iporta.gr

Έτσι φτάσαμε στο Κιλελέρ, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

Γνωρίζετε, προφανώς, όλοι τι έγινε στο Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910. Επίσης, προφανώς, γνωρίζετε ότι οι συνθήκες ζωής των κολίγων ήταν ασύλληπτα άσχημες. Κι όλα αυτά, μετά την απελευθέρωση, όταν οι Τούρκοι έφυγαν και παραχώρησαν τα τσιφλίκια στους Έλληνες «πατριώτες».

Θέλω να σας κάνω να ανατριχιάσετε, να διαβάσετε μερικές λεπτομέρειες της «ζωής» των ανθρώπων που είχαν εξομοιωθεί με ζώα. Ίσως, η ζωή των μαύρων σκλάβων στην Αμερική να ήταν καλύτερη…

Θέλω μετά να σκεφτείτε ότι αυτοί οι άνθρωποι τα κατάφεραν και άλλαξαν τη ζωή τους. Θέλω να αποφασίσετε ν’αλλάξετε και τη δική σας. Αυτό θέλω.

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Μπούσδρα Η απελευθέρωσις των σκλάβων αγροτών, που εκδόθηκε το 1951.

 

«Οι καλλιεργητές ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον αφέντη τους το τρίτο ή το μισό-ανάλογα με τη συμφωνία- των παραγόμενων καρπών, ενοίκιο για τη βοσκή των οικόσιτων ζώων τους, μεγάλο αριθμό αυγών, ορνίθων, χηνών, αρνιών, τυριά, βούτυρα, καυσόξυλα, πεπόνια, καρπούζια, χόρτο και άχυρο γιατα άλογα του τσιφλικά και του επιστάτη του.

Να στέλνουν ένα κορίτσι καθημερινά στο κονάκι (το σπίτι του τσιφλικά στα χωράφια) να ζυμώνει και να ψήνει ψωμί, να νοικοκυρεύει την επιστασία και, πολλές φορές, να ικανοποιεί τον αφέντη (απομεινάρι του δικαιώματος της πρώτης νύχτας της σκλάβας νύφης). Οι τσιφλικάδες εξουσίαζαν το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων.

Απαγορευόταν να αποξηραίνουν καπνό και βόεια κοπριά για καύσιμη ύλη, να στεγνώνουν τα ρούχα τους στις προσόψεις των άθλιων σπιτιών τους και να προκαλούν αισθητικά τον αφέντη τους. Απαγορευόταν να απομακρύνονται από το χωριό χωρίς άδεια από την επιστασία, να καλλιεργούν ξένα χωράφια και, φυσικά, να έχουν δική τους καλλιεργήσιμη έκταση.

Κατοικούσαν σε τρώγλες και πολλές φορές συνέτρωγαν στα παχνιά με τα ζώα τους. Πέθαιναν περίλυποι, με πόνο στην ψυχή τους, γιατί έβλεπαν ολόγυρά τους στη φτωχική κλίνη του θανάτου τα παιδιά τους να εγκαταλείπονται άστεγα στις ορέξεις του τσιφλικά και του επιστάτη του.

Με τη μάστιγα της έξωσης από το τσιφλίκι και την απειλή βασανιστηρίων, ακόμη και θανάτου, οδηγούνταν στις κάλπες ως πρόβατα σε σφαγή και έδιναν την ψήφο τους στον εκλεκτό υποψήφιο του αφέντη τους.

Μαζί με το τσιφλίκι, πουλούσαν και τους κολίγους, που αγοράζονταν σαν κτήνη του κτήματος.

Όταν υποδέχονταν τον καινούργιο αφέντη επισήμως, έπρεπε γονυπετείς να συρθούν ενώπιόν του, κτυπούσαν το χώμα με το μέτωπο τρείς φορές και μετά φιλούσαν το αριστερό του πόδι».

 

Αυτοί οι άνθρωποι, παρόλα αυτά, αγαπούσαν τον τόπο τους τόσο πολύ, που αποφάσισαν να πεθάνουν αν χρειαστεί για να τον διεκδικήσουν. Και το έκαναν. Την αγάπη αυτή, ο Καραγάτσης την ήξερε, την ένοιωθε και την μετέφερε στο έργο του Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του.

Μας δηλώνει ο Γιούγκερμαν δια χειρός του:

 

«….θέλω τα κόκκαλά μου να ξεκουραστούν στη γη που μ’ εγέννησε και σκλάβωσε την αγάπη της ψυχής μου: τη Θεσσαλία. Εκεί στον ατέλειωτο κάμπο της, πλάι στα νερά της Σαλαμπριάς, σ’ ένα χωράφι μέσα στα τόσα χωράφια, να σκάψουν ένα λάκκο και να με θάψουν.

….κάθε φθινόπωρο,το αλέτρι να περνάει πάνω απ’ το χώμα του τάφου μου. Κι ένας καραγκούνης να σκορπάει μ’ απλοχεριά το χρυσό σπόρο. Έτσι θέλω.
Σαν έρθει πάλι ο θεριστής, μια καραγκούνα μ’ ατσαλένιο δρεπάνι να θερίζει το στάρι που φύτρωσε πάνω στο κορμί μου. Να το μαζώνει στην ποδιά της, να τ’αλωνίζει, να το λιχνίζει. Έτσι θέλω.

Κι ύστερα αυτό το στάρι- δυο χούφτες στάρι- να το βάνουν σ’ ένα σακούλι και να το στέλνουν στη Σκιάθο. Να το κάνουν κόλλυβα για την ψυχή του Παπαδιαμάντη. Έτσι θέλω».

 

Θυμηθείτε την μάχη του Κιλελέρ. 

Δήμητρα Ππαναστασοπούλου