Όποιος δεν έχει δουλέψει σεζόν σε νησί, δεν μπορεί να το νιώσει. Σκέφτεται κάποιος… Τυχερός αυτός που θα δουλέψει στο νησί. Θα συνδυάσει διακοπές και δουλειά μαζί. Μακάρι να ήταν έτσι όμως. Είναι λίγο πιο περίπλοκο και φυσικά όχι όπως το φαντάζονται οι περισσότεροι.
Τέσσερις με πέντε μήνες είναι στην ουσία η δουλειά, για να καλύψεις ωστόσο και τους υπόλοιπους μήνες. Το πρόγραμμα βαρύ, γιατί στην ουσία δεν έχεις το γνωστό οχτάωρο ωράριο. Σηκώνεσαι το πρωί. Γύρω στις εννιά. Καφές για να ανοίξουν τ μάτια. Ο ήλιος απ’ τα παραθυρόφυλλα απλά ενοχλητικός. Άδραξε τη μέρα! Το μόνο που θέλεις όμως είναι να ρίξεις το κορμί σου και πάλι στο κρεβάτι. Ένα γρήγορο μπάνιο, ελαφριά ρούχα και κατηφορίζεις για την πόλη.
Πριν ανοίξεις το μαγαζί, κάνεις τα απαραίτητα ψώνια. Το νησί έχει ξυπνήσει κι έχει πιάσει ρυθμό. Γνωρίζεσαι σχεδόν με τους πάντες και οι καλημέρες πάνε κι έρχονται. Λογικό. Μια επαρχία είναι στην ουσία κι ας δείχνει κάτι διαφορετικό, όταν πέφτει ο ήλιος και γεμίζουν κόσμο τα σοκάκια. Το μαγαζί είναι καθαρό από το προηγούμενο βράδυ. Έχεις όμως άλλες δουλειές να κάνεις. Κοιτάς για τι ελλείψεις, διορθώνεις τις βιτρίνες, μιλάς με προμηθευτές, ενώ ήδη έχει πιει ένα φυσικό χυμό και είσαι πλέον στον δεύτερο καφέ. Κόσμος δειλά-δειλά μπαίνει στο μαγαζί (ανάλογα την περίοδο). Σε φουλ σεζόν Αυγούστου, ακόμα και πρωινά ο κόσμος είναι αρκετός στα σοκάκια. Οπότε πιάνεις από νωρίς ρυθμό.
Κατά τις 3 έρχεται η αλλαγή σου. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους, γιατί το βράδυ δεν αργεί και προφανώς δεν έχεις προλάβει να τελειώσεις με όλες τις εκκρεμότητες. Φεύγεις για λίγο. Όχι για ξεκούραση. Αυτό το έχεις ξεχάσει. Φεύγεις για να φας κάτι, να κάνεις ένα μπάνιο, γιατί κολλάς από την υγρασία και το πρωινό τρέξιμο και να γυρίσεις έτοιμος για μάχη. Πρέπει να αντέξεις και να βγεις αλώβητος μέχρι τις 2:30 το βράδυ, που θα κλείσουν οι πόρτες. Κι αυτές είναι οι πιο δύσκολες ώρες. Ώρες που το άγχος και η πίεση είναι στο μέγιστό. Υπερλειτουργείς, γιατί ταυτόχρονα συνομιλείς (σε διαφορετικές γλώσσες) και εξυπηρετείς πολύ κόσμο. Και ο κόσμος είναι όντως πολύς! Και πρέπει να τους ακούς όλους, και να έχεις τα μάτια σου παντού. Χαμογελαστός, ορεξάτος (κάθε βράδυ) με κέφι και μπρίο. Και το κάνεις. Γιατί το θέλεις, γιατί το έχεις επιλέξει και είσαι συνειδητοποιημένος για τη δουλειά στο νησί. Και φυσικά μαθαίνεις να αντέχεις σε αυτούς τους ρυθμούς.
Πολλές φορές πιάνεις τον εαυτό σου να φλερτάρει με τον κόσμο. Είναι η στιγμή που έχεις πιάσει ρυθμό και το χαμόγελο κι η ευγένεια βγαίνουν αβίαστα. Νιώθεις καλά με αυτό που κάνεις. Νιώθεις καλά, βλέπεις τον κόσμο χαμογελαστό και ευχαριστημένο, να σου ψιθυρίζει μέσα στη βαβούρα τον καλό τον λόγο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αποζημίωση. Είναι η βεβαιότητα ότι έδωσες άλλο ένα κομμάτι του εαυτού σου. Κι εκεί ακριβώς είναι το μυστικό.
Και η μέρα σου στη δουλειά τελειώνει. Μαζεύεις το χαμό, σκουπίζεις, σφουγγαρίζεις, καθαρίζεις πάγκους και τότε καταλαβαίνεις την τρέλα της ημέρας. Εκείνη ακριβώς την ώρα που η βαβούρα και ο θόρυβος έχουν κοπάσει. Και σιγά-σιγά αποχωρείς.
Η υπερένταση έχει πιάσει κόκκινο. Νιώθεις τα πόδια σου να τρέμουν από την κούραση. Περπατάς ως το λιμάνι και κάθεσαι να κάνεις ένα τσιγάρο. Όσο κι αν η νύστα σε απειλεί τρομακτικά και η κούραση σε φλερτάρει από ώρα, δεν μπορείς να κοιμηθείς. Έχει ανάγκη να χαλαρώσεις με την ηρεμία της θάλασσας, νια διώξεις όλους τους θορύβους κι απλά να κλείσεις τα μάτια. Και τα κλείνεις χωρίς να υπάρχει καμία άλλη σκέψη. Όχι γιατί δεν υπάρχει χώρος, αλλά γιατί δεν έχεις κουράγιο.
Δεν είναι και τόσο άσχημα τελικά.