Ο Μάνος Κοντολέων είναι συγγραφέας.
– Γιατί γράφεις;
– Ίσως γιατί δεν ξέρω πια τι άλλο να κάνω… Μπορεί όμως και γιατί το γράψιμο να είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να εκφράσω τον εαυτό μου… Τελικά και οι δυο απαντήσεις, νομίζω, πως υπονοούν την ίδια απάντηση… Θέλω να πω πως μετά από τα δώδεκα περίπου χρόνια μου (τότε που έγραψα το πρώτο μου κείμενο και το είδα να δημοσιεύεται στη «Διάπλαση των Παίδων») μέχρι σήμερα έχω τόσο εθιστεί στο να εκφράζω γραπτώς σκέψεις και όνειρα, ανασφάλειες, θυμούς και αγάπες, που ακόμα και αν ήθελα (και κάποιες στιγμές πραγματικά το θέλω) να βρω έναν άλλο τρόπο έκφρασης και προβολής του εγώ μου, δεν ξέρω τη μέθοδο για να το κάνω.
Γράφω -αναρωτιέμαι- από κεκτημένη ταχύτητα; Ή μήπως γράφω γιατί δεν τολμώ να εγκαταλείψω όλα όσα έχω κατακτήσει;
Κάποιες φορές σκέφτομαι όμως, πως κάτι τέτοιες σκέψεις είναι βλάσθημες. Γιατί το να έχεις ένα λογοτεχνικό τάλαντο είναι μια θεϊκή δωρεά. Και από εκεί και πέρα είναι πια η δικιά σου και μόνο ευθύνη και απόφαση για το που και πως αυτή τη δωρεά θα τη χρησιμοποιήσεις.
– Είσαι ένας επαγγελματίας συγγραφέας.
– Είμαι. Θέλω να είμαι. Και το μισώ που είμαι… Βέβαια, αν δεν έβλεπα με επαγγελματικές απαιτήσεις το γράψιμό μου δεν θα είχα κάνει όσα έκανα. Αλλά αν πάλι δεν το είχα δει ως επάγγελμα, ίσως αυτά που θα είχα κάνει να ήταν περισσότερο προσωπικά.
Όμως δεν ξέρω αν είχα το δικαίωμα επιλογής. Θέλω να πω πως η συγγραφική μου ιδιοσυγκρασία είναι τόσο εκρηκτική ώστε μόνο μέσα σε κανόνες επαγγελματικής εφαρμογής θα μπορούσε να βρει διεξόδους ελέγχου της έκφρασής της.
– Να υποθέσω πως πιστεύεις ότι δεν έγραψες το έργο που είχες ονειρευτεί να γράψεις;
– Το έργο που είχα ονειρευτεί να γράψω!… Ποιο ήταν, άραγε, αυτό; Φαντάζομαι κάποιο αντίστοιχο εκείνων που ως αναγνώστη με συγκλονίσανε… Και με συγκλόνισαν μυθιστορήματα του Ζολά, του Φλομπέρ, του Ντίκενς, του Μαρκές, του Γκαλσγουώρθη, του Μωμ… Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα ποιήματα του Καβάφη, ο ‘Αμλετ του Σαίξπηρ, τα θεατρικά του Ίψεν, τα παραμύθια του Άντερσεν, τα ρομάντζα της Σελίνκο, το απόλυτο του «Μεγάλου Μoλν»…
Δεν ξεγελώ τον εαυτό μου πως έγραψα τέτοια έργα. Δεν περιμένω πως θα τα γράψω… Αλλά όσα έγραψα… -αυτά είναι τα δικά μου. Το σώμα μου και η ψυχή μου. Τα δικά μου έργα… Κάτι παρόμοιο με την εμφάνισή μου -όσο και να θέλω να την βελτιώσω, τελικά κάπου θα σκοντάψω στα όριά της- κι άλλωστε το κορμί μου είναι το δικό μου το κορμί* μέσα από αυτό έχω νοιώσει και τον πόνο, μα και την ηδονή. Επίσης κάτι παρόμοιο με τους δικούς μου ανθρώπους…. Αυτούς που βρέθηκαν στο δρόμο μου και τους αγάπησα, με αγαπήσανε, με επηρεάσανε, τους επηρέασα… Δεν θα ήθελα να είχα άλλους δικούς από αυτούς που αξιώθηκα (που έτυχε, αν προτιμάς) να έχω… Έτσι και δεν θα ήθελα να είχα γράψει άλλα έργα από αυτά που έγραψα (που έτυχε, αν προτιμάς, να γράψω)… Δεν είναι τα καλύτερα, το ξέρω! Μα είναι τα δικά μου. Μέσα τους κρύβονται και οι προσπάθειες για τα όσα ονειρεύτηκα και δεν μπόρεσα να πραγματώσω.
-Το κείμενο, λοιπόν!… Αλήθεια, τί είναι για σένα το λογοτεχνικό κείμενο;
-Για μένα το κείμενο, το κάθε κείμενο πρέπει πίσω από το ότι λέει, το ότι περιγράφει, πίσω από αυτά να κρύβει κάτι… Κάτι άλλο, περισσότερο να υπονοεί. Το λογοτεχνικό κείμενο -από το πιο απλό παραμύθι, μέχρι το πιο σύνθετο πεζογράφημα- θα πρέπει να κρατά από τη μια τα μυστικά του και από την άλλη να δίνει το δικαίωμα στον αναγνώστη του να μπορεί να τα ανακαλύψει αυτά τα μυστικά… Αλλά η ανακάλυψη πρέπει να είναι πάντα μια προσωπική πορεία του αναγνωστη. Λατρεύω αυτού του είδους τα κείμενα και απεχθάνομαι όσα αντιθέτως διαθέτουν μόνο μια επιφάνεια…
– Αλλά, σκέφτομαι τώρα, τόσα πολλά βιβλία… Και τόσο διαφορετικών ειδών! Μήπως, τελικά, σπαταλήθηκες;
– Α, όχι! Ακόμα κι αν σπαταλήθηκα -που δεν το πιστεύω- ακόμα και τότε άξιζε να ζήσω συγγραφικά όλα όσα έζησα. Μου προσφέρανε τόσες χαρές, τόσες πίκρες. Με κάνανε να έχω αισθήματα. Και εγώ τους το ανταποδίδω… Τα έργα μου έχουν πάθος. Το πάθος που βγαίνει από τις σωστές κινήσεις μου, αλλά και κυρίως από τις λανθασμένες. Τα έργα μου έχουν και τεχνική στη δόμήσή τους. Όλη αυτή η μακρόχρονη απασχόλησή μου, η καθημερινή απασχόλησή μου με τον γραπτό λόγο και όλες αυτές οι αναγνώσεις μου, τελικά μου προσέφεραν μια πολύτιμη πείρα. Είμαι υπερήφανος για τα έργα μου. Είμαι υπερήφανος γιατί ποτέ δεν πρόδωσα τις ιδέες μου. Ότι πίστεψα και πιστεύω, υπάρχει και μέσα στα βιβλία μου. Ο συγγραφέας και ο άνθρωπος ταυτίζονται…
-Βιωματικός, λοιπόν, συγγραφέας;
– Μα μπορεί κανείς να γράψει τίποτε άλλο από τα βιώματά του; Ακόμα και όσοι συγγραφείς δείχνουν πως γράφουν κείμενα που δεν έχουν καμιά σχέση με τη ζωή τους, στην ουσία μέσα από αυτήν την αποφυγή, την ζωή τους και πάλι εκφράζουν…
Κι έπειτα, μου αρέσει να αυτοεκτίθεμαι… Να εκδίδομαι. Ποτέ δεν πλήρωσα για να βγάλω βιβλίο μου. Ήθελα και θέλω να κερδίζω από αυτά. Να βγαίνω στην αγορά και να πουλώ το σώμα και τα συναισθήματά μου. Να τα πουλώ όχι μόνο για χρήματα, μα και για δόξα. Να με συζητάνε. Να με θαυμάζουνε, μα και να με κουτσομπολεύουνε. Μια πόρνη είναι ο κάθε συγγραφέας. Θα μπορούσε να είχε γίνει το κεντρικό πρόσωπο σε ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα του Καβάφη. Αιρετική ίσως άποψη και μην την πάρεις και πολύ στα σοβαρά… Αλλά και μην τη θεωρήσεις ως μια και μόνο παραδοξολογία…
– Κι όμως τα περισσότερα από τα βιβλία σου έχουν γραφτεί για παιδιά και νέους.
– Και τι σημασία έχει αυτό. Έχουν γραφτεί για παιδιά!… Θα ήταν πιο σωστό αν έλεγες πως έχουν κυκλοφορήσει σε σειρές για παιδιά και νέους… Οι νόμοι της αγοράς καθορίζουν την ένταξη. Οι εσωτερικές ανάγκες καθορίζουν την έμπνευση.
Ο Άντερσεν έχεις σκεφτεί πόσο μόνο «παιδικός» συγγραφέας είναι; Και με πόση αθώα, άραγε, παιδικότητα γράφτηκε η “Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων”;
Τυποποιήσεις μιας εποχής καταναλωτικής και φαινόμενα μιας περιόδου υπερπαραγωγής λογοτεχνικών έργων. Αλλά νομίζω πως μπαίνουμε στην εποχή που δίπλα στις τυποποιήσεις θα υπάρχουν και οι υποκειμενικές προσεγγίσεις. Στο εξωτερικό συμβαίνει ήδη. Θα έρθει το φαινόμενο αυτό -θέλουμε δεν θέλουμε- και στην επαρχιώτικης νοοτροπίας Ελλαδίτσα μας.
– Τελικά είναι πιο εύκολο να γράψεις για παιδιά και πιο άνετα μέσα στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας κατακτάς της αναγνώριση;
– Ανοησίες! Σε κανένα χώρο τίποτε δεν κατακτιέται με ευκολία. Κι αν κάποια στιγμή κάποιος το επιτύχει, τότε η επιτυχία του αυτή θα είναι στιγμιαία.
Το κείμενο που απευθύνεται σε παιδιά ή νέους, μπορεί να έχει τους δικούς του νόμους υλοποίησης, αλλά και έχει τις ίδιες απαιτήσεις και με το κάθε κείμενο της «ενήλικης» λογοτεχνίας. Χρειάζεται δομή, χρειάζεται, ολοκληρωμένους χαρακτήρες, χρειάζεται καλοδουλεμένη φράση… Χρειάζεται ακόμα ο συγγραφέας να διαθέτει μια αίσθηση παιδικότητας ή νεανικότητας. Κι αυτά είναι πολύ δύσκολα να τα έχεις όταν δεν είσαι πια παιδί ή νέος.
Όσοι πιστεύουν πως το να γραφτεί ένα παιδικό βιβλίο είναι εύκολο, ας ψάξουν μέσα στην εργογραφία κάποιων πολύ σημαντικών συγγραφέων μας (της λογοτεχνίας των ενηλίκων, εννοώ) και θα δούνε και κάποιους τίτλους παιδικούς. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ πως αν εξαιρέσεις ένα ή δυο, όλοι οι άλλοι καλοί συγγραφείς απέτυχαν.
-Ναι, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που αμφισβητούν την ίδια της έννοια της ύπαρξης παιδικής λογοτεχνίας. Λένε πως αυτός είναι ένας όρος δίχως νόημα. Πως παιδική λογοτεχνία δεν είναι δυνατόν να υπάρχει, μιας και το παιδί έχει αναγνωστικές ανάγκες που μόνο από ένα συνομήλικό του μπορεί να καλυφθούν.
– Τα έχω ακούσει κι εγώ όλα αυτά. Κάποτε απαντούσα, προσπαθούσα να τους πείσω… Τώρα απλώς και μόνο γελάω.
Μα τα παιδιά είναι προσωπικότητες υπό διαμόρφωση. Ό,τι τυχόν μόνα τους παράγουν, πάντα ως δείγματα εξάσκησης θα πρέπει να νοούνται. Η κοινωνία των ενηλίκων είναι που τα εκπαιδεύει. Τα ίδια καταναλώνουν, διαπαιδαγωγούνται και ψάχνουν τη χάραξη του ατομικού τους δρόμου. Κι έτσι έρχονται να συναντήσουν τα έργα των μεγάλων. Ανάμεσά τους και τα κείμενα που θα γεφυρώνουν την δικιά τους ανάγκη για αισθητική ολοκλήρωση και συναισθηματική εκτόνωση με την ήδη διαμορφωμένη πείρα των ενηλίκων δημιουργών. Σημασία έχει πάντως, αυτοί οι ενήλικες δημιουργοί και να μην έχουν ξεχάσει τη δυναμική της δικιάς τους παιδικής ηλικίας και εφηβείας. Αλλά… Τί να πω; Εγώ όταν ήμουνα παιδί λάτρεψα κάποια παραμύθια, ξετρελάθηκα με κάποια παιδικά μυθιστορήματα… Και τώρα που έχω αναγνώστες παιδιά και νέους, παίρνω γράμματα τους και βλέπω το πόσο επικοινωνούν με τα έργα μου… Άρα η λογοτεχνία που τους πλησιάζει και υπάρχει και είναι πάντα γραμμένη από μεγάλους.
– Το ξέρω όμως πως θυμώνεις όταν ακούς να σε προσφωνούνε “Ο Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας παιδικών βιβλίων” ή με εκείνο το άλλο το αμίμητο “Ο Μάνος Κοντολέων είναι παιδικός συγγραφέας”
– Δεν θυμώνω. Εκνευρίζομαι. Ίσως και να επαναστατώ… Επαναστατώ απέναντι μιας εντελώς φασιστικής νοοτροπίας. Γιατί, διάβολε, έχω γράψει και κάμποσα έργα για μεγάλους. και μάλιστα κάποια από αυτά είναι και πολύ μα πολύ δύσκολα,… μεγαλίστικα. Απλώς μιας και τα περισσότερα από τα βιβλία μου είναι για παιδιά και νέους, και μιας και είναι και αυτά που με έχουν κάνει περισσότερο γνωστό, αυτόματα μου μπαίνει η ετικέτα… Κι αν στη ζωή μου κάτι ιδιαίτερα έχω αντιπαθήσει είναι η όποια ετικέτα. Μια έκφραση φασιστικής νοοτροπίας είναι κάτι τέτοιο. Εγώ ό,τι κι αν γράφω, ένα πάντα πράγμα κάνω -να προσπαθώ να το πλουτίζω με την τεχνική που έχω κατακτήσει και με τις ιδέες που έχω πιστέψει.
Και όταν μου δοθεί η ευκαιρία, λέω, υπενθυμίζω πως δεν υπάρχουν προκατασκευασμένες κατηγορίες βιβλίων ή αναγνωστών. Απλά και μόνο από τη μια πλευρά υπάρχουν τα κείμενα και από την άλλη οι αναγνώστες. Οι εκάστοτε προσεγγίσεις των δύο πλευρών είναι πάντα εξατομικευμένες και απελευθερωμένες. Μου έχει τύχει παιδί της Τρίτης Δημοτικού να έχει διαβάσει και να λάτρεψε το “Γεύση Πικραμύγδαλου”, κοπέλα της Δευτέρας Γυμνασίου να έχει ενθουσιαστεί με το “Τα φώτα, είπε!”, όπως και δεκαοχτάχρονη να μου γράψει για να μου εκφράσει τη ικανοποίηση της μετά από το διάβασμα του “Δομήνικου”. Μια νέα συγγραφέας έργου ιδιαιτέρως κλειστού και «ενηλικιωμένου» έχει δηλώσει γραπτώς το πόσο την επηρέασε “Το 33″…
– Δηλαδή πιστεύεις πως επικοινωνείς με πολυποίκιλους τρόπους με τους αναγνώστες σου…
– Ναι! Νομίζω πως οι περισσότεροι από αυτούς που με διάβασαν -μικροί και μεγάλοι- με έχουν αισθανθεί ως ένα δικό τους άνθρωπο. Και αυτό είναι κάτι που το επιδιώκω. Ίσως γιατί κι εγώ , ως αναγνώστης, βρέθηκα πολύ κοντά σε κάποιους συγγραφείς, αισθάνθηκα πολύ δικούς μου κάποιους ήρωες της λογοτεχνίας. Μου αρέσει αυτή η σχέση. Πιστεύω πως οι ήρωες των βιβλίων και οι αναγνώστες τους δημιουργούν μεταξύ τους μια σχέση. Μια πολύ στενή σχέση. Και μέσα σε αυτού του είδους τον δεσμό, υπάρχει πάντα και ο συγγραφέας.
Βέβαια, κάποιους συγγραφείς που πολύ αγάπησες από τα βιβλία τους, που έκανε ς δικούς σου τους ήρωές τους, αν τύχει και τους γνωρίσεις από κοντά, θα απογοητευτείς. Ναι, υπάρχουν τέτοιοι συγγραφείς. Αρκετούς τους έχω γνωρίσει. Και όχι μόνο με άφησαν με ένα αίσθημα απογοήτευσης, αλλά και με ένα θυμό. Λες και με ξεγελάσανε… Βέβαια, δεν είναι ίσως σωστό να ταυτίζεις τόσο πολύ το συγγραφέα με το έργο του, τους ήρωές του. Αλλά οι περισσότεροι αναγνώστες δεν μπορούν να αποφύγουν κάτι τέτοιο. Εγώ σαν αναγνώστης δεν το αποφεύγω.. Θάλεγα, μάλιστα πως το επιζητώ. Γι αυτό και θέλω η συγγραφική μου ταυτότητα να συνταιριάζεται με την ατομική μου.
Οι αναγνώστες μου είναι άνθρωποι που εγώ έχω λίγο ή πολύ, ουσιαστικά ή όχι επέμβει στη ζωή τους. Δεν το ξεχνώ αυτό…
-Δηλαδή γράφεις για τους αναγνώστες σου;
-Όχι! Γράφω για τον εαυτό μου. Αλλά ακριβώς έτσι γίνεται. Όσο περισσότερο για δικιά σου ανάγκη δημιουργείς κάτι, τόσο αυτό το κάτι αγγίζει περισσότερο περισσότερους. Όλοι μας ζητάμε να εκφράζουμε την αυθεντικότητά μας και όλοι μας θέλουμε να συναντάμε την αυθεντικότητα των άλλων. Η Τέχνη πρέπει να είναι μια αυθεντική κατάθεση της ατομικότητας.
-Ο ρόλος, λοιπόν, του συγγραφέα, είναι μόνο η κατάθεση της ατομικότητάς του;
-Όχι, ασφαλώς! Αν και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο. Αλλά για μένα ο ρόλος του συγγραφέα έχει κι άλλες προεκτάσεις… Πρέπει να επαναστατεί, να αμφισβητεί, να ανακαλύπτει, να επιβεβαιώνει… Ο συγγραφέας συνέχεια πρέπει να μάχεται. Και μέσα από το έργο του, όλα αυτά -επαναστάσεις, επιβεβαιώσεις, αμφισβητήσεις, ανακαλύψεις, οράματα και ψευαισθήσεις- να τα στέλνει στους αναγνώστες του. Ο συγγραφέας πρέπει να έχει ένα κοινωνικό πρόσωπο. Να εκφράζει την εποχή του, καθώς την ίδια τη στιγμή θα την υπερβαίνει… Αλλά πάντα να δηλώνει -το ξαναλέω- την αυθεντικότητά του και να υποστηρίζει την ατομικότητα των αναγνωστών του.
– Το αυθεντικό της ατομικότητας οδηγεί, φοβάμαι, στην μοναξιά
– Μπορεί να είναι κι έτσι. Ίσως είναι. Αλλά τί σημασία έχει; Η μοναξιά είναι η μοίρα του ανθρώπου. Η καταδίκη του και η απελευθέρωσή του. Την ξορκίζει και την λατρεύει με την Τέχνη.
– Είσαι, λοιπόν, μόνος; Μετά από τόσα βιβλία, τόσους δικούς σου, τόσους αναγνώστες, τόσο έντονη καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή, είναι δυνατόν να είσαι μόνος;
– Μα δεν είμαι μόνος… Έχω εσένα. Κάνουμε τόσο καλή συντροφιά εσύ κι εγώ… Λέμε τα δικά μας… Συμφωνούμε, διαφωνούμε. Άλλοτε σε λατρεύω κι άλλοτε σε μισώ… Όσο υπάρχεις δίπλα μου δεν είμαι μόνος. Όσο υπάρχεις μαζί μου και με ρωτάς και με ακούς, σε βρίζω ή σε εμπιστεύομαι, μπορώ, κερδίζω την ικανότητα να απολαμβάνω τους ανθρώπους που αγαπώ, να κάνω τα πράγματα που θέλω… Να γράφω τα βιβλία μου, να διαβάζω άλλων βιβλία… Όχι! Μπορεί να βιώνω τη μοναξιά, αλλά δεν είμαι μόνος. Εσύ είσαι;