iporta.gr

Μπαμ ηκούσθη στον αέρα…, του Βαγγέλη Παυλίδη

 

 

Βαγγέλης Παυλίδης

 

Η εποχή του κυνηγιού είναι σε πλήρη εξέλιξη. Τυφεκιοφόροι με στολή παραλλαγής τριγυρνάν σε βουνά και κάμπους και “Μπαμ μπούμ πιστολιές και κουμπουριές, -ώπλες, γιάλα, ώπλες!”, που τραγούδαγε η Ρόζα Εσκενάζυ. Έχει ώρες που αισθάνεται κανείς πολιορκημένος, πως είναι σε κάποια εμπόλεμη ζώνη, στο Ιράκ ή το Ντονιέσκ ας πούμε.

Μα πριν προχωρήσω παρακάτω να ξομολογηθώ πρώτα μιαν αμαρτία μου. Πιτσιρικάς, ήμουν δεινός σφενδονίτης και σφενδονοκατασκευαστής με μεγάλες επιτυχίες ενάντια στα δύσμοιρα μουσουφάκια και τα σπουργίτια, που αργά τ’ απόγιομα κατέβαιναν να κουρνιάσουν στους ευκάλυπτους του Ξεν/χείου των Ρόδων και στο νεκροταφείο του Μουράτ Ρεϊς. Ως εκεί όμως. Αυτά μέχρι που έγινα δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων. Μετά, τα ενδιαφέροντα μου στράφηκαν αλλού και τώρα πια προσπαθώ να καταλάβω τι ευχαρίστηση μπορεί να βρίσκει κάποιος κυνηγώντας και σκοτώνοντας ζωντανά πλάσματα.

Γνωρίζω βέβαια πως το κυνήγι είναι βαθειά ριζωμένο στα γονίδιά μας, πως ο άνθρωπος πρώτα έγινε κυνηγός κι ύστερα οτιδήποτε άλλο. Μ’ αυτήν την έννοια κι επειδή δεν μας χρειάζεται πια για εξεύρεση τροφής μπορώ να δεχτώ το κυνήγι αλλά μόνο ως σπόρ με ό,τι αυτό συνεπάγεται: υπευθυνότητα, εντιμότητα, δικαιοσύνη, σεβασμό προς τον αντίπαλο (το θήραμα στην περίπτωση αυτήν) και την κοινωνία και, ειδικά στην περίπτωσή μας, σεβασμό προς το περιβάλλον μέρος του οποίου αποτελούν τα θηράματα.

Θα σταθώ σ’ αυτό το τελευταίο προς το παρόν. Η εικονογράφηση του κειμένου αυτού είναι ένα κολάζ. Ένα σκίτσο δικό μου και μια φωτογραφία. Η φωτογραφία είναι αληθινή. Τα άδεια φυσίγγια και τα κουτιά συσκευασίας τους τα μάζεψα στον δρόμο που μένω μέσα σε μια απόσταση μικρότερη από εκατό μέτρα. Θα μπορούσα να μαζέψω πολλαπλάσια, στοίβες ολόκληρες, μα θεώρησα πως αυτά αρκούν για να τεκμηριώσω τα λεγόμενά μου, άσε που μου κόπηκε κι η μέση από το σκύψιμο. Ακόμα, θα παρατηρήσατε ίσως πως κάποιος ρέκτης και μερακλής κυνηγός αφού απόλαυσε την φραπεδιά του και κάπνισε και το τσιγάρο του -PRINCE παρακαλώ – θεώρησε σκόπιμο να ξεφορτωθεί τα σκουπίδια του στην μέση του δρόμου. Γιατί όχι όμως… μήπως ήταν καθαρός ο δρόμος;