iporta.gr

Γιατί με έλεγε Αρούρη;, του Κωστή Α. Μακρή

Οι κατοικίες μας είχαν καταστραφεί από εκείνα τα τέρατα που σκάβανε. Γιατί σκάβανε; Πού να ξέρουμε. Οι άνθρωποι δεν μας ρωτάνε όταν σκάβουν. Και εμείς είχαμε βγει στους γύρω δρόμους ψάχνοντας για φαΐ και κάποιο μέρος να μείνουμε.
Ανεβήκαμε ―το θυμόσαστε;― όλη η οικογένεια, σ’ εκείνο το ψηλό το δέντρο. Από εκεί μπορούσαμε να μπούμε στο σπίτι απ’ όπου ερχόντουσαν εκείνες οι μυρωδιές. Μα κάτι μυρωδιές, ε; Μας είχανε σπάσει τη μύτη.

«Θα πάω εγώ» είπε ο μπαμπάς σας. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου» του είπα. Περάσαμε από ένα κλαδί που έφτανε μέχρι το σπίτι και περάσαμε σε έναν χώρο που είχε κάγκελα. Από εκεί πλησιάσαμε κάτι σακούλες που είχανε μέσα μυρωδάτα και νόστιμα πράγματα. Φάγαμε λίγα και σας φέραμε και κάμποσα να φάτε κι εσείς, το θυμόσαστε;

Ίσα ίσα που προλάβαμε να φύγουμε γιατί βγήκε ένας άνθρωπος μ’ ένα δυνατό φως και μας φώτισε έτσι όπως ήμασταν ακόμα πάνω στο δέντρο.

«Ποντίκια! Ολόκληρη οικογένεια!» φώναξε.

Εμείς όμως φύγαμε αμέσως.

Το άλλο βράδυ ξαναπήγα μόνη μου. Μια δυνατή και νόστιμη μυρωδιά ερχότανε από δυο μεριές. Πλησίασα στο πιο κοντινό σημείο απ’ όπου ερχόταν η μυρωδιά και είδα κάτι σαν μικρό κουτί με τρυπητά τοιχώματα και με μια πορτίτσα ανοιχτή προς τα πάνω. Και εκεί μέσα κρεμόταν από ένα σύρμα η πηγή της λαχταριστής μυρωδιάς. «Τυρί!» σκέφτηκα και τρέξανε τα σάλια μου. Πέρασα το άνοιγμα και πλησίασα το τυρί.

Και τότε, άκουσα τον κρότο. Ένιωσα έναν τρομερό πόνο στην άκρη της ουράς μου. Το πορτάκι είχε κλείσει και μου είχε μαγκώσει την ουρά. Τσίριζα, χτυπιόμουνα αλλά η ουρά μου δεν ξεμαγκωνόταν. Το τυρί δεν είχα προλάβει να το δαγκώσω, αλλά πού σκέψη εκείνη την ώρα για φαγητό. Είχα τελείως τρομοκρατηθεί. Ήμουνα φυλακισμένη και δεν ήξερα ούτε το πώς ούτε το γιατί. Ούτε και ποιος με είχε φυλακίσει. Ο φόβος με είχε διαλύσει.

Τότε βγήκε ένας άνθρωπος και φώναξε: «Το πιάσαμε! Καλά το άκουσα το γκαπ».

Ήρθε κι άλλος ένας άνθρωπος και είπε και κείνος: «Ας το αφήσουμε εκεί μέσα και το πρωί θα δούμε τι θα το κάνουμε».

Ο δεύτερος άνθρωπος είχε διαφορετική φωνή. Πιο ψιλή. Ο πρώτος άνθρωπος έσκυψε προς το μέρος μου και με κοίταξε.

«Του έχει μαγκώσει την ουρά» είπε και μισάνοιξε το πορτάκι. Νόμισα ότι θα με αφήσει να φύγω αλλά το άνοιξε τόσο μόνο, όσο να μπορέσω να μαζέψω και να ελευθερώσω την ουρά μου. Πόναγα όμως πολύ. Μετά φύγανε και σβήσανε τα φώτα. Εγώ έμεινα εκεί με τον τρόμο μου να είναι πιο μαύρος κι από το σκοτάδι. Ήρθατε τότε κι εσείς στο ψηλό δέντρο να με δείτε. Μπορεί να ακούσατε και τις τσιρίδες μου. Ο πατέρας σας δεν ήξερε τι να κάνει. «Φύγετε» σας φώναξα. Και φύγατε. Τι να κάνατε άλλωστε…

Την άλλη μέρα, ο άνθρωπος που είχε μισανοίξει το πορτάκι ήρθε από πάνω μου. Εγώ τσίριζα συνέχεια, από φόβο κι από θυμό.

«Αρούρη είσαι;» ρώτησε. Λες και μπορούσα να του απαντήσω. «Και εγώ νόμιζα ότι είσαι Αρούρος», ξαναείπε.

«Τι να το κάνουμε; Να το πνίξουμε στον κουβά; Έτσι έκανε η γιαγιά μου…» είπε η άλλη φωνή που βγήκε αμέσως μετά έξω και με κοίταζαν και οι δύο.

Εγώ έτρεμα και στριφογύριζα και χτυπιόμουνα πέρα δώθε στο τρυπητό κουτί. «Δεν θα ξαναδώ την οικογένειά μου» έλεγα μέσα μου.

«Δεν μπορώ…» είπε ο πρώτος.

«Και τι θα το κάνουμε; Να το κρατήσουμε για κατοικίδιο; Να έρθει και η υπόλοιπη οικογένεια;» ρώτησε η άλλη φωνή.

«Θα το πάρω, φεύγοντας… Μαζί με τη φάκα. Θα το αφήσω σε κανένα χωράφι, μακριά από εδώ».

«Ναι… Να πάει βίζιτα σε άλλο σπίτι! Να τους κάνει ποδαρικό… Να σε δει και κανένας…»

«Ε, και τι να κάνω; Αφού δεν μπορώ να το σκοτώσω, σου λέω! Δεν το βλέπεις πώς τρέμει;»

Η αλήθεια είναι ότι και έτρεμα και τσίριζα. Δεν ξέρω τι είναι ο θάνατος αλλά ο φόβος ξέρω τι είναι. Τα λόγια του με ανακούφισαν λίγο αλλά δεν ήμουνα έτοιμη να τον πιστέψω. Και η άλλη φωνή τον πίεζε να με σκοτώσει, όπως έκανε εκείνη η φριχτή γιαγιά, γιατί έλεγε ότι θα πλακώσουνε μετά ένα σωρό σαν κι εμένα στο σπίτι τους. Εγώ όμως σκεφτόμουν ότι σιγά μην ξαναπήγαινα εκεί. Κι όχι μόνο αυτό αλλά θα έλεγα και σε όλο μου το σόι να μην ξαναπλησιάσει εκεί πέρα.

Εκείνη τη στιγμή που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ένιωσα να κουνιέμαι. Ο άνθρωπος είχε πιάσει το κουτί με τις τρύπες ―τη φάκα, όπως έλεγε― και το σήκωσε ψηλά. Το έχωσε, μαζί με μένα, μέσα σε μια μαύρη σακούλα σαν και κείνη που είχε τις νοστιμιές έξω από το σπίτι και όλα σκοτείνιασαν.

Αισθάνθηκα κάτι παράξενο, σαν να πετάω, σαν να κουτρουβαλιάζομαι και να κινούμαι σε ένα σκοτάδι που μου προκαλούσε απελπισία και ίλιγγο.

Άκουγα θορύβους που δεν ήξερα τι σημαίνουν. Για λίγο έμεινα ακίνητη. Μετά ένα γκουπ. Μετά πάλι κίνηση. Μετά σαν κάτι να κλείνει, μ’ έναν κρότο σαν την πόρτα της φάκας αλλά με άλλο ήχο, πιο μαλακό. Ακίνητη ήμουνα πάλι αλλά άκουγα έναν θόρυβο, ένα μουγκρητό σαν εκείνου του θηρίου που μας γκρέμισε τις φωλιές. Κάπως πιο αδύναμο όμως.

 

 

Μετά ένιωσα πάλι να κουνιέμαι. Η σακούλα άνοιξε και ο άνθρωπος έβγαλε το κουτί, με εμένα μέσα, στο φως. Είδα χορτάρια γύρω μου και δέντρα. Το φως του ήλιου με θάμπωνε.

Μύριζα το χώμα κι ανέπνεα επιτέλους καθαρό αέρα, γιατί μέσα στη σακούλα βρομοκοπούσε. Ο άνθρωπος έσκυψε και είδα τη μούρη του να πλησιάζει τη δικιά μου. Μπορούσα να τον μυρίσω όπως μύριζα και τον φόβο μου. Μύριζε φόβο.

 

Όλα μυρίζανε φόβο, ακόμα και το χορτάρι. Άνοιξε το πορτάκι. Τελείως. Μπορούσα να βγω. Δίσταζα όμως.

«Λες να με κοπανήσει αν πάω να βγω;» αναρωτήθηκα κι ο τρόμος μου με είχε παγώσει.

«Φύγε, μωρή Αρούρη! Άντε κουνήσου. Και μην ξανάρθεις. Κακομοίρα Αρούρη…» μου είπε, χτυπώντας με ένα ξύλο τη φάκα.

Η φωνή του δεν ήταν άγρια. Ούτε δυνατή. Κάτι στη φωνή του με έκανε να πάρω την απόφαση να βγω. Κι ό,τι ήταν να γίνει…

Βγήκα τρέχοντας και χώθηκα στα χορτάρια και στους θάμνους.

Μύριζε όμορφα το χώμα και το χορτάρι καθώς απομακρυνόμουνα κι από τον άνθρωπο κι από τη φάκα.

Με τη μυρωδιά κατάφερα να σας ξανασυναντήσω. Πάλι καλά που σώθηκα.

Αλλά, ακόμα αναρωτιέμαι…

Γιατί με έλεγε Αρούρη αφού εμείς δεν έχουμε ονόματα;

 

 

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Κλεψύδρα

Κωστής Α. Μακρής