Έχω ξαναγράψει πως ΜΟΥΣΙΚΗ είναι τέχνη ελεύθερη!
Ανυψώνει την ψυχή, χαρίζει συγκινήσεις!Κι όσο μακραίνει η σκάλα της, τόσο ουσιαστικότερη γίνεται η ελευθερία της!
Η Μουσική δεν οριοθετείται, δε δέχεται φραγμούς, στεγανά, ούτε ταμπέλες δέχεται!
Έτσι, παρ’ότι καθηγήτρια Μουσικής (που πολλοί μπορεί να σκεφτούν πως κλίνω προς το κλασικό, το οπερατικό, το έντεχνο, το “σοβαρό” εν γένει) εν τούτοις έχω αδυναμία σε ακούσματα, γέννημα – θρέμμα λαϊκά, ακούσματα με τα οποία μεγάλωσα, καθώς προέρχομαι από ένα σπίτι, που θεωρούσε ο,τιδήποτε προκαλούσε ήχο, ΜΟΥΣΙΚΗ!
Υπάρχουν τραγούδια, που με νανούριζαν νύχτες καλοκαιρινές κάτω απ΄της Σελάνας το φως, όταν όλη η οικογένεια κοιμόταν σφιχταγκαλιασμένη στρωματσάδα στην αυλή…
Υπάρχουν τραγούδια που ‘φερνε ο μπάτης, από κάποιο γειτονικό ραδιόφωνο και μου χάιδευαν τ’αυτιά, όταν προσπαθούσα να αφεθώ στου Μορφέα τα μπράτσα…
Κι αυτά, δεν ήταν ούτε κάποια άρια του Μότσαρτ, ούτε καντάτα κάποιου μεγάλου της Αναγέννησης!
Ήταν τραγούδια, που μίλησαν ίσα στην καρδιά μέσα απ’την οπιούχα μελωδία και τους λιτούς στίχους τους γιατί ήταν δημιούργημα λαϊκών ανθρώπων.
Η έκφραση δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των “μορφωμένων”, που πολλές φορές φτιασιδώνεται με δήθεν καλούδια κάνοντάς την παρα-μόρφωση!
Είναι έκφραση του καθενός … Κι η τέχνη, είναι έκφραση!Έκφραση, που ο καθένας μας προσλαμβάνει ανάλογα με την προσωπική του αίσθηση, που αφομοιώνεται σύμφωνα με τους δικούς του μηχανισμούς αντιληπτικότητας, εξοστρακίζεται ή γίνεται αποδεκτή και ενσωματώνεται στην πνευματική του κουλτούρα.
Θέση ξεκάθαρη και αμετάβλητη!
Ήταν 10 Μαίου του 1905 όταν στο Δανακό της Σύρου ερχόταν στον κόσμο ο πρωτότοκος γιός του Δομήνικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη, μετέπειτα πατριάρχης του ρεμπέτικου.
Φτωχή οικογένεια ,αγαπούσε όμως τα γλέντια και τη ζωή!
Οι παππούδες έπαιζαν γκάιντα, άκουσμα, που έκανε το Μάρκο ν’αγαπήσει από μικρός τη μουσική.
Η ανάγκη για επιβίωση φέρνει το Μάρκο Βαμβακάρη μικρό παιδάκι να δουλεύει στα σφαγεία του Πειραιά.
Εκεί, όπως αφηγείται ο ίδιος:
“… άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…”
Αγόρασε ένα μπουζούκι και στα τέλια του έγραψε τη μεγάλη του ιστορία…
Το μπουζούκι στα χέρια του παίρνει άλλη διάσταση.
Εισέρχεται σε “ανώτερους ” καλλιτεχνικούς χώρους, όπως το θέατρο “Κεντρικόν” …
“Μπουζούκι μου ποίος τό’λπιζε στα τόσα μεγαλεία,
στο θέατρο το κεντρικό να δώσεις συναυλία”,
Θα γράψει για το γεγονός, ο Βαμβακάρης!
Ο παππούς μου είχε μια φωνή καμπάνα! Από την ώρα, που ξυπνούσε ως το βράδυ, που θα ξαπλωνόταν στο στρώμα, δεν έκλεινε το στόμα του…
Είχε αδυναμία στο Βαμβακάρη κι ήξερε όλα τα τραγούδια του, απ’έξω…
Μας μάζευε όλα τα ‘γγόνια και μας μάθαινε να τραγουδάμε.
Παρενθεσιακά, μας έλεγε και κάποιες ιστορίες από κείνες τις παλιές, που τότε δεν καταλαβαίναμε πολύ, όμως το πλήρωμα του χρόνου μάς έφερε αντιμέτωπους μ’αυτές και την ουσία τους.
“Το τραγούδι”, θυμάμαι, έλεγε “δεν είναι μόνο απόλαυση!…Είναι ανάγκη…Το νερό, που ξεδιψά ο δημιουργός του!
Ο τρόπος, που θέλει να φωνάξει το βάσανο, τον καημό του, τον πόνο, την απελπισία και την απογοήτευσή του!
Το μαράζι, τη…σκυλοφιλοσοφία του…!”
Ο παππούς άρχισε να μιλάει αργά…και το βλέμμα του πλανήθηκε μακριά …
Ταξίδεψε πριν τον πόλεμο στις μέρες του ’36, που η Ελλάδα μας διένυε και τότε μια περίοδο βαθύτατης πολιτικής και οικονομικής κρίσης.
Πρωθυπουργός ήταν ο Κονδύλης, που τη θέση του πήρε ο Δεμερτζής, αφού μια ανακοπή καρδιάς έστειλε τον πρώτο ξαφνικά στον άλλο κόσμο!
Εντός ολίγου χρονικού διαστήματος τον ακολουθεί από την ίδια αιτία και ο Δεμερτζής.
Φαίνεται πως ο θάνατος είχε σημαδέψει την Ελλάδα των πολιτικών, εκείνη την άνοιξη!
Το Μάρτη της ίδιας χρονιάς πεθαίνει και ο Βενιζέλος.
“Το θάνατο δεν αποφεύγει κανείς, τελικά, όσο βαρύ όνομα κι αν φέρει στις πλάτες του“, έλεγε ο παππούς.
Τότε είναι, που ο Μάρκος Βαμβακάρης κάθισε κι έγραψε το τραγούδι με θέμα τους θανάτους των πρωθυπουργών.
Ο θάνατος είχε δώσει αφορμή να γραφτεί ένα λαϊκό-σατιρικό άσμα.
“Ο Μάρκος υπουργός”
“Όσοι γινούν πρωθυπουργοί,
όλοι τους θα πεθάνουν,
τους κυνηγάει ο λαός
απ’ τα καλά που κάνουν…”
Πόσο δίκιο είχε!
Ας ακούμε πού και πού καμμιά λαϊκή δημιουργία.
Χανόμαστε κάτω απ’το πολύ κυριλέ .
“Έχει κι η λαϊκάτζα τα “πολύτιμά” της…Πλάστηκε κι αυτή για μεγαλεία”, έλεγε ο παππούς…