iporta.gr

Did you ever want to speak?, του Νίκου Βασιλειάδη

 

Εκείνη τη νύχτα tου καλοκαιριού κάπου στα μέσα του Ιούνη, όπως και κάθε νύχτα του χρόνου, το μικρό μπαράκι στο τέλος του δρόμου ήταν σχεδόν άδειο. Σκοτεινό, σχεδόν vintage, με τοίχους που είχαν ρουφήξει άπληστα τους καπνούς απ τα τσιγάρα, σχεδόν ιδανικό για τύπους σαν τον Γιώργο. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που ο Γιώργος σε μια πράξη επαναλαμβανόμενης, σχεδόν μονομανούς συνήθειας. Το επισκέφθηκε ξανά με εκείνη την μόνιμη αίσθηση παραίτησης στο βλέμμα, ελπίζοντας ίσως να σπάσει την σιωπή, κάτι να απασχολήσει το μυαλό του, ίσως θέλοντας κάτι να συμβεί.

Έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε με δυο βήματα καθισμένος στο μπαρ. Έβγαλε ένα τσιγάρο από το τσαλακωμένο πακέτο και ζήτησε ένα ουίσκι απ’ τον μπάρμαν που του το άφησε σιωπηλός πριν του γυρίσει την πλάτη συνεχίζοντας το σκούπισμα των ποτηριών. Γύρισε το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο και κοίταξε πίσω του. Μια παρέα από νεαρά παιδιά γύρω στα είκοσι με εικοσιπέντε στη γωνία κοντά στην πόρτα σε ένα τραπέζι γεμάτο από μπύρες συζητούσαν μεγαλόφωνα, ένα ζευγάρι μεσήλικων προς το κέντρο ακριβώς πίσω το, σιωπηλοί κοιτούν ο ένας τον άλλον κι ένας μοναχικός τύπος κρυμμένος σ’ ένα τραπέζι στη γωνία δίπλα στην πόρτα με το χάλκινο παιδάκι που κατουράει σε ένα δοχείο νυκτός καρφωμένο στο κέντρο, που οδηγούσε στην τουαλέτα.

Έχουν κάτι κοινό οι άνθρωποι που βρίσκονται έξω, αυτές τις νύχτες, τις ζεστές σιωπηλές νύχτες του καλοκαιριού. Είναι χαρούμενοι, ή λυπημένοι, ερωτευμένοι, ή πολύ μόνοι. Μάλλον εγώ αποτελώ παραφωνία, σκέφτηκε, γιατί δεν είμαι τίποτε απ όλα αυτά. Δεν ξέρω τι είμαι. Και χαμογέλασε. Κατευθύνοντας τη ματιά του ευθεία βρήκε τον μπάρμαν να τον κοιτάζει λοξά. Άναψε το τσιγάρο του και έγνεψε πίνοντας μια γουλιά. Ο μπάρμαν δεν αντιγύρισε το νεύμα. Τον πλησίασε.

“Μοναξιές;” ρώτησε.

“Μάλλον”.

“Μάλλον καλύτερα απ’ το τίποτα” του ανταπάντησε.

Ο άντρας και η γυναίκα πίσω τους μάζευαν τα πράγματά τους από το τραπέζι και σηκώθηκαν να φύγουν. Άφησαν κάτι στο τραπέζι και έφυγαν, αποσπώντας την προσοχή τους για μια στιγμή.

“Θέλω να πω, πάντα υπήρχε, υπήρχε κάτι, τότε, αν με καταλαβαίνεις. Τώρα μάλλον τίποτα” .

Ο μπάρμαν στηρίχθηκε στον αγκώνα του και χαμήλωσε τα μάτια:

“Υπήρχε;”… τον ρώτησε.

Μια κοπέλα απ’ την παρέα κάθισε στα γόνατα ενός αγοριού. Χασκογέλαγε, εμφανώς μεθυσμένη με τα μάγουλά της κατακόκκινα. Οι υπόλοιποι άρχισαν να “δουλεύουν” με γκριμάτσες και αστεία τον τυχερό της παρέας, σηκώνοντας τα ποτήρια.

Ο μπάρμαν τους έδειξε με το βλέμμα:

“Δες τους. Και όμως για πόσο καιρό ακόμα μέχρι να τα βαρεθούν όλα αυτά;”.

Ο Γιώργος έμεινε σιωπηλός. Σήκωσε τους ώμους με ειλικρινή απορία. Μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να έδειχνε πως βαριέται και πως θα έπρεπε να κάνει κάτι για να συνεχίσει την κουβέντα. Ύστερα το ξανασκέφτηκε κι είπε στον εαυτό του πως ήταν υπερβολικός. Τι θα του πρόσφερε εξάλλου μια ακόμη ανούσια συγκαταβατική κουβέντα; Τα παιδιά στο βάθος συνέχιζαν να γελάνε και να πειράζονται. Ο Γιώργος ρούφηξε το τσιγάρο του με απόλαυση και κλειστά μάτια. Δε θα ακούσει ποτέ την ιστορία μου, σκέφτηκε. Δε θα μου πει ποτέ δυο λόγια παρηγοριάς, οποιουδήποτε είδους, οπτιμιστικά και ελπιδοφόρα, με παρότρυνση και χαμόγελο για τη ζωή, πως η ζωή είναι ένα άσπρο πανί κρεμασμένο εκεί που θα ‘πρεπε να βρίσκεται ένας πίνακας που πάνω του προβάλλουμε ό,τι φτιάχνει το μυαλό μας. Όχι γιατί …δε θέλω να του πω, και σίγουρα όχι γιατί δε θέλει να ακούσει ή γιατί όλα αυτά έχουν συμβεί τόσες φορές που δεν έχουν πλέον καμία δύναμη και επίδραση πάνω μας. Ο διάλογός μας ένας ακόμη άσκοπος διάλογος, ανάμεσα δεκάδες εκατοντάδες άλλους διαλόγους έχει τελειώσει πριν αρχίσει.

Άνοιξε τα μάτια. Η κομπανία μέσα από φωνές και γέλια αποχαιρετούσε τον μπάρμαν κλείνοντας την πόρτα, το ρεύμα από έναν ζεστό υγρό αέρα έριξε τη στάχτη στο ουίσκι.

“Μην είσαι έτσι”, τον απέσπασε από το κενό που βρισκόταν η φωνή του μπάρμαν. “Ο Pascal κάποτε είπε ότι όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας πηγάζουν από την ανικανότητα του ανθρώπου να καθίσει ήσυχα σε ένα δωμάτιο μόνος του. Δεν είναι κατάρα φίλε μου η μοναξιά και μη στραβώνεις. Μη ξινίζεις τα μούτρα σου στο άκουσμα της, έχει αξία ανεκτίμητη η μοναξιά μη την αδικείς. Αυτοί οι άνθρωποι στα δύσκολα δε χρειάζονται να μοιράσουν το βάρος τους, ξέρουν να το σηκώνουν μόνοι. Δεν έχουν ανάγκη τους άλλους για να περάσουν καλά, καθόλου δεν τους ενδιαφέρει αν εκεί που βρίσκονται είναι ένα μέρος γεμάτο κόσμο ή όχι. Αν είναι οι δρόμοι είναι άδειοι ή αν γίνεται χαμός. Μιλούν ή δεν μιλούν σχεδόν καθόλου. Είναι ψυχές που δεν χαρίζουν την ουσία τους με το οποιοδήποτε φθηνό αντίτιμο”.

Έξω οι δρόμοι ήταν το ίδιο έρημοι όπως και πριν, τα φώτα, ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα που έτρεχαν στην λεωφόρο, οι γεμάτοι σκουπίδια κάδοι, το περίπτερο με τον νυσταγμένο περιπτερά, είχαν μείνει ακριβώς όπως ήταν πριν, και η νύχτα προχωρούσε, αδιάφορη και σιωπηλή.

Νίκος Βασιλειάδης

  

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr