Δεν πρόλαβε να ξημερώσει η ημέρα των εκλογών και πριν καλά καλά πάρω το καθιερωμένο μου πρωινό στο γραφείο μου, μπροστά από τον υπολογιστή μου, έσκασε η είδηση σαν βόμβα, είδηση που με σόκαρε πιο πολύ από όλες τις άλλες αυτές τις ημέρες, μιας και λίγο πολύ τα αποτελέσματα των εκλογών όλοι τα «φανταζόμασταν» …
Μιλώντας στο skype με την καλή μου φιλενάδα Όλγα, περί ανέμων και υδάτων και σχέσεων, φιλοσοφώντας την ζωή, έτσι για να ξεκινήσει καλύτερα αυτό το κρύο αλλά ηλιόλουστο βιεννέζικο πρωινό, αναφωνεί από το πουθενά, ξαφνικά «ωχ, πέθανε ο Ντέμης Ρούσσος!». Ανατριχίλα με διαπέρασε. Ανακάθισα στην καρέκλα μου κοιτάζοντας την Όλγα σαστισμένη στην οθόνη…« Όχι, δεν μπορεί», της είπα… «πώς ; Έτσι ξαφνικά ;» Η Όλγα αμέσως άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο, γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν «πεθάνει» κάποιον πριν την ώρα του.
Αφού ψάχναμε για 20 λεπτά περίπου, το νέο άρχισε να κυκλοφορεί ωστόσο αριστερά δεξιά και ο κόσμος έγραφε σαν τρελός σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν «πέσαμε» πάνω στο twitter του Νίκου Αλιάγα, που έγραφε πως ο αγαπημένος του φίλος Ντέμης έφυγε από την ζωή, αρχίσαμε να πιστεύουμε πως κάτι δεν πάει καλά, στ’αλήθεια.
Η Όλγα, ως έμπειρη επί του θέματος, άρχισε να ψάχνει τις γαλλικές εφημερίδες, αφού ο Ντέμης ήταν μια τόσο ξεχωριστή προσωπικότητα για τους Γάλλους ( έχει λάβει και τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας Τιμής από την Γαλλική Δημοκρατία το 2013) και δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να μην αναφερθούν σε αυτό το τόσο θλιβερό γεγονός.
Έτσι ήταν, δυστυχώς. Όντως, ο αγαπημένος, διεθνώς αναγνωρισμένος, πασίγνωστος Έλληνας τραγουδιστής Ντέμης Ρούσσος (Αρτέμιος Βεντούρης Ρούσσος) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή Σάββατο 25 Ιανουαρίου στο νοσοκομείο Υγεία στην Αθήνα.
Στεναχωρήθηκα πολύ, πολύ περισσότερο από ότι μπορώ να περιγράψω με λόγια. Η μουσική του με ακολουθούσε πάντα, από τότε που ήμουν παιδί. Αγαπημένος των γονιών μου, της γιαγιάς και του παππού, των φίλων μας. Τραγούδια που δεν έλειπαν σαν μουσική υπόκρουση στις γιορτές, στα πάρτι και στις μαζώξεις στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου μάλιστα τον είχε σχεδόν «ζήσει» για ένα διάστημα από κοντά, αφού σαν φοιτητής «έφτιαχνε» τα μηχανήματα στα στούντιο ηχογράφησης του Βαγγέλη Παπαθανασίου, όταν είχαν το συγκρότημα Aphrodite´s child στα ένδοξα 70ς.
Με την τόσο ασυνήθιστη χρειά της φωνής του, το «προχωρημένο» ενδυματολογικό του στιλ (ποιος μπορεί να ξεχάσει τις χρωματιστές λαμπερές κελεμπίες), τις τεράστιες επιτυχίες και τις θρυλικές του (πια) συνεργασίες με τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες στον κόσμο αποτελούσε μοναδικό σταρ. Τραγούδησε σε όλες τις γλώσσες σχεδόν και αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ελληνικής κουλτούρας στο εξωτερικό…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που τον συνάντησα, εντελώς τυχαία σε ένα μίνι μάρκετ κάπου εκεί στην Βούλα, στην Αθήνα, πριν από αρκετά χρόνια. Δεν ξέρω ποιος καλός «άνεμος» με οδήγησε την συγκεκριμένη στιγμή για ψώνια σε αυτόν τον μικρό δρόμο, αλλά φαίνεται πως βρέθηκα στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή.
Θυμάμαι πως κάποιες μέρες πριν, μου είχε κάνει δώρο ο πατέρας του τότε φίλου μου δίσκους του Ντέμη Ρούσσου, τους οποίους δεν ήθελε πια, καταλαβαίνοντας πόσο αγαπούσα την μουσική του. Λες και το σύμπαν συνωμότησε για να τον βρω μπροστά μου! Μπαίνοντας λοιπόν σε αυτό το πραγματικά μικρό σούπερ μάρκετ, ανάμεσα σε μπισκότα, τσιπς και ποτά, με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί στο χέρι, βλέπω έναν ασπρομάλλη κύριο να με κοιτάζει. Σαν να μου θύμιζε κάτι η φυσιογνωμία του. Αναστατώθηκα και έτρεξα κάπου, για να μην με ακούσει κανείς, παίρνοντας στο τηλέφωνο την μητέρα μου. Αφού «κρύφτηκα» εκεί που έχουν τα ψυγεία με τα κατεψυγμένα, την ρώτησα με σιγανή φωνή «μαμά, για πες μου, ο Ντέμης Ρούσσος ζει; Αν ζει, πόσο χρονών είναι;» . Η μητέρα μου τα΄χασε και αφού της εξήγησα τι έχει γίνει, έκλεισα το τηλέφωνο και αποφάσισα πως μόνο ένα τρόπος υπήρχε να το διαπιστώσω… να τον παρακολουθήσω και να του μιλήσω.
Συνέχισα να κάνω τις βόλτες μου, ακολουθώντας τον διακριτικά, από ράφι σε ράφι, από γωνία σε γωνία, ώσπου τελικά τον πέτυχα στο ταμείο. Δεν άντεξα και κοιτώντας τον ευγενικά πάντα του απεύθυνα τον λόγο (κάτω από το σαστισμένο βλέμμα της κοπέλας στο ταμείο) «Συγνώμη, να σας ρωτήσω κάτι;».
Ευγενικός και χαμογελαστός μου απάντησε «Ναι, παρακαλώ». Εγώ πάλι, είχα σχεδόν χαζέψει, με την καρδιά μου να χτυπάει κόκκινο από την αμηχανία. Δεν βρήκα τίποτα καλύτερο να τον ρωτήσω από το «Είστε αυτός που νομίζω ότι είστε;». Ο άνθρωπος (δεν τον παρεξήγησα ποτέ γι’αυτό!) μου απάντησε, πολύ έξυπνα «εσείς είστε αυτή που νομίζετε πως είστε;» και όπως ήταν αναμενόμενο ξεσπάσαμε σε γέλια. Φυσικά και του είπα πόσο μεγάλη θαυμάστρια είμαι, παρόλο το νεαρό της ηλικίας μου και πόσο μεγάλη μου τιμή ήταν που τον γνώριζα. Χάρηκε πολύ, το είδα στο χαμόγελό του, ένας ευγενέστατος ασπρομάλλης κύριος με το μπαστουνάκι του.
Δεν μπορούσα να ηρεμήσω όλη την ημέρα, όπως καταλαβαίνετε. Το γιόρτασα κανονικά, σαν τα μικρά παιδιά όταν τους κάνουν δώρο το αγαπημένο τους παιχνίδι ή έχουν φάει τόση σοκολάτα, και είναι σε μια διαρκή υπερένταση, έτσι κι εγώ. Αξέχαστη ημέρα σημειωμένη στο ημερολόγιο της καρδιάς μου.
Σήμερα, προσγειώθηκα απότομα. Μια ακόμη υπενθύμιση, πως η ζωή είναι μικρή, πως δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει και πως δεν γίνεται διάκριση στο ποιος θα «φύγει» πρώτος. Έτσι πεζά, έτσι απλά.
Η μουσική του θα συνεχίζει να ηχεί στα αυτιά όλου του κόσμου, τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να συγκινούν και η ψυχή του θα αναπαυθεί, έτσι όπως αξίζει σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη, της παλιάς σχολής, μοναδικό, αξεπέραστο.
Καλό ταξίδι λοιπόν αγαπημένε Ντέμη Ρούσσο…. δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!
Αλεξάνδρα Καρακοπούλου-Τσίσσερ