Όταν ήμουν πιτσιρίκι και έλεγα ”δεν μπορώ” συνήθως για εργασίες του σχολείου, μου έλεγε η μάνα μου ”δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω”.
Για μερικά χρόνια δεν είχα αντίλογο.
Έσκυβα το κεφάλι και ήθελα – δεν ήθελα, μπορούσα – δεν μπορούσα, έπρεπε να μπορέσω κι’ ας μη μπορούσα σε όλα.
Κάπου εκεί στην προεφηβεία, όταν οι πρώτες μαγκιές κάνουν την εμφάνισή τους, ήρθε και η φαεινή για πληρωμένη απάντηση.
Στην πρώτη ευκαιρία λοιπόν σκάω ένα ”μάνα, άσε με ήσυχο. Δεν μπορώ να θέλω”.
Το χαστούκι έπεσε σαν ρομφαία.
Από εκείνα τα χαστούκια που σε συντροφεύουν μια ζωή.
Και δεν μου ξαναμίλησε.
Όχι μόνο για τις εργασίες και τα μαθήματα, αλλά γενικά.
Ένιωσε ότι είχα μεγαλώσει και έπρεπε πλέον να κολυμπάω μόνος μου.
Θέλοντας.
Το ”μπορώ” εξαρτάται από άλλους.
Το ”θέλω” είναι δικό μας. Κατάδικό μας.
Αυτό μας δικάζει και μας καταδικάζει.
Που προδικάζει ποιοι ήμαστε.
Που μας επιδικάζει αυτά που αξίζουμε.
Το ήθελα το χαστούκι μου.
Το ήθελε και εκείνη να μου το δώσει, γιατί αν περίμενε από τα ”μπορώ” της ίσως να μην είχε πάρει ακόμη απάντηση.
Κι’ εγώ ακόμη θα ψαχνόμουν…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr