Επελέγη ο χώρος της Πλατείας Συντάγματος με φάτσα κάρτα απέναντι – στο υψηλότερο σημείο της – την Βουλή των Ελλήνων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η γιορτή του ”χόρτου”.
Σε μένα, τον κακεντρεχή, πέρασε και η ιδέα ότι αυτό θα ήταν και ένας έμμεσος τρόπος πίεσης της κυβέρνησης, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η χρήση του.
Έχοντας στο μυαλό μου και παλαιότερες αναφορές στο θέμα τ.Πρωθυπουργού: ”κάθε σπίτι και τη γλάστρα του”, ανηφόρισα την Ερμού και έφθασα στο χώρο της γιορτής-διαδήλωσης.
Στο γρασίδι, κάτω από τα μεγάλα δέντρα της Πλατείας Συντάγματος που η σκιά τους έχει φιλοξενήσει μέχρι και αυτοκτονίες, βρίσκονταν τούφες-τούφες, σαν φουντιές, οι διαμαρτυρόμενοι χασισοπότες και χασισοπότισσες.
Τεντώνοντας τα ρουθούνια μου για να πιάσω την χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδύεται από το ”θεϊκό χόρτο-φάρμακο”, δεν μου ήρθε τίποτα. Μόνο η τσίκνα από τους παρακείμενους πάγκους με τα σουβλάκια και τα λουκάνικα.
Ναι, αυτό ταιριάζει γάντι σε πορείες για το Πολυτεχνείο,διεκδίκηση και ένταξη στην κοινωνία ομοφυλόφυλλων, αγανακτισμένων και λοιπων συναθροίσεων.
Τώρα, το πώς καταφέρνουν αυτές οι μυρωδιές των σουβλακίων και των λουκάνικων να υπερτερούν των αιτημάτων, αυτό μόνο ένας γευσιγνώστης νομίζω θα μας έδινε τεκμηριωμένη απάντηση.
Από τα μεγάφωνα τώρα, οι διοργανωτές δεν μιλούσαν για εκδήλωση-συζήτηση (όπως διαφημιζόταν), αλλά για γιορτή. Και όταν λέμε γιορτή, αυτό σημαίνει χορός, μουσική, ξεσάλωμα, κάψιμο. Κάποιος τύπος, με ένα ψηλό σε στυλ κουβανέζικο καπέλο, κάτι προσπαθούσε να πει για αποποινικοποίηση, διϋπουργική κλπ, αλλά το μόνο που έμεινε ήταν η προτροπή του να φυτέψουμε χόρτα, και ότι ο ίδιος θέλει να καταναλώνει φούντα ελεύθερος.
Άλλος τώρα, του βουτάει το μικρόφωνο και λέει: ”να παραδειγματισθούμε από την Lady Gaga η οποία έγραψε τα καλύτερα τραγούδια της πάνω στη μαστούρα της, να μας γίνει οδηγός…”.
Μέσα στο πλήθος διέκρινες καμένες φάτσες, χρόνια στο κουρμπέτι του ρέϊβ, πιτσιρίκια να φορούν μπλούζες του Μπομ Μάρλεϋ, ωραία νεανικά γυναικεία κορμιά χωρίς ρούχα, αλλά στολισμένα με μακριά φύλλα από καλαμποκιές, παρδαλά πράγματα κρεμασμένα ως φύλλα συκής μπροστά τους, αφήνοντας όμως τα πράσινα, κίτρινα, λευκά και μωβ κυλοτάκια τους να προβάλουν.
Όλοι ήταν στον παραδεισένιο κόσμο τους. Χωρίς καμμιά έγνοια για την ώρα που περνούσε (είχαν εξ άλλου περιθώρια μέχρι τη 1 τη νύχτα). Το μόνο που ψιλιάστηκα πρόβλημά τους, πρέπει να ήταν η έλλειψη χαρτακίων για στρίψιμο.
Πλησιάζω ένα νεαρό-ευγενέστατος, δεν λέω-ο οποίος έδειχνε πολύ ανήσυχος, πολύ περισσότερο από τους άλλους, αγχωμένος μέχρι σκασμού: ”περιμένουμε το καλοκαίρι, ίσως ταυτόχρονα με ένα 3ο μνημόνιο, να ξαναγεμίσει η αγορά με φτηνό, καλό χόρτο…”.
Τους άφησα. Η ώρα 3.28 ντάλα μεσημέρι, κι ένα ήλιο που να διαπερνά το μαύρο μου μπλουζάκι. Όλος ο υπόλοιπος χρόνος μέχρι τα μεσάνυχτα, δικός τους…