iporta.gr

Αβράαμ Λινκολν [μέρος β’], της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου 

 

 

 

 

  

 

Ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν στο πρώτο σημαντικό του μήνυμα στον αμερικανικό λαό τον Μάρτιο του 1861 ανακοινώνει ότι η δουλεία είναι προσωρινή. Θα συνέχιζε να υφίσταται όπου ήταν νομοθετημένη, αλλά θα απαγορευόταν η περαιτέρω εξάπλωσή της.

Οι νότιες πολιτείες- που θυμίζω ότι δεν τον ψήφισαν- εξεγείρονται, μιλούν για απόσχιση, πράγμα που οι βόρειες δεν το ανέχονται. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ο νότος μιλά για «αποχωρισμό», αλλά τα λόγια του Λίνκολν, του «προαγωγού της συμβίωσης με τους νέγρους» βάζει τα καύσιμα για τη φωτιά που μέλλει ν’ ανάψει. Σχηματίζουν δική τους κυβέρνηση και το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια γίνεται η πρωτεύουσά τους.

Οι νότιες πολιτείες ήταν οικονομικά αυτάρκεις, αν και κουβαλούσαν στους ώμους τους έναν κόσμο που παρήκμαζε σ’ όλον τον κόσμο και χανόταν ( το καθεστώς της δουλείας). Και ο Λίνκλν τους δυσκόλευε.

Ένα μήνα αργότερα, τον Απρίλιο του 1861 ξεσπά ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων.

Η ωμή αλήθεια είναι ότι ο Λίνκολν αποφάσισε να μιλήσει για κατάργηση τη δουλείας όταν η Συνομοσπονδία των Νοτίων απευθύνθηκε στην Αγγλία και τη Γαλλία ζητώντας ενίσχυση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι υφαντουργίες αυτών των χωρών ήταν οι αποδέκτριες της δικής τους βαμβακοπαραγωγής.
Ο Λίνκολν, όμως, προβάλλοντας έστω και θολά το όραμα της απελευθέρωσης των δούλων, κερδίζει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι εφημερίδες ξεχειλίζουν από άρθρα συμπάθειας προς τους πολιτισμένους Βόρειους, μιλώντας συγχρόνως για τις φρικτές καταστάσεις που ζουν οι δούλοι στον Νότο. Στον βορρά των βιοτεχνιών και των βιομηχανιών ζουν και εργάζονται μαύροι.

 

Μαύροι που θεωρούνται κατώτεροι των λευκών, μαύροι που είναι θύματα φυλετικών διακρίσεων και οικονομικής εκμετάλλευσης. Το μόνο που τους διαχωρίζει από τους μαύρους του Νότου είναι ότι δεν ζουν μέσα στην κόλαση. Ζουν στον προθάλαμό της επειδή λογίζονται πολίτες- έστω δεύτερης ή τρίτης διαλογής…

 

Δεν αργεί να συγκροτηθεί στην Βόρεια Αμερική κίνημα για την χειραφέτηση των μαύρων. Κι ενώ οι μαχητικοί πολέμιοι της δουλείας πολλαπλασιάζονται και φωνάζουν, το Κογκρέσο και ο Λίνκολν γίνονται όλο και πιο διστακτικοί.

 

Ο Gregory J.W Urwin, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Temple, γράφει:

«Ο Λίνκολν που στην αρχή του Εμφυλίου αποσαφήνισε ότι σκόπευε να αποκαταστήσει την Ένωση χωρίς να τερματίσει τη δουλεία, άρχισε να το ξανασκέφτεται το καλοκαίρι του 1862. Η χειραφέτηση θα στερούσε από τον Νότο το εργατικό του δυναμικό. Η προοπτική μιας εξέγερσης των δούλων ίσως ανάγκαζε την Συνομοσπονδία να μετακινήσει στρατεύματα από τα πεδία των μαχών, στα μετόπισθεν».

 

Τον Ιούλιο του 1862, λοιπόν, το Κογκρέσο επέτρεψε την απελευθέρωση εκείνων των δούλων, των οποίων οι αφέντες τάσσονταν υπέρ της Συνομοσπονδίας.

 

Είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι-ως έναν βαθμό- ο Λίνκολν έκανε τον πόλεμο μόνος του. Το Κογκρέσο δεν έδωσε την έγκρισή του σε καμία στρατιωτική ή πολιτική του πρωτοβουλία. Ο πρόεδρος άνοιξε τα δημόσια ταμεία για να αντιμετωπίσει τα έξοδα του πολέμου, χωρίς την έγκριση των οικονομικών υπηρεσιών και οι αρχηγοί των στρατευμάτων δεν ήταν άξιοι, με εξαίρεση τον επιλεγμένον από τον ίδιο, Οδυσσέα Γκράντ.

 

Στο μυαλό του ο πρόεδρος Λίνκολν είχε, όχι την απελευθέρωση των σκλάβων, αλλά την συντριβή της ανταρσίας του Νότου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με τον διαχωρισμό θα διαλυόταν η Αμερική.

 

Γράφει ο ίδιος σε επιστολή με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1862:
«Ο υπέρτατος στόχος είναι να σώσουμε την Ένωση, όχι να διατηρήσουμε ή να καταργήσουμε τη δουλεία. Εάν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω κανένα δούλο, θα το έκανα. Εάν χρειαζόταν να τους ελευθερώσω όλους για να τη σώσω, θα το έκανα. Εάν έπρεπε να ελευθερώσω μερικούς, θα το έκανα».

 

Τον Σεπτέμβριο του 1862, ο Λίνκολν με την ιδιότητα του αρχηγού του στρατού, αποφάσισε την κατάργηση της δουλείας σε όσες πολιτείες δεν θα κατέθεταν τα όπλα μέχρι την πρωτοχρονιά του 1863. Κανείς δεν υπάκουσε και ο πρόεδρος/στρατάρχης υπέγραψε το περίφημο Διάταγμα για την χειραφέτηση των μαύρων ακριβώς την 1η Ιανουαρίου 1863, τονίζοντας ότι ήταν «στρατιωτική αναγκαιότητα επιβεβλημένη από πολιτειακούς λόγους και όχι ανθρωπιστικούς».

Οι μαύροι δραπετεύουν από τον Νότο. Σε διάστημα λίγων μόνο μηνών, ο Γκράντ πλαισιώνεται από μια στρατιά ενός εκατομμυρίου μαύρων και λευκών μαχητών, υποχρεώνοντας τον στρατηγό Λη να υποκύψει.

 

Ο Λίνκολν διακινδυνεύει την επανεκλογή του το 1864(κερδίζει με 55%), με τον εμφύλιο να βράζει ακόμη και τους Βορείους να υπερτερούν και με μια σκληρότατη αντιπολίτευση που ανησυχεί «μήπως η απελευθέρωση των εγχρώμων εξασθενίσει τους δεσμούς (των λευκών) με την Εκκλησία». Η ανησυχία προερχόταν από τις φήμες ότι οι μαύροι θα κατελάμβαναν την Εκκλησία, την ώρα που οι μεγαλοτραπεζίτες μιλούσαν για κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης των μεγαλοκτηματιών του Νότου.

 

Στην ομιλία μετά τη δεύτερη εκλογή του (4 Μαρτίου 1865) δίνει μηνύματα ομόνοιας, λέγοντας ότι δεν τρέφει κακίες για κανέναν, ότι ζητεί ευσπλαχνία για όλους και ότι αυτό που επιθυμεί πάνω απ’ όλα είναι «ειρήνη ανάμεσά μας».

 

Στις 9 Απριλίου 1865 σ’ ένα μικρό χωριό της Βιρτζίνια υπογράφεται η παράδοση των Νοτίων.

Η κατάθεση των όπλων έλαβε χώρα τον επόμενο μήνα. Εκείνη τη χρονιά(1865) η απαγόρευση της δουλείας μπήκε ως άρθρο και στην τροποποίηση του Συντάγματος. Αλλά ο Αβραάμ Λίνκολν δεν τα πρόλαβε.

Λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή παράδοσης και ένα σχεδόν μήνα μετά την βαρυσήμαντη «ενωτική» ομιλία του, στις 14 Απριλίου 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν βρίσκεται στο θέατρο Φόρντ της Ουάσινγκτον. Ο Τζον Γουϊλκς Μπούθ, ένας ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων τον πυροβολεί στοχεύοντας το κεφάλι του και φωνάζοντας « Sic simper tyrannis!» (Έτσι πάντα στους τυράννους!, Έτσι πεθαίνει η τυραννία).

Ο Μπούθ διαφεύγει, αλλά εντοπίζεται δώδεκα μέρες αργότερα σε μια φάρμα, όπου και εκτελείται. Εκτός από αυτόν εκτελέστηκαν άλλα τέσσερα άτομα, που αποδείχτηκε ότι ήταν συνεργάτες και μέλη σπείρας. Βάσει αστυνομικών καταθέσεων, τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών στοιχείων, πολλοί Αμερικανοί ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω σπείρα χρηματοδοτήθηκε από τραπεζίτες και μεγαλοκτηματίες- τους μεγάλους εχθρούς του Λίνκολν.

 

Ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν άφησε την τελευταία του πνοή νωρίς το πρωί της επομένης (15 Απριλίου). Θα έμενε για πάντα ένας θρύλος. Ένας θρύλος-παράδειγμα μιας ατσάλινης και απαρέγκλιτης από τον στόχο του πορείας, ένας θρύλος που στηρίζει τα θεμέλια της λειτουργίας και της οργάνωσης του αμερικανικού κράτους.

 

Διαβάστε εδώ το α’ μέρος