iporta.gr

Εκεί, στο ίδιο σημείο. Κάθε βράδυ, του Δημήτρη Κατσούλα

 

 

 

 

 

 

 

 

Δημήτρης Κατσούλας  

 

 

 

 

Μέχρι το 1990 ήταν κούκλα. Με χορτάρι, δέντρα, συντριβάνια, τον ”Μπακάκο”- ραντεβού όλων των ερωτευμένων, αλλά και χωριατών για συνάντηση και όχι μόνο-και έσφιζε από ζωή ανθρώπινη.

Πόσα, μα πόσα νιόπαντρα ζευγάρια δεν την επισκέπτονταν για να φωτογραφηθούν και να περπατήσουν στο ολοστρόγγυλό της σχήμα, με το νερό να βρέχει το πέπλο της νύφης και τα φρεσκοαγορασμένα γυαλιστερά παπούτσια του γαμπρού!

Ένα πρωί, ξαφνικά, ξημέρωσε και ο Δρομέας του καθηγητή Βαρώτσου. Ένας αθλητής από γυαλί μόνο φτιαγμένος, όπου με τη θέση και στάση που πήρε, μαρτυρούσε ότι δεν θα έμενε και πολύ. Ήταν έτοιμος ν’ ακούσει το σφύριγμα προς φυγή. Φαινόταν ότι αρνιόταν την τοποθέτησή του πάνω στο χορτάρι που ”καταπατούσε”.

Επερχόμενης όμως της Ολυμπιάδας 2004 (κανείς ακόμη δεν μίλησε γι αυτή…), όλα ήρθαν ανάσκελα. Ο Μετροπόντικας αρχίζει να την ξεκοιλιάζει, ο Δρομέας ”έτρεξε” για την περιοχή Χίλτον, το χορτάρι και τα δέντρα ξαπλώθηκαν καταγής, και ένα απέραντο τσιμέντο την σκέπασε από άκρη σε άκρη. Η κοκέτα μας χάθηκε στη σκόνη.

Μα, για την Ομόνοια ομιλώ, τη σημερινή.

Ομόνοια λοιπόν, ώρα 00:32. Απομένουν 15 λεπτά για το τελευταίο τρένο στις 00:47 προς Πειραιά.

Οι ελάχιστοι που βρίσκονται στο σταθμό έχουν κουρνιάσει σαν περιστέρια στα άδεια παγκάκια. Μερικοί, κουνούν κάτι μικρά σκληρά χαρτιά, σαν από βιβλίο σκισμένο, κάνοντας αέρα στο πρόσωπό τους. Κάποιος διαβάζει μια ”ξεχασμένη” εφημερίδα, κάποιος κοιτάζει ξανά και ξανά τις σακούλες με τα ψώνια της ημέρας, με βλέμμα που ”προδίδει” ότι δεν είναι αρκετά.

Ο ήχος από το καρότσι μιας κυρίας ”γρατζουνά” το δάπεδο και ”σπάει” την ησυχία. Τα βλέμματα για λίγο ανασηκώνονται για να ξαναπέσουν. Το κέρμα που πέφτει από το πρεζάκι στην απέναντι αποβάθρα, δεν τραβάει την προσοχή κανενός. Περνώντας απαρατήρητος ο 35άρης χρήστης βάζει αυτή τη φορά πιο προσεκτικά τα χρήματα στο παντελόνι του.Και ξανά σιωπή.Η μόνη που ενώνει τους 15-20 ανθρώπους της αποβάθρας.

Το ρολόϊ για τον τελευταίο συρμό μετράει αντίστροφα. Βαριαναστεναγμοί και σκυμμένα κεφάλια που κοιτάζουν το αριστερό τους χέρι να δουν την ώρα που έχουν τσεκάρει λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα.

Κι όμως,μέσα στην ανυπομονησία για το τρένο καταφέρνει και χωρά η συζήτηση δυο γνωστών αγνώστων. Δυο παππούδων που κάθε μέρα την ίδια ώρα συναντούνται στο σταθμό.

”Καλό Χειμώνα”, λέει με φωνή γεμάτη μπρίο ο ένας. Σέρνει τα βήματά του όλο και πιο γρήγορα για να φτάσει στο σημείο συνάντησης. Το παγκάκι. Η θέση είναι ”κρατημένη” από τον Θανάση για τον Κώστα. Ο Θανάσης πάντα φτάνει νωρίτερα για να είναι σίγουρος ότι θα βρει το παγκάκι ελεύθερο.

 

Δεν γνωρίζονται από χρόνια,αλλά η τυχαία τους συνάντηση κάποτε,καθόρισε τα βράδια τους.Ανταμώνουν κάθε μέρα,πριν το τελευταίο τρένο.

”Βρήκα μια εφημερίδα σήμερα, γράφει ότι έχουμε κατοχή”, λέει ο Κώστας με μάτια όλο λάμψη αλλά δεν μπορεί να κρύψει μέσα από αυτά και τον τρόμο.

 

Ανοίγει το πρωτοσέλιδο, τινάζοντάς το σαν σεντόνι που απλώνεις σε κρεβάτι και αρχίζει να λέει τις ειδήσεις.

Σταματά για να διηγηθεί μια ιστορία που του είχαν πει εκείνη τη μέρα. ”Στην κατοχή, λένε, επειδή πεινούσε ο κόσμος πολύ, έγδερναν τα γατιά, τα έβαζαν για 24 ώρες σε μια κατσαρόλα με ξύδι και μετά τα πλάσαραν για λαγούς και κουνέλια. Ήταν γνωστό το κόλπο, αλλά όλοι έτρωγαν”.

Ο Θανάσης τον κοιτάζει συγκαταβατικά, ελαφρά έκπληκτος από τα λεγόμενα. Παρομοιάζουν το τότε με το σήμερα, συγκρίνουν τις διηγήσεις των πατεράδων τους με τις δικές τους ζωές.

”Δεν πάει άλλο”, καταλήγουν το συμπέρασμα που καταλήγουν μετα από κάθε κουβέντα, για να ευχηθούν ζωή στα εγγόνια τους και καλύτερες μέρες.

Βρίζουν τους Γερμανούς, την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, αναπολούν τη Χούντα ”που περνούσαμε καλύτερα. Είχαμε δουλειές, τα μπαλκόνια μας δεν τα κάναμε φρούρια, ήταν ανοιχτά”. Βρίζουν ξανά τη Μέρκελ και το Σόϊμπλε, θυμούνται το κατοχικό δάνειο, αναπολούν όμως και τους Χίτες με τα κουμπούρια.

”Μια χούντα θέλουμε”, λένε όλο και πιο δυνατά,με τον κρυφό πόθο να τα ακούσουν κι άλλοι.Και τους ακούν. Και τους ρωτούν ”ψηφίζετε χρυσή αυγή;”.

 

”Οχι”, απαντούν με τα πόδια νευρικά, σαν στυλωμένα άλογο. Δεν θέλουν να δηλώσουν φασίστες. Δεν αισθάνονται φασίστες. Αλλά αναπολούν τη δικτατορία, θαυμάζουν με αφέλεια μικρού παιδιού τους χίτες με τα πιστόλια.

 

Το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτού που ονομάζουμε κατεστημένο είναι ακριβώς αυτή η πολιτική σύγχυση. Από την άλλη,υπέρ ή όχι της χούντας ψηφοφόροι ή όχι της Χρυσής Αυγής, οι δυο αυτοί παππούδες, δεν παύουν να είναι και δυό ρομαντικοί τύποι. Ανταμώνουν σ’ ένα σταθμό τρένου, πάντα την ίδια ώρα!

Τελειώνουν παρέα τη μέρα τους και κάνουν μαζί ”ταμείο”. Χαρίζουν την πιο ανθρώπινη στιγμή, στο πιο βουβό μέρος. Το μέρος για το οποίο όλοι οι υπόλοιποι είμαστε απλά περαστικοί.

 

Υγ:τους υποσχέθηκα ότι θα τους επισκεφτώ και στο βαρύ χειμώνα.