Είναι αργάμισι, κοντεύει να ξημερώσει και ένα χέρι ένιωσα στην πλάτη.
Σκιάχτηκα. Γύρισα και είδα ότι ήταν ο Κάλβος.
— “Όσοι το χάλκεον χέρι, βαρύ του φόβου αισθάνονται…” άρχισε να λέει.
— Ξέρω, ξέρω, Ανδρέα…, τον έκοψα. Αλλά φυσικό δεν είναι; Εσύ πρέπει να το ξέρεις…
Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε.
Μερικοί ποιητές είναι πολύ επίμονοι. Σαν κηπουροί σχεδόν.
Τόσα χρόνια πεθαμένοι και τα σπαρμένα λόγια τους ακόμα ρίχνουν τη σκιά τους πάνω μας.
Και μας σκιάζουν… Όπως τον Βουκεφάλα η σκιά του.
Αλλά απ’ έξω βλέπω σαν κάτι να φέγγει.
Σε λίγο μπορεί να ακούσω και κανέναν κότσυφα.
22 Απριλίου 2015
Υ.Γ. Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1792 στη Ζάκυνθο. Πέθανε 3 Νοεμβρίου 1869 στην Αγγλία και δεν έχει σωθεί κάποιο πορτραίτο του. Μόνο ποιήματα.