Γιατί δεν το λέτε καθαρά ρε παιδιά; ΚΑΨΟΥΡΑ! Τι έρωτας και αηδίες. Καψούρα κι άγιος ο θεός. Ας βρισκόταν κάποιος μέσα στις χιλιετίες, που να μπορεί να περιγράψει επακριβώς και με σαφήνεια τι είναι έρωτας, τι αγάπη και ποια η διαφορά μεταξύ τους.
Ολοι, το πάνε γύρω-γύρω. Να, τάχα ο έρωτας, εκείνο το πρωτόφαντο σκίρτημα, που σου κλέβει το νου, το αστραπόβροντο της πρώτης ματιάς, που σε κάνει να τρέμεις, η ταχυαρρυθμία της καρδιάς στο θα τον/την δώ-δεν θα τον/την δω και πότε, εκείνο το άγγιγμα ψυχής που σε απογειώνει, εκείνη η έλξη που σε αφήνει άφωνο/η…
Παπάρια-μάντολες!…θα πω εγώ. Ρομαντικές ευτέλειες, που στο πνεύμα του φαύλου καθωσπρεπισμού, αρνούνται πεισματικά να περιγράψουν το πρωτόγονο αυτό στοιχείο που ενεργοποιεί κυρίως στη γυναίκα (την ατελέστατη-τέλεια φύση), τον ορμονικό μηχανισμό της γονιμοποίησης. Οχι πως αυτό σημαίνει ότι ο έρωτας καθαυτός είναι το κυρίαρχο στοιχείο για τη γονιμοποίηση. Η ψυχή, καθότι ανδρόγυνος, εξ ου και «ο ανήρ γεννά, η δε μήτηρ τίκτει», κινητοποιεί δυνάμεις του σύμπαντος και έλκει εκλεκτικά εκείνες, που πυρπολούν συγκεκριμένα σημεία: στον άνδρα, όσο και στη γυναίκα. Σε αυτή την ανάφλεξη οφείλεται το λεγόμενο «ξεροχύσιμο» στον άνδρα και η «υγρότητα» στη γυναίκα. Με τη φαντασίωση και μόνο. Με αυτή κουρδίζονται οι ρώγες, ανατριχιάζει το δέρμα, συντελεί η χροιά της φωνής, το σαρκώδες των χειλέων (άνω και κάτω), η στύση δια του ερεθισμού του προστάτη αδένα, που προκαλεί την αδημονία για το «γαλλικό φιλί» και για «τη στάση των αγγέλων» μεχρι την τρυφερά σκληρή διείσδυση με τα παρελκόμενα… Με μια λέξη: καύλα!
Αυτό εννοούν τα δεσποινάρια, οι κυράτσες και οι μίλφες, όταν επιχειρούν να περιγράψουν το συμβαίνον. Αλλά δεν τολμούν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, θέλουν να μην αποκαλυφτεί το κτηνώδες ένστικτο που οδηγεί στην οιωνεί αναπαραγωγή του είδους.
Γενετήσιο συναίσθημα, το αποκαλεί η επιστήμη.
Μπορεί βέβαια, να χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη (από Κ) και πάλι όμως χωρίς να προσδιορίζουν τον αποσυμβολισμό της.
Γι αυτό, όταν μιλάμε για ΕΡΩΤΕΣ και ΑΝ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΕΡΩΤΕΣ, η παραπομπή είναι ευθεία σε ό,τι απορρέει από αυτά που περιέγραψα παραπάνω. Για κάτι το επαναλαμβανόμενο, ανάλογα με τα κότσια του καθενός, άρα θνησιγενές. Οχι, για να ΜΗΝ τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι κάτι ιερό, υψηλό και απρόσιτο, στη μεταξύ των ανθρώπων διάστασή του. Γή είναι και χώμα και κύλισμα και βούρκος και αμαρτία και πλάνη και λυσιμέλεια και ξεπεσμός και θάνατος του Εγώ.
Σου κατακρεουργεί τα σπλάχνα, σου λύνει τα μέλη, σου καίει τα σωθικά, σου τρώει το μυαλό, για να σε πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα από τη γειτονιά των άστρων στα έγκατα του άδη κι άντε να ξανασταθείς στα πόδια σου. Βαρέλι δίχως πάτο, δηλαδή, που όσο κι αν το γεμίζεις, θα παραμένει άδειο. Ίσως αυτή να ναι και η ομορφιά του. Ο πόνος του στίγματος, που σε καθορίζει. Για μια ολόκληρη ζωή.
Έρωτες: Σχόλη και μαγικό ξεστράτημα. Το «ωραίο ταξίδι» στο πουθενά.
Τυχεροί όσοι τό ζησαν. Αυτοί που δεν τό ζησαν, ας πρόσεχαν.
Ας μην έκαναν στη ζωή τους μόνο λογαριασμούς και σχέδια. Ας αφηνόντουσαν (μια φορά έστω) στην εξαίσια τάξη της αταξίας, ας υποστήριζαν για μια φορά τα θέλω τους κι όχι τα πρέπει, άς ορθάνοιγαν τα μάτια τους στο εκτυφλωτικό φως, κρατημένοι εκεί, ας παραδινόντουσαν στη σιγουριά των κυμάτων, έτσι για να πουν πως κι αυτοί κάτι έκαναν, κολύμπησαν μεσοπέλαγα… Ας φαντασιωνόντουσαν την ανύπαρχτη τελειότητα, ας παραδινόντουσαν στην απόλυτη έκρηξη, ας ξεγύμνωναν απροκάλυπτα στον πρώτο τυχόντα τη φύση τους για μια φορά, να καταλάβουν τί θα πει εξευτελισμός της σάρκας όλης και τότε, ίσως να μη χρειαζόταν τόσοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι και ψυχοτρόπα, για τη διαχείριση των αναστολών, των ματαιώσεων, των εκπτώσεων και των ελλειμμάτων.
Μιλάμε βέβαια πάντα για τον ανθρώπινο έρωτα.
Γιατί υπάρχει και ο θείος. Έτσι προσδιορίζεται η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό.
Που σημαίνει ότι είναι η υπέρτατη λέξη απόδοσης και αφιέρωσης ψυχής και σώματος στη σκέπη του Απολύτου Όντος.
Συνεπώς, δεν είναι τυχαία η λέξη και η χρήση αυτής. Μόνο που, μετά την Πτώση, παρεφθάρη ή απλώς εφθάρη, εκπίπτοντας από το υψηλό της νόημα και αποδίδοντας την εφήμερη χοϊκή ηδονή, για όλους αυτούς που δεν ασκητεύουν, παρά ζουν μια ιδιοτελή καθημερινότητα.
ΚΑΨΟΥΡΑ Ή ΕΡΩΤΑΣ, ΛΟΙΠΟΝ…
«Φευγαλέα διασταύρωση βλεμμάτων/ παιχνίδισμα λέξεων/ υπόμνηση ηδονής ή/ τα πάντα για ένα ζευγάρι μάτια/ για ένα ζευγάρι χέρια/ μαλλιά από χορδές του ανέμου/ λαγόνια αθλητικά/χείλη που καίνε/ κραυγές στο κρεβάτι ως τον ουρανό, μετά/ σπασίματα, ζήλειες, σκηνές, ξεσπάσματα κι αργότερα/ τσιγάρο, μαύροι κύκλοι,
Αναφαγιά και χτίκιασμα/ μ’ εκατομμύρια ώρες στο τηλέφωνο τα ίδια και τα ίδια/ ερμηνεία κινήσεων και επιλογή στρατηγικής μέχρι/ ένα γερό γαμήσι που να γυρίζουν όλα και στο τέλος/ μια ολοκληρωμένη έκτρωση/ με κλάματα, ενοχές και υπαρξιακά τετέλεσται./ Και από πάνω η πληροφορία πως είναι ήδη «αλλού»./ Αποτσίγαρα, κουρέλια θύμησες, δώρα σπασμένα απ τον καημό, νεκρά/ ένα κορμί φορτίο/ παράλλαγμα όψη/ μυαλό κολλημένο ακόμα…/ Καψούρα./ Κατά μία εκδοχή, Έρωτας.
Τελικά, προϊόν με ημερομηνία λήξης…»
(Από τη συλλογή ΩΔΙΝΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, Εκδόσεις «τα τραμάκια»,1993)