iporta.gr

Δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω!, του Μάνου Στεφανίδη

 

 

 

 

 

 

 

* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης

και Αναπληρωτής Καθηγητής

στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

 

 

 

Αυτός ο ιδιοφυής κατεργάρης, ο Τζούλιαν Μπαρνς γράφει στην “Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια” πως η φράση I love you είναι

σπουδαία και απέριττη μ΄ ένα υποκείμενο ελάχιστο που υποδηλώνει την ταπεινοφροσύνη του εραστή και μ΄ ένα ρήμα ισχυρό που

απελευθερώνει όλη την ενέργεια του φωνήεντος. Πολύ σωστά.

 

Σκέφτομαι, τώρα, πως η ίδια φράση στα ελληνικά, δηλαδή το “Σ΄ αγαπώ”, έχει εξαφανίσει εντελώς το υποκείμενο, ενσωματώνοντάς το στο

ρήμα. Το οποίο (ρήμα) ταξιδεύει πια σ΄ ένα βαθύ ωκεανό με ούριο αν και κάπως βιαστικό άνεμο. Όλα εξαρτώνται πάντως από το πώς θα

προφερθεί το ~ω. Κοφτά, δηλαδή αμετάκλητα και κάπως εκβιαστικά, σαν να είναι η τελευταία λέξη που λέει ο ερωτευμένος και μετά θα

σιωπήσει ολοκληρωτικά, σαν τον τελικό σπασμό της ερωτικής πράξης; Ή, το μακρό φωνήεν θα διεκδικήσει ολόκληρο το χρόνο του

σβήνοντας σαν το τελευταίο πνευστό μιας καντέντσας, σαν απόηχος φωνής πουλιού από βελούδο σε νυχτερινό δάσος; Τέλος, στο “σ΄

αγαπώ” το αντικείμενο προτάσσεται αποθεωτικά, υψώνεται σαν λάβαρο αν και κάπως θεατρικά στην αρχή των πάντων.

 

Είσαι εσύ που αγαπώ και μόνο εσύ κι εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο ούτε μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό από το να σ΄ αγαπάω. Να σ΄

αγαπάω; Εδώ τα πράγματα παρουσιάζουν μια ποικιλία που δεν συναντάται σ΄ άλλες γλώσσες. Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στο “σ΄ αγαπώ”

και στο “σ΄ αγαπάω” κρύβει τόσους χρωματισμούς ή μετατονισμούς, όσες επίσης και διαφορές. Διαφορές τις οποίες ο καθένας μπορεί να

συλλάβει, αρκεί απλώς να ψιθυρίσει συνειδητοποιημένα τις δυο φράσεις: Πρώτα “σ’ αγαπώ” και έπειτα “σ’ αγαπάω”…

 

Ας πούμε, στα γερμανικά, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αυτή η επιλογή: “Ich liebe dich” και μόνο “ich liebe dich”. Μονόχορδα, απόλυτα,

σαν Πρώσος ουλάνος έξω από τη Βαρσοβία. Μόνο που, βέβαια, εδώ το υποκείμενο, αιχμηρό και υποψιασμένο, κυλάει γρήγορα πάνω στα

υγρά του αγαπημένου ρήματος και καρφώνεται στο αντικείμενο του πόθου σαν κανονική αναπαράσταση λεκτικής συνουσίας.

 

ΥΓ. 1 Και τώρα ένα μικρό δράμα: Στα νέα ελληνικά, δεν μπορούμε να κάνουμε έρωτα! Λέω αλήθεια! Κυρίως γιατί μεταφράζουμε το make

love ή το faire l’amour! Σαν ετερόφωτα μυαλά και σώματα. Γιατί, αλήθεια, τι σημαίνει “κάνω έρωτα”; Προσέξτε πόσο ανέμπνευστη,

διεκπεραιωτική και εργαλειακή είναι αυτή η φράση. Επειδή μπορώ να κάνω στιφάδο, να κάνω γυμναστική, να κάνω πόλεμο, να κάνω

πυρετό άλλα όχι και έρωτα! Ο Σεφέρης έγραφε “κάνουν ΤΟΝ έρωτα”. Σαφώς καλύτερο… Αφού ανάμεσα στο ζευγάρι παρουσιάζεται αυτός,

ο τρίτος, ο έρωτας. Οι παλιότεροι, πάλι, χρησιμοποιούσαν τις μεταφορές “πλάγιασαν μαζί”, “χάρηκαν το κρεβάτι”, “έσμιξαν”, “ζευγάρωσαν”,

κλπ. Ο παππούς μου, τέλος, θα ‘λεγε “της έκανε τη δουλειά”. Ή, ακόμα χειρότερα, “τη χάλασε”. Προσπαθούσα να εξηγήσω στους φοιτητές

μου πως ο στίχος “Σαν θα με πάρει, τον πόνο μου μη δει” του Χατζιδάκι από τη “Στέλλα” αναφέρεται στην ερωτική πράξη. “Αποκλείεται,

κύριε, δεν κάνουνε έτσι έρωτα”, με αποστόμωσαν!

 

ΥΓ.2 Την ένοιωθε να λιγοθυμάει με μικρές κραυγές ανάμεσα στο πόδια του, να τρέμει, να λυγίζει, να τινάζεται ολόκληρη από την ηδονή, να

τρικυμίσει σαν κύμα το σώμα της κι έπειτα ο παφλασμός να καταλαγιάζει, να ξαναρχίζει όπως σεισμός που δεν ελέγχει τη δύναμή του.

 

Την κοίταζε εκστατικός τόσο ώστε λησμόνησε τη δική του επιθυμία και χαιρόταν αποκλειστικά τη δική της . Σαν στρατηγός που καμαρώνει

ευτυχισμένος το στρατό του να επελαύνει.

 

Έπειτα σαν να ηρέμησε εκείνη, το κύμα πια έτρεχε βουβό, χαλάρωσε τη μέγγενη των ποδιών του και με τα χέρια ελεύθερα της χάιδεψε τα

μαλλιά. Κοίταγε τα χέρια του πάνω στους ανακατωμένους πλοκάμους, τους πυκνούς βοστρύχους και σαν να τους έδωσε μια διαταγή. Τώρα

χωρίς καθυστέρηση πρέπει να ζωγραφίσετε, τους είπε.

 

Και βέβαια ο πίνακας θα παρουσίαζε μια γυναίκα με την πλάτη γυρισμένη σ΄ ένα τραπέζι γεμάτο φρούτα. Μισόγυμνη και το ημίφως θα

έμοιαζε με ρούχο επάνω της. Στο παράθυρο, ένα φεγγάρι έκανε τα δικά του. Όπως πάντα. Κι ένα γύρω φιγούρες μικροκαμωμένων ανδρών

σαν να κοιμούνται, σαν να πλησιάζουν ντροπαλοί,, σαν να γδύνονται για να πουν την προσευχή τους.

 

Σήκωσε το σώμα της γυναίκας κι ακούμπησε στα στήθη της τις παλάμες του ανοιχτές.

 

Σαν να ανίχνευε ένα θησαυρό… Σαν να προσευχόταν…

 

ΥΓ. 3 Έρωτας είναι ο τρόπος μας ν’ αναπνέουμε ανάμεσα στην έκσταση και το πένθος. Το πάθος για το εφήμερο, μια ζωή με όρους

θανάτου.

 

Ζωή πάλι είναι ό,τι γράφεται ανάμεσα σε μία τελεία και μιάν άλλη. Τέχνη, τέλος, ό, τι περισσεύει από εκείνη την ζωή που δεν ζήσαμε . Η

αδυναμία μας όταν υποδύεται την δύναμη.

 

* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του. 

 

iPorta.gr