iporta.gr

Ελισάβετ Μπαθόρι: η κόμισσα Δράκουλας, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

  

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

 

 

 

Η εν λόγω ουγγαρέζα κόμισσα, επονομαζόμενη Αιματοβαμμένη κυρία του Καχτίστε, κατέχει τα πρωτεία στον πιο ανατριχιαστικό ρόλο βαμπίρ και ξεπερνά ακόμη και την πιο καλπάζουσα φαντασία, με αδυναμία σε φόνους νέων γυναικών.

Γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1560 και πέθανε το 1614, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο κάστρο του Καχτίτσε (σημερινή Σλοβακία). Από πολύ μικρή πάθαινε κρίσεις και σπασμούς, κάνοντας τον κόσμο να πιστεύει ότι είχε καταληφθεί από κάποιο δαίμονα. Η τροφός που τη μεγάλωσε ήταν μια σκοτεινή φιγούρα που την μύησε στον κόσμο της μαύρης μαγείας, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες.

Στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών παντρεύτηκε τον στρατιωτικό Φέρενς Ναντάσντυ, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα έγινε διοικητής του ουγγαρέζικου στρατού, προκαλώντας φόβο και τρόμο στους Τούρκους. Ούτως ή άλλως, ο σύζυγος έλειπε τον περισσότερο καιρό. Συντροφιά της νεαρής κόμισσας ήταν μια θεία της που είχε σχέσεις με τη μαγεία, ένας θείος της που ήταν αλχημιστής και σατανιστής και ένας μεγαλύτερος αδελφός της, γνωστός παιδόφιλος.
Το 1602 ο Ναντάσντυ αγόρασε το κάστρο του Καχτίτσε, που βρίσκεται στα Καρπάθια Όρη, κοντά στο Τρεντσίν(σήμερα Σλοβακία) από τον Ροδόλφο Β΄ και το χάρισε στην Ελισάβετ. Δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος στο Βουκουρέστι από μία πόρνη, αφήνοντας την Ελισάβετ χήρα με 5 παιδιά.

Στις υπάρχουσες πηγές δεν αναφέρεται πότε ξεκίνησε η Ελισάβετ να σκοτώνει, ούτε αποδείχτηκε ποτέ ότι ήταν όντως η ίδια δολοφόνος, ωστόσο η αρχή των φονικών τοποθετείται γύρω στο 1585, δηλαδή γύρω στα 25 χρόνια της, έχοντας γίνει ήδη μητέρα.

 

Τα όργια και οι φόνοι έφθασαν κάποια στιγμή στα αυτιά του βασιλιά Ματθαίου του 2ου, ο οποίος ζήτησε να γίνει έρευνα στον πύργο.

 

Η επιτροπή που εστάλη στο «σπιτικό» της Ελίζαμπεθ, όταν έφθασε βρήκε ένα νεκρό κορίτσι, δύο άλλα στα πρόθυρα του θανάτου και πολλά περισσότερα, φυλακισμένα στα μπουντρούμια.

 

Η κοντέσσα και τέσσερις υπηρέτες συνελήφθησαν. Οι υπηρέτες καταδικάστηκαν σε θάνατο και η Ελίζαμπεθ σε ισόβια απομόνωση στον πύργο της, όπου και πέθανε, το 1614.

 

Λέγεται ότι στον κύκλο των συγγενών ήταν γνωστές ο σαδιστικές της τάσεις, αλλά κανείς τους δεν μεσολάβησε- ούτε ο σύζυγός της.

Οι κάτοικοι μέσα και έξω από το κάστρο τη μισούσαν τόσο πολύ, που δεν τόμησε να βγει ποτέ χωρίς ένοπλη συνοδεία.

Τα θύματά της, αποκλειστκά νέες γυναίκες (ο αριθμός φθάνει στα 650!), στέλλονταν στο κάστρο, από τους αυλικούς και τους γονείς της, άλλες δελεασμένες ότι θα μάθαιναν την συμπεριφορά των ευγενών και άλλες παρμένες με βία, αφού προέρχονταν από κατώτερες τάξεις. Όλες ανεξαιρέτως βασανίζονταν με φρικτούς τρόπους μετά από όργια στα οποία επιδίδονταν η κόμισσα και οι καλεσμένοι της, κάνοντας το θάνατο να φαντάζει σαν λυτρωτής.

 

Η εφιαλτική φήμη για βασανιστήρια και φόνους δεν άργησε να διαδοθεί, καθώς η Ελισάβετ με τους συνενόχους υπηρέτες της ( Δωροθέα Τζέντες, Γιάνος Ουζβάρι-Φικό, Ιλόνα Γιό και Καταρίνα Μπενίκα ) έφθαναν κάθε φορά και σε περισσότερες διαστροφικές πράξεις.

Οι φήμες των αποτρόπαιων πράξεων και οι κραυγές αγωνίας των δύστυχων θυμάτων που ακούγονταν και στοίχειωναν τον κόσμο έφτασαν κάποια στιγμή και στα αυτιά της δικαιοσύνης. Αφορμή στάθηκε η δολοφονία μιας νεαρής αριστοκράτισσας το 1609, που η Ελισάβετ προσπάθησε να πείσει ότι ήταν αυτοκτονία.

Η ανακριτική έρευνα που διεξήχθη, με επικεφαλής τον ανακριτή Τούρτζο, απεσταλμένο του βασιλιά Ματθία Β΄, τον Δεκέμβριο του 1610 είχε σαν αποτέλεσμα την σύλληψη και την εκτέλεση σε πυρά των συνενόχων της τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου του 1611, ενώ βρέθηκαν ακρωτηριασμένα πτώματα και πολλές φυλακισμένες κοπέλες στα υπόγεια του κάστρου.

Η ίδια η κόμισσα Ελισάβετ που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να βασανίζει κάποιες νεαρές απομονώθηκε σε μια τουαλέτα και έμεινε εκεί μέχρι το 1614 που πέθανε. Η ευγενική της καταγωγή την έσωσε από την πυρά, αλλά, σκεφτείτε την ταπείνωσή της να μένει κλεισμένη στον περιορισμένο και βρώμικο χώρο μιας τουαλέτας εκείνης της εποχής επί τρία ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ανακρίθηκαν περισσότερα από τριακόσια άτομα.

Δίκη δεν έγινε ποτέ και η υπόθεση παρέμεινε ανοιχτή, αφού οι ευγενείς εθελοτυφλούσαν από τον φόβο μιας σύγκρουσης με την ισχυρή και βίαιη οικογένεια της κόμισσας, που με το πέρασμα των χρόνων έγινε ένας αιμάτινος θρύλος που την θέλει να σχίζει τις σάρκες με μαστίγια που έφεραν ασημένιες τσιμπίδες, να συνεργάζεται με σατανιστές, να λούζεται και να πίνει το αίμα των θυμάτων της για να γίνει ομορφότερη.