Το βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα-αρθρογράφου “Πρωθυπουργοκεντρισμός” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας
Εμπιστοσύνη υπό όρους…
«Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον». Το ανωτέρω απόσπασμα, ύμνος προς την αξιοκρατική στελέχωση των δημοσίων αξιωμάτων, προέρχεται από τον «Επιτάφιο Λόγο» του Περικλή, τον οποίο φέρεται να εκφώνησε πριν από 2.5 χιλιάδες περίπου χρόνια, όπως μας τον παραθέτει ο Θουκυδίδης. Ένας λόγος του θεμελιωτή του δημοκρατικού πολιτεύματος, προς τιμήν των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού Πολέμου, που δυστυχώς διαφεύγει της προσοχής του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας, καταδεικνύοντας έτσι το έλλειμμα παιδείας μας, κυρίως δε την πολιτισμική και ηθική μας κρίση.
Συνεπεία του παραπάνω ελλείμματος, η αναξιοκρατία κυριαρχεί στο ελληνικό δημόσιο γίγνεσθαι καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Το εν λόγω φαινόμενο συντηρούν διαχρονικά τόσο η πλειοψηφία των πολιτών, που τείνει να την αντιπροσωπεύουν είτε λαοπρόβλητα, είτε διαπλεκόμενα δημόσια πρόσωπα, τα οποία προθυμοποιούνται να διεκπεραιώνουν τα ‘‘αιτήματα’’ και τις υποθέσεις τους, όσο και οι εκπρόσωποι του πολιτικού μας συστήματος. Οι τελευταίοι με τις πελατειακές τους πρακτικές έχουν αλώσει το διοικητικό μηχανισμό της χώρας. Η εναλλαγή των εκάστοτε Κυβερνήσεων μέχρι σήμερα επέφερε αυτομάτως αντικαταστάσεις σε θέσεις ευθύνης του κράτους. Η αρχή της συνέχειας της αμερόληπτης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης παρέμενε στο περιθώριο και τη θέση της καταλάμβανε μια πρωτοφανής ‘‘διοικητική ασυνέχεια’’ ελέω της κατάληψης των δημοσίων θέσεων από ‘‘στρατιώτες’’ και ‘‘λοχαγούς’’ του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, πάντοτε με αναξιοκρατικά κριτήρια. Κριτήρια, βάσει των οποίων διαμορφώνονταν και τα διάφορα κυβερνητικά σχήματα, με τελευταίο παράδειγμα την Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Πράγματι, η αρχή της αξιοκρατίας εξέλειψε και από το κυβερνητικό όχημα του κ. Τσίπρα. Πέραν από την αποκατάσταση του ‘‘κομματικού στρατού’’ σε Γενικές Γραμματείες, Διοικήσεις οργανισμών, ταμείων, νοσοκομείων και Περιφερειακές Διευθύνσεις, ατυχείς και αμιγώς αναξιοκρατικές ήταν οι περισσότερες εκ των επιλογών του στο εσωτερικό της Κυβέρνησης. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθολογιών του κράτους, που μας οδήγησαν και συνεχίζουν να μας οδηγούν σε Μνημόνια, ήρθε σε δεύτερη μοίρα έναντι της εξισορρόπησης των ενδοκομματικών τάσεων. Η δεδομένη απειρία του, αλλά και η ταυτοχρόνως προφανής συριζαϊκή ανισορροπία οδήγησαν σε λανθασμένες επιλογές, προκαλώντας καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις, τις οποίες πληρώνουν τόσο ο ίδιος, όσο και η χώρα, με το νέο δυσβάσταχτο πρόγραμμα χρηματοδότησης. Ωστόσο, όπως μας διδάσκουν οι στωικοί φιλόσοφοι «ουδέν κακό αμιγές καλού», καθότι το εν λόγω πρόγραμμα αφ’ ενός διατηρεί την Ελλάδα εντός του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης, αφ’ ετέρου επέτρεψε να πέσουν οι μάσκες στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μάσκες των αντιμεταρρυθμιστών, των δραχμολάγνων, εκείνων που υπογείως επιζητούσαν την καταστροφή της χώρας, υποσκάπτοντας τη διεθνή της αξιοπιστία.
Μόλα ταύτα, η πτώση των ανωτέρω μασκών προκάλεσε ένα σοβαρό πρόβλημα στην κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη της Κυβέρνησης. Ο κυβερνητικός συνασπισμός ουσιαστικά απώλεσε τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής, ύστερα από την καταψήφιση από το ¼ σχεδόν της κυβερνητικής πλειοψηφίας της νέας δανειακής συμφωνίας. Γι’ αυτό και ο κ. Τσίπρας, εντός των επόμενων ημερών, φέρεται προτιθέμενος να ζητήσει εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνική Αντιπροσωπεία, υπερκερνώντας για πρώτη φορά τα κόμματα που στηρίζουν μέχρι στιγμής τη συγκυβέρνησης, περνώντας στις τάξεις και της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Εντούτοις, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, οι βουλευτές της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης να προσφέρουν απλόχερα την εμπιστοσύνη τους. Απαιτούνται ακόμη περισσότερα βήματα, ώστε να λάβει ο σημερινός πρωθυπουργός τη στήριξή τους, αποσοβώντας έτσι τον κίνδυνο εκ νέου πρόωρων εκλογών και την περαιτέρω αποσταθεροποίηση της χώρας.
Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητη η άμεση σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως και αμέσως μετά το δημοψήφισμα, κατά τον ίδιο τρόπο και τώρα, έπειτα από την επικύρωση της συμφωνίας σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, χρειάζεται να συζητηθούν επισήμως η εφαρμογή της και τα επόμενα στάδια ως προς την αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων της χώρας. Επίσης, απαιτούνται εκτεταμένες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα και στο μοντέλο διακυβέρνησης. Αλλαγές τόσο σε πρόσωπα, όσο και σε πολιτικές. Διότι είναι αδύνατο, υπό την παρούσα σύνθεση, η Κυβέρνηση να λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Είναι ανέφικτο ένας τέως δημοσκόπος και νυν υπουργός να σχεδιάσει και να εφαρμόσει τη διοικητική μεταρρύθμιση της χώρας, ένας κωμικός ηθοποιός να απενεργοποιήσει τη ‘‘βόμβα’’ του ασφαλιστικού, ένας δογματικός και, αν μη τι άλλο, δημαγωγός συνταγματολόγος να επιφέρει σημαντικές τομές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Απεναντίας, η στελέχωση του κυβερνητικού σχήματος, όπως και των υπολοίπων θέσεων ευθύνης του διοικητικού μηχανισμού οφείλει να γίνει αξιοκρατικά. Με ικανούς και εξειδικευμένους επιστήμονες, είτε από τη Βουλή, είτε από την κοινωνία και την αγορά, που θα διαπερνούν τα σύνορα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μόνο οι τελευταίοι δύνανται να υλοποιήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, την οικονομία, την παραγωγική βάση της χώρας. Να έρθουν αντιμέτωποι με τα διαχρονικά προβλήματα στους χώρους της υγείας, της εκπαίδευσης, του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, της δικαιοσύνης. Να καταφέρουν, τέλος, να μας προσανατολίσουν, κατευθύνοντας και στρέφοντας έναν ολόκληρο λαό από την ανατολική τροχιά της ρεμούλας, της διαπλοκής, των πελατειακών σχέσεων προς τη Δύση.
Παράλληλα, στο τραπέζι των επόμενων μηνών πρέπει να τεθούν ζητήματα, που έχουν αποκλειστεί από το δημόσιο διάλογο. Ζητήματα όπως η συνταγματική αναθεώρηση, με περιορισμούς στην αυθαιρεσία της βουλευτικής ασυλίας και της υπουργικής ευθύνης, την ενθάρρυνση της συλλογικότερης και αποτελεσματικότερης λειτουργίας της Κυβέρνησης, την αποκατάσταση του ρόλου της Βουλής, την ενίσχυση των θεσμικών αντιβάρων έναντι των εκάστοτε κυβερνώντων, τη θωράκιση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, ζητήματα όπως ένας νέος αναλογικότερος, σταθερός και ουχί καλπονοθευτικός εκλογικός νόμος, που θα εξασφαλίζει την κυβερνητική σταθερότητα, συνάμα όμως θα εδραιώνει το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Και φυσικά το μείζον ζήτημα που έχει ανακύψει με την Υπερ-Πρόεδρο της Βουλής, αντιμετωπίζοντας τον έκδηλο και αποκρουστικό προεδροκεντρισμό της, για τη διαμόρφωση του ηγετικού της προφίλ, με μια πρόταση μομφής εναντίον της από την αυξημένη πλειοψηφία των αντιπροσώπων του έθνους.
Είναι αδιαμφισβήτητο, πως μόνο υπό συγκεκριμένους όρους δύναται να λάβει ο κ. Τσίπρας την εμπιστοσύνη της Βουλής. Παρόλα τα παρελθόντα του λάθη, η σταδιακή τους διόρθωση, όπως και η δεδηλωμένη στήριξη της πλειονότητας των πολιτών προς το πρόσωπό του, του επιτρέπουν να προβεί στο επόμενο βήμα. Να διαβεί το Ρουβίκωνα του άκρατου και ανεύθυνου λαϊκισμού και της πολιτικής πόλωσης, αδράζοντας την ευκαιρία που του παρουσιάζεται. Το σχηματισμό, δηλαδή, μιας «Κυβέρνησης εθνικής ανασυγκρότησης»ευρύτερης συνεργασίας, ικανή να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που αρμόζουν σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, αποκομίζοντας μάλιστα σημαντικά οφέλη, με πρώτο εξ’ αυτών τη διευθέτηση του δημοσίου χρέους, όπως διαφάνηκε από το Eurogroup της περασμένης εβδομάδας. Ας μη λησμονά, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ευκαιρία απώλεσε το φθινόπωρο του περασμένου έτους, ο προκάτοχός του, ο κ. Σαμαράς, ελέω της προσωπικής του αλαζονείας και των τακτικισμών του περί ‘‘αριστερών παρενθέσεων’’. Και ήταν αυτοί οι τακτικισμοί που τον επέστρεψαν στην πολιτική αφάνεια και την κοινωνική απαξίωση. Ξαναείναι επομένως στο χέρι του σημερινού πρωθυπουργού η αναγέννηση του πολιτικού μας συστήματος και η αλλαγή της κουλτούρας και της νοοτροπίας όλων μας.