Μικρό πολιτικό κείμενο χωρίς πολιτική, αλλά με θάλασσα
― Θα πάμε στη θάλασσα! Στη θάλασσα! φωνάζει, κι εγώ σκέφτομαι τους “μύριους” του Ξενοφώντα και την “κάθοδό” τους.
Μυρίζει παράξενο νόστο και φυγή από την καθημερινότητα η φωνή της.
Καθημερινή ήταν, και θα πήγαιναν στη θάλασσα.
Όμορφη μέρα, ανοιξιάτικη Τετάρτη, στις 19 Μαρτίου.
Η μαμά της άνεργη εδώ και τρία σχεδόν χρόνια. Ο μπαμπάς της έχει δουλειά. Δέκα ώρες ―και βάλε― την ημέρα, έξι ή και εφτά μέρες την εβδομάδα, χωρίς να πληρώνονται οι υπερωρίες «και να λέμε και ευχαριστώ».
Το παλιό αυτοκινητάκι τα έφτυσε. Η επισκευή πολύ πιο ακριβή από το ίδιο το αυτοκίνητο.
Ο μπαμπάς έχει αυτοκίνητο απ’ τη δουλειά. Για τη δουλειά. Η μαμά όμως; Που βολευόταν με το “μικρό” για τα πέρα δώθε με τις δυο κόρες; Δανείζονται ένα αυτοκίνητο από πολύ στενό συγγενή που πήγε να δουλέψει ―για όσο…― στη Μ. Ανατολή. Πολιτικός μηχανικός. Εδώ δεν έχει δουλειά.
― Θα πάμε στη θάλασσα!
Το μούτρο της φέγγει. Θα πάνε στη θάλασσα με τη φιλενάδα της, που γεννηθήκανε την ίδια μέρα και την ίδια σχεδόν ώρα στο ίδιο μαιευτήριο πριν από πέντε χρόνια και κάτι μήνες. Με το δανεικό αυτοκίνητο.
Η λιακάδα μοιράζεται σε τοίχους, φύλλα, κλαδιά. Αστράφτει πάνω σε ηλιακούς θερμοσίφωνες, κάνει σπουργίτια, παπαγάλους και δεκοχτούρες να χαίρονται την Άνοιξη που έρχεται, φτάνει, ήρθε ―χαίρονται αλήθεια; Και πώς το ξέρω και το λέω; Έτσι μου ‘ρθε…―, κάνει και μικρά παιδιά ν’ αποζητούν τη θάλασσα.
Το προνόμιο και τη δόξα της Αθήνας.
Τα τραύματα της πόλης και των εντός της δεν σκοτεινιάζουν τα μάτια εκείνης που θα πάει στη θάλασσα. Η φτώχεια μικραίνει, ζαρώνει και κρύβεται και είναι ντροπή να την επικαλείσαι όταν έχεις τον πλούτο να μπορείς να πας στη θάλασσα με τη μαμά, με τη φίλη της και με τη φίλη σου και όλο αυτό να σου έρχεται σαν απρόσμενη γιορτή που σου κόβει την ανάσα σαν να είσαι ξαμολημένο σκυλί.
Κοντά στο σπίτι μας είναι το νηπιαγωγείο.
Η γιαγιά της έχει πάει να κρατήσει τη μικρή, ενός έτους είναι. Η μικρή. Η γιαγιά είναι κάπως μεγαλύτερη.
«― Θέλουμε να πάμε στη θάλασσα. Μπορείς να κρατήσεις την Ι. για λίγες ώρες;»
― Μπορώ…,» προσφορά τής γιαγιάς, χαρά τής γιαγιάς.
Κι εγώ να σκέφτομαι ―με μπουκωμένα μέσα μου τα χρόνια που ξέρω, που την ξέρω― τη «γιαγιά».
«Γιαγιά; Αυτό το κοριτσάκι;»
Αλλά σάμπως κι εμένα; Παππού με φωνάζει εκείνη που μου λέει:
«Θα πάμε στη θάλασσα! Και ήρθα να κάνω εδώ τσίσα…»
Κοντά είναι το Νηπιαγωγείο και πιο πολύ τους βόλευε να περάσουν από εδώ παρά να…
― Αυτό το έφερα για σένα, μου λέει και είναι σοβαρή σαν πρέσβειρα καλής θελήσεως της Άνοιξης.
Ξέρει… Μιλάμε συχνά για λουλούδια, για έντομα, για πουλιά και γάτες και σκυλιά. Ήξερε ότι θα είμαι στο σπίτι. Η γιαγιά της είναι στο σπίτι τους για να φυλάει τη μικρή, για να πάνε στη θάλασσα με τη μαμά. Το ξέρει κι αυτό.
Όμορφη θα είναι η θάλασσα. Θα βγάλουν και τα παπούτσια στην άμμο, θα βουτήξουν τα πόδια τους στο νερό μαζί με την φίλη της, υπόσχεται η μαμά της.
Θα παίξουν. Είναι μια μέρα που ―δίχως τεχνητά συντηρητικά― θα μείνει για… Για πόσο; Για όσο… Μένουν πολύ βαθιά μέσα μας κάτι τέτοιες μέρες.
«Τότε που πήγαμε στη θάλασσα με τη μαμά, την Μ. και την Φ. Πότε ήταν;»
Μέρες ολόφωτες, μέρες ορόσημα, μέρες λεωφόροι.
Υποσχέσεις που κρατιούνται, να μην πάψει να εμπιστεύεται από τώρα το παιδί, να μεγαλώσει με εμπιστοσύνη στον ήλιο, στη θάλασσα, στον…
Στον κόσμο; Με μέτρο… Πάντα με μέτρο.
Μου δίνει το κίτρινο λουλούδι. Μικρό είναι, γεμάτο ήλιο.
Μπλε έξω ψηλά, φωτεινός ο ουρανός.
― Φεύγουμε, πάμε στη θάλασσα. Γεια…
Φιλιά. Χαιρετάνε. Κλείνει η πόρτα.
Το κίτρινο λουλούδι μεγαλώνει. Γεμίζει φως το δωμάτιο.
Δουλειά τώρα. Προθεσμίες, λογαριασμοί, τα τρέχοντα…
Ακούω μακριά τη θάλασσα.
Τι χαρές κάνει στα παιδικά πόδια που την χαϊδεύουν και τα χαϊδεύει.
Κωστής Α. Μακρής