Ήμουν εγώ που σώπασα, όταν τα όνειρα έδειχναν μακρινά ταξίδια, άφησα το μυαλό μου να πλανιέται αόριστα στο χρόνο, φοβήθηκα και έπνιξα κάθε επιθυμία μου, δεν πίστευα ούτε στις εικόνες μου, λύθηκα, ξέφυγα από τα δικά μου γεννήματα.
Περίμενα να με κρίνουν και πάλι οι απέξω.
Πώς άλλαξε αυτός ο τόπος. Άλλαξε; Ή μήπως εμείς γεράσαμε και δεν μπορούμε να τρέξουμε πάνω στα νερά του, ούτε καν να ακολουθήσουμε, να πάρουμε στο κατόπι, τον πιο αργό κολυμβητή του. Μοιάζει να γλυστράμε και όλο να βουλιάζουμε, να πνιγόμαστε, καταπίνοντας την ίδια μας την αύρα.
Οι μέρες του καλοκαιριού την κάνουν, σβήνουν, όλο και πιο γρήγορα. Όσο πιο μεγάλες, τόσο πιο λίγο σκέφτεσαι και ακόμη πιο λίγο πετάς, μοιάζει να παρατάς το σύντροφο, τον πιο πιστό σου φίλο, τον εαυτό σου.
Μόνο για χαμηλά φτερουγίσματα ανοίγουν πια τα μάτια, σαν εκείνες τις βουτιές, που κάνουν τα χελιδονόψαρα. Λίγο να ξεμυτά το κεφάλι, ίσα να ανασάνουμε, έπειτα δώστου, πάλι μέσα.
Να κρατάς ανάσα και αισθήσεις σφαλιστές, σα να περιμένεις κάποιο δώρο, κάτι που φέρνουν τα τυχερά λαχεία ή μια απρόσμενη κληρονομιά από κάποιον κονομημένο, μα εντελώς ψόφιο συγγενή. Πόσο μάταιο. Τίποτε, δεν χτύπησε τη πόρτα και οι φίλοι το ίδιο περιμένουν.
Ζυγώνει πραγματικός χειμώνας.
Δεν είναι τα ρούχα, που θα σκεπάζουν τα κορμιά, ούτε και τα πλημμυρισμένα υπόγεια.
Να, εκεί που θέλεις χέρια, όχι φωνές και μοιρολόγια, ψάχνεις να δέσεις με κορμιά τη πόλη, λίγο πριν τη πάρουν, τη σηκώσουν οι δώδεκα ανέμοι, τότε μοναχά κουλοί, σακάτηδες θα ξεπετάζονται, θα βγούν μπροστά και θα σηκώσουν πατερίτσες.
Δεν είναι οι αληθινά ανάπηροι, θα έχουμε δέσει όλοι τα χέρια, θα περιμένουμε να ατροφήσουν, για να ξεφύγουμε πια από τους θεατρινισμούς και τις δικαιολογίες.
Μα λες πως δεν έχεις να τη βγάλεις, κοιτάς το παρακάτω, μετράς τα βήματα, μέχρι την άλλη στάση. ΑΝ πάλι δεν βγαίνουν τα ψιλά, γίνεσαι τζαμπατζής, χάνεσαι μέσα στις ανάγκες.
Δύσκολα που ακούγεται το “ξέμεινα κι εγώ αδέλφια”.
Ο καθένας και πάνω του λοιπόν, τραβά χαρτί και ΑΝ είναι τυχερός, έχει για μερικούς ακόμη γύρους, δυό-τρεις στροφές, να τζογάρει μέσα στο παιγνίδι.
Απομένει να ακούσουμε τη μουσική να μας καλεί, να πιάσουμε το χορό, με ή χωρίς άκρα, μήπως και σηκωθούμε, πιαστούμε όλοι παρέα. Όπως-όπως, να σταθούμε και να μυρίζουμε σα σκυλιά τα χνώτα μας, να δεχτούμε επιτέλους τα δύσοσμα κορμιά μας.