iporta.gr

Γίνεται;, του Αλέξανδρου Μπέμπη

 

Αλέξανδρος Μπέμπης  

 

Ο παππούς γεννήθηκε το 1888 στην Καλλίπολη των Δαρδανελίων.

Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη μηχανικός και το 1910 επέστρεψε στην πατρίδα του για να προσφέρει.

Πριν την απόβαση-τραγωδία το 1915 των αγγλο-γάλλων στα Δαρδανέλια, οι Τούρκοι κήρυξαν γενική επιστράτευση στην περιοχή.

Ο παππούς δεν παρουσιάστηκε και έφυγε στην Πόλη για να εξαφανιστεί. Ήταν καταζητούμενος σαν ανυπότακτος.

Τον εντόπισε η τουρκική στρατονομία και κυνηγημένος έφτασε στο λιμάνι. Μπροστά ο παππούς, πίσω οι αστυνόμοι.

 

Ήξερε καλά τους δρόμους…

Λίγο πριν τον φτάσουν σαλτάρισε σε πλοίο που μόλις είχε λύσει τους κάβους και σαλπάριζε.

Τη μέρα που ήταν αγκυροβολημένος στον Βόσπορο σκορπώντας πανεθνική συγκίνηση, ο ΑΒΕΡΩΦ…

Όταν τον γνώρισα κόντευε πλέον τα εβδομήντα.

Παιδάκι, ρουφούσα κάθε του λέξη, με εκείνη την ανεξήγητη μαγεία που ασκούν οι παππούδες στα εγγόνια.

Κάθε του λέξη, κάθε του κουβέντα, καρφωνόταν στο μυαλό μου και στριφογύριζε.

 

Μια ολόκληρη ζωή γεμάτη περιπέτεια, διωγμούς, ανατροπές. Και τι δεν είχαν δει τα μάτια του.

Πόσες φορές αναγκάστηκε πιεστικά να αποφασίσει καθοριστικά για την επόμενη μέρα του, για την επόμενη στιγμή της ζωής του, μέχρι να φτάσει νικητής, γαλήνιος πια να παίζει στα πόδια του εγγόνι…

 

…τι έζησαν οι άνθρωποι της γενιάς του…και να του αφηγείται ιστορίες. Ζώσα ιστορία, όχι παραμύθια.

 

…το σωτήριο πλοίο τον αποβίβασε στην Καβάλα. Πέρασε για λίγο από τη Δράμα για να δει τον αδελφό του που είχε εγκατασταθεί εκεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης…

…και ήρθε στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας δουλειά. Γνωρίστηκε με τον αδελφό της γιαγιάς μου, ένα απόγευμα την είδε στο σπίτι, έπαθε κεραυνοβόλα, και την ζήτησε.

Και του την ”έδωσαν”…

…παντρεμένος πλέον και με τη μάνα μου βρέφος, μετακόμισαν στη Δράμα όπου εργάστηκε στην εταιρεία που κατασκεύαζε την συνοικία των προσφυγικών.

Συναντήθηκε και με τα υπόλοιπα αδέλφια του που είχε να τα δει χρόνια…ζωή χαρισάμενη όλοι μαζί, ώσπου…

…είδε ένα πρωί το όνομά του γραμμένο δίπλα σε εκατοντάδων ακόμη ανδρών, που οι Βούλγαροι κατακτητές-ύαινες των Γερμανών-τους καλούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη σε 24 ώρες.

Προγραφές. Το είχε υποψιαστεί και με τη γιαγιά και τη μάνα μου έφηβη πια, πέρασαν τον Στρυμόνα πάνω σε σχεδία και επέστρεψαν στη γερμανοκρατούμενη

Θεσσαλονίκη με τα πόδια, όπου έμελλε πλέον να εγκατασταθούν μόνιμα.

(Ο αδελφός του δεν άκουσε τη συμβουλή. Την επόμενη μέρα οι Βούλγαροι συνέλαβαν όσους δεν έφυγαν, τους οδήγησαν σε μια χαράδρα στο Φαλακρό όρος

και με τις ξιφολόγχες τους έβγαλαν τα μάτια, ισοφαρίζοντας το σκορ παλιάς βυζαντινής φρίκης. Δεν βρέθηκε ποτέ κανείς).

Αγώνας για επιβίωση μέσα στην κατοχή, αλλά και λαχτάρα ελευθερίας. Είχε κρυμμένο ραδιόφωνο στο υπόγειο και άκουγε BBC…και επάνω η γιαγιά σταυροκοπιόταν για να ”μη τους βρει άλλο κακό”.

Ένα βράδυ σφιχταγκάλιασε την κόρη της, όταν ένας φακός φώτισε τα παντζούρια. Ευτυχώς ήταν τυχαίο…και συνεχίστηκε το επόμενο πρωί απρόσκοπτα η ενημέρωση

των φίλων στο καφενείο και στις ουρές των συσσιτίων, από τον παππού. Δεν σκιαζόταν από τίποτε αυτός ο άνθρωπος…

…Δεκεμβριανά, εμφύλιος και το 1948,βλέπει τον αρραβωνιαστικό της κόρης του να παίρνει τον δρόμο για το Μακρονήσι…Υπέγραψε και…

…να ‘μαι τώρα εγώ τέλη του ’50 στα γόνατά του να του ζητώ επίμονα να πει και να ξαναπεί…”πες μου κι’ άλλες ιστορίες παππού”.

Κουνούσε το κεφάλι, χάιδευε το δικό μου και…”τρία πράγματα να θυμάσαι”…

 

…”μην απλώνεις ποτέ τα πόδια πιο μακριά απ’ το πάπλωμα”…

…”τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους πισινούς”…

…”αν βάλεις μάγειρα τον κώλο σου, θα φας σκατά”…

 

”Τι είναι αυτά παππού, ιστορίες θέλω να μου λες”.

 

Χρόνια αργότερα, νεαρός φοιτητής με μούσια, μακρυά μαλλιά και ατέλειωτες αντιπαραθέσεις σε αμφιθέατρα, αναρωτιόμουν και αναζητούσα να συνδέσω τα ”τρία πράγματα”.

Θεωρούσα απίθανο να είχε διδαχθεί ο παππούς στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, Κάρολο Μαρξ και Σίγκμουντ Φρόυντ και είναι βέβαιο ότι δεν είχε προλάβει να διαβάσει Κώστα Καββαθά…

…ο παππούς εγκατέλειψε τα ταραγμένα του εγκόσμια το 1970, βιώνοντας την τελευταία δοκιμασία. Αυτή της χούντας.

 

Το πρώτο ”πράγμα” το ανακάλυψα στον Μαρξ.

Βλέποντας να παρουσιάζεται σαν φιλάρεσκη ουτοπία ο ”υπαρκτός σοσιαλισμός”. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι υπαρκτός, διότι ο σοσιαλισμός είναι ο στόχος.

Δεν μπορείς να λες ότι βρίσκεσαι στον στόχο πριν τον φτάσεις. Δεν γίνεται να διαστέλλεις μια πραγματικότητα εκβιάζοντας τα όριά της.

Το δεύτερο ”πράγμα” το ανίχνευσα στον Φρόυντ.

Παρατηρώντας απορημένος αν γίνεται να έχουν αυξημένη λίμπιντο, αυτοί που δεν ήξεραν να χορεύουν ζεϊμπέκικο στα πολιτιστικά κέντρα του Ευάγγελου Γιαννόπουλου.

Με το ζεϊμπέκικο καταθέτεις μέζεα και ψυχή. Όταν το ξεφτιλίζεις με τέτοιο τρόπο, είσαι ανέραστος. Δεν γίνεται να είσαι θέση εραστής όταν είσαι φύση μαλάκας.

Το τρίτο ”πράγμα” το εμπέδωσα διαβάζοντας Καββαθά.

Ο δάσκαλος σε μαθαίνει, ο μάστορας σε διδάσκει και η κάθε δουλειά θέλει τον αφοσιωμένο μάστορα της. Δεν γίνεται να κάνεις άλλο από αυτό που είσαι.

Ούτε να αναθέτεις το τόσο σε κάποιους που δεν μπορούν να κάνουν το όσο. Ούτε να αφήνεις σε άλλους αυτό που μπορείς να κάνεις μόνος. Υπογράφεις την αποτυχία.

 

Ο σύνδεσμος των ”τριών πραγμάτων” είναι ότι δεν γίνεται να προσδοκάς άλλο από αυτό που δικαιούσαι βάσει της προσπάθειας και των επιλογών σου.

 

Μετά από 41 χρόνια που αυτός ο λαός δεν έζησε σύμφωνα με το πάπλωμα, που ανέδειξε αδέξιους πισινούς μη εραστές, που κυβερνήθηκε από ανίκανους και έφτασε σ’ αυτή τη κατάντια και που δεν γνώρισε καταστροφές και διώξεις, βυθισμένος στην μακαριότητα με δανεική καλοπέραση, τώρα που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια ανατροπή, κακομαθημένος, άψυχος και λιπόψυχος, γίνεται να την αντιμετωπίσει; Γίνεται να τη διαχειριστεί; Γίνεται να σχεδιάσει και να μαστορέψει το αύριο;

Γίνεται να έχει μέλλον αν δεν βιώσει την καταστροφή; Γίνεται να την αποφύγει μόνο με μια ξενόφερτη απατηλή σωτηρία;