iporta.gr

Μπορώ ακόμα να ονειρεύομαι Ελληνικά. Σχεδόν Οικουμενικά…, του Κωστή Α. Μακρή

 

Δεν θυμάμαι πότε φώλιασε μέσα μου, σαν λέξη, η «Οικουμένη».

 

Λέξη ανερμήνευτη αρχικά που με τα χρόνια αποκτούσε φορτίο τεράστιο.

 

Αυτό που σκέφτομαι τώρα είναι ότι πάντα ήταν μια λέξη ζητούμενο για μένα παρά μια λέξη χρηστική όπως οι λέξεις «κόσμος», «πλανήτης», «γη», «ανθρωπότητα», «πλάση» και άλλες.

 

Κι ακόμα ζητούμενο παραμένει η Οικουμένη για μιαν ανθρωπότητα τόσο άστεγη από ανθρωπισμό. Γιατί έχει τον «οίκο» μέσα της η λέξη Οικουμένη. Έχει σπίτι, φωλιά, θαλάμι, λαγούμι, μονιά, ιστό, ριζικό σύστημα, γάστρα-γλάστρα.

 

Όχι μόνο για ανθρώπους αλλά και για κάθε ζωντανό πάνω στη γη.

 

Κάποια στιγμή πρόσεξα ―αν εξαιρέσουμε τα αγγλικά, όπου υπάρχει και το ecumene μετά από το universe― ότι στις περισσότερες λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες κυριαρχεί σαν μετάφραση της λέξης «οικουμένη» το (προσαρμοσμένο στην κάθε γλώσσα) universe. Ένα ουσιαστικό που δεν έχει «οίκο» μέσα του, ένα άστεγο ενιαίο σύμπαν, κάπως μετέωρο στη μοναδικότητά του.

 

Υπάρχει όμως μεταφρασμένο το «οικουμενικός, -ή, -ό». Σαν επιθετικός ―πόσο επιθετική λέξη!― προσδιορισμός για «πνεύματα», «ανθρώπους», «πατριάρχες».

 

Φαίνεται ότι οι άλλες γλώσσες δεν είναι τόσο υπερφίαλες που να βάζουν κάτι τόσο άπιαστο, τόσο «μη ουσιαστικό» σαν την οικουμένη (που όμως παραμένει ένα ουσιώδες ζητούμενο για μένα και για αρκετούς άλλους) μέσα στην καθημερινότητά τους. Δεν χρειάζεται να αποδείξουν οι άλλες γλώσσες τη συγγένειά τους με τους αρχαίους Έλληνες σοφούς γιατί δεν έπαψαν να τους μελετούν με σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, δίχως να καμώνονται ότι είναι απόγονοι ή συνεχιστές τους.

 

Εγώ όμως σαν παιδί μίλησα ελληνικά, έγραψα ελληνικά, τραγούδησα ελληνικά, έκλαψα ελληνικά, έβρισα ελληνικά, περηφανεύτηκα ελληνικά, αγάπησα και κόμπασα ελληνικά και από μια στιγμή και πέρα συνειδητοποίησα ότι σκέφτομαι και ελληνικά.

 

Με μικρό όμως το αρχικό «ε», γιατί όλη αυτή η Ελλάδα, που πολλοί προσπάθησαν να σφηνώσουν στο κεφάλι μου, δεν κατάφερε να το κάνει κεφαλαίο το αρχικό «Ε» των ελληνικών μου. Την περισσότερη δουλειά έπρεπε να την κάνω εγώ και, από μια εποχή και μετά, έγινε κεφαλαιώδες για μένα να μπορέσω να μιλήσω, να γράψω και να σκεφτώ Ελληνικά χωρίς τοπικούς, φυλετικούς, ιδεολογικούς και χρονικούς περιορισμούς. Δηλαδή Οικουμενικά.

 

 

Ανακαλύπτοντας σιγά σιγά ότι η λέξη «Οικουμένη» δεν είναι μια απλή λέξη αλλά τείνει περισσότερο σε ένα σύστημα στοχασμού που μπορεί ―κάτω από προϋποθέσεις― να στεγάσει όλα τα πλάσματα του οικείου μας σύμπαντος.

 

Αυτό όμως έχει κάποιες παράπλευρες απώλειες: πληθαίνουν οι άγνωστες λέξεις και δυσκολεύομαι να βολευτώ σε μια τόσο στενή ―όσο και στενόχωρη― ελληνικότητα.

 

Δεν έχω καταφέρει να μεταφράσω στα Ελληνικά μου τη Φεράρι του Χατζηγιάννη όπως και το λαθρεμπόριο των καυσίμων. Αμετάφραστοι μένουν και η Βίκυ και ο Άκης, ο τέως υπηρέτης τού ελληνικού δημοσίου. Δεν έχω βρει σύγχρονα σανδάλια Ελληνικά, αντάξια ενός Απελλή, κι αν είχα λεφτά μπορεί και να ξέπεφτα στα μιουλς ή σάνταλς του Μανόλο του Μπλάνικ, του αρχιτσαγκάρη, τα μαγαζιά. Το ΧΑ της Χρυσής Αυγής δεν μπορώ να το προφέρω στα Ελληνικά, γιατί θυμίζει γέλιο και καθόλου αστείο δεν το βρίσκω, και έτσι μου βγαίνει ένα ξενόφερτο «ξα!». Κάτι σαν το «ξου» που λέμε στις κλεφτόγατες όταν πάνε να μαγαρίσουν το καλό φαΐ που έχουμε ετοιμάσει για διαλεχτούς ξένους. Δυσκολεύομαι να αποδώσω και τον ΕΝΦΙΑ στα Ελληνικά. Που μπήκε στη ζωή μας σαν το έκτακτο μερίδιο συμμετοχής (ρεφενές) πολλών για ένα ζημιογόνο φαγοπότι λίγων και στρογγυλοκάθησε σαν Φόρος πάνω σε ήδη φορολογημένη περιουσία.

 

Και πλαταίνοντας κάπως τις απορίες μου, συναντάω με φρίκη πολλά κομμένα κεφάλια, παντρεμένα κορίτσια 11 ετών, πουλημένα παιδιά και γυναίκες για ερωτική χρήση, μια πράξη δηλαδή που ―θα έπρεπε να― είναι ευλογημένη από τους ανθρώπους.

 

Είναι πολλά αυτά που μένουν δυσερμήνευτα στα Ελληνικά μου.

 

Έχω όμως και άλλες, πρακτικές, δυσκολίες.

 

Μου είναι σχεδόν αδύνατον να κάνω πράξη την αξιοκρατία όταν έχω συγγενείς ή φίλους υποψήφιους για μια δουλειά. Θα απεργήσω (λέμε τώρα, γιατί ο ψωριάρης εργοδότης μου είμαι εγώ ο ίδιος και οι πελάτες μου) σε κάθε απειλή αξιολόγησης, γιατί φοβάμαι αυτό που μου κληροδότησαν οι δάσκαλοί μου κι όλο μου το σόι αρνούμενοι πεισματικά κάθε κριτική στο αλάνθαστό τους σύστημα. Αφού δεν είμαι σε θέση να ελέγξω τους αξιολογητές μου, θα ελέγξω τον εαυτό μου; Ή μήπως έπρεπε να τα πω ανάποδα, επειδή καμώνομαι ότι θαυμάζω το «γνώθι σαυτόν»; Πώς όμως να δεχτώ να το εφαρμόσω στον εαυτό μου όταν όλοι μου λέγανε ότι ―αφού δέχομαι τα αλάθητά τους― είμαι ένας πολύ καλύτερος άλλος από τους κακούς άλλους και συνεχίζουν να κολακεύουν με συνθήματα του τύπου «Ή εσύ ή οι άλλοι» την περήφανη κακομοιριά μου; Πώς να μη μάχομαι να διορθώσω όλους τους άλλους, αντί να παλέψω να διορθωθώ εγώ ―ή, και εγώ―, όταν μου λένε ότι δεν φταίω εγώ που έγινα έτσι; Όταν μου παρουσιάζουν όλα μου τα στραβά και τ’ ανάποδα σαν απότοκα της τυραννίας των άλλων; Όταν μου λένε ότι για την ανικανότητά μου να φτιάξω ένα κράτος που να δουλεύει, να με σέβεται και να το τιμώ δεν φταίει το κουτσοβόλεμά μου, η ανοχή μου στο ρουσφέτι και το φίλημα κατουρημένων ποδιών αλλά οι συμπαιγνίες των έξαποδώ και των συνασπισμένων εχθρών του μεγαλείου τής απαίδευτης αρχοντοχωριατιάς μου;

 

Πώς να δεχτώ στην πράξη τη δημοκρατία όταν μ’ αρέσει από τη μια να με λένε λαουτζίκο και από την άλλη κληρονόμο του αρχαίου κλέους; Πώς να μεταλλαχτεί μέσα μου ο «ψεύτης κι άδικος ντουνιάς» σε «Οικουμένη»; Πώς να καταλάβω ότι η δημοκρατία χωρίς περηφάνια, σεβασμό του άλλου κι αυτογνωσία είναι λιγότερο οργασμική και γόνιμη κι από την αυτοικανοποίηση με τσοντοπεριοδικό; Πώς να διαλέγομαι με τον άλλον όταν διαλέγω ηγέτες που δεν ξέρουν να διαλέγονται μεταξύ τους;

 

Κάθε φορά που προσπαθούσα να χωρέσω μέσα μου την Οικουμένη, μ’ αυτό το δύσχρηστο κεφαλαίο όσο και κεφαλαιώδες Όμικρον μπροστά της ―που και μηδέν μπορείς να το πεις αλλά και όλον―, πάντα βρισκόντουσαν κάποιοι αμέτοχοι της Ελληνικής παιδείας που αντί να με διδάσκουν να μιλάω και να σκέφτομαι Ελληνικά ―δηλαδή Οικουμενικά― με στρίμωχναν στις δικές τους μικρές και άκαμπτες σαρκοφάγους έπαρσης, νεκρολαγνείας, κενοδοξίας, ματαιοδοξίας και μισαλλοδοξίας που ούτε ομορφιά, ούτε Ελλάδα έχουν μέσα τους, ούτε Ιστορία αλλά ούτε και Μέλλον.

 

Κι εγώ τώρα, απαίδευτος σχεδόν, έχοντας μιλήσει ελληνικά, έχοντας πολύ κλάψει ελληνικά, έχοντας ξεκαρδιστεί ελληνικά, έχοντας κολυμπήσει, φάει, περπατήσει, λιαστεί και νυμφευτεί ελληνικά, έχοντας θυμώσει, εξεγερθεί και ερωτευτεί ελληνικά, προσπαθώ να μιλήσω Ελληνικά με Έψιλον Κεφαλαίο. Και να σκεφτώ Ελληνικά, πάλι με Έψιλον κεφαλαίο. Δηλαδή Οικουμενικά.

 

Κάθε φορά όμως που το προσπαθώ, μπλέκονται μέσα μου αίμα, δάκρυα, μπαγιάτικο σπέρμα με ξεθυμασμένο DNA, κλεψιές, ψέματα, ύμνοι, αρχαίες και νέες τραγωδίες με δικά μας και ξένα κομμένα κεφάλια, κραυγές γυναικών, αντρών, παιδιών και σιωπές πνιγμένων σκυλιών, υπερβολές, κωμωδίες, μοιρολόγια και γέλια και με κάνουν να καταφεύγω πάλι στα ελληνικά.

 

Με το έψιλον τόσο μικρό όσο και μια πασχαλίτσα.

 

Δύσκολο να μεγαλώσει αυτό το έψιλον όσο είναι δεμένο σε τόσο αρχαίες και σκουριασμένες αλυσίδες. Δύσκολο να γίνει καλοτάξιδο σαν ένας συμπαντικός Έρωτας, με πλώρη δρύινη και λαλέουσα, όσο η Σύμπασα Οικουμένη στέκει τόσο μακριά μου.

 

Και πρέπει τώρα εγώ να αγαπήσω αυτή τη μικρή πασχαλίτσα και να την κάνω ―ή να τη δω σαν― αετό ή σαν δελφίνι.

 

Και μαζί της να πετάξω ψηλά, να κολυμπήσω μακριά. Σαν σε ένα Οικουμενικό όνειρο.

 

Δύσκολο το βλέπω…

 

Αλλά ευτυχώς, μιλάω και σκέφτομαι ακόμα ελληνικά και μερικές φορές Ελληνικά.

 

Άρα, μπορώ και να ονειρεύομαι Ελληνικά. Με κεφαλαίο το Έψιλον.

 

Σχεδόν Οικουμενικά…

28 Αυγούστου 2014

 

 

Εικόνα: Οικουμένη με κηλίδες αίματος, ΚΑΜ 2014

 

 

Κωστής Α. Μακρής