμνει να αρρωστήση και δια τούτο έχει χρείαν από μεγάλην προσοχήν».

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου