Η μαμά μου ήταν πολύ έξυπνη.
Ήξερε πάρα πολλά πράγματα και ποτέ δεν μας είχε αφήσει πάνω από δυο μέρες χωρίς τροφή.
Ταξιδεύαμε νύχτα. Την ημέρα φοβόταν να πηγαίνουμε από δω κι από κει.
Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι ή τα σκυλιά.
Ήταν και κάτι άλλο.
Ήξερε ότι την ημέρα τα αυτοκίνητα τρέχουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι τη νύχτα.
Ήξερε μάλιστα και κάποια περάσματα, που τα έλεγε στροφές, κι από εκείνα τα περάσματα περνούσαμε στην άλλη μεριά του δρόμου.
Τις στροφές έμαθα κι εγώ να τις ξεχωρίζω γιατί στις άκρες του δρόμου υπήρχαν κάτι πράγματα σαν σπιτάκια πάνω σε βάσεις από τσιμέντο ή σίδερο.
Η μαμά έλεγε ότι ήταν μικρά εκκλησάκια που τα είχαν βάλει κάποιοι άνθρωποι για να θυμούνται τα δυστυχήματα που είχαν γίνει με αυτοκίνητα που τρέχανε πολύ.
«Εδώ οι άνθρωποι κόβουν πάντα ταχύτητα. Βλέπουν αυτά τα εκκλησάκια και φοβούνται να τρέξουν», έλεγε.
Τις περισσότερες φορές είχε δίκιο.
Εκτός από εκείνη τη βραδιά που δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου.
Και κανένας μας δεν πρέπει να την ξεχάσει.
Γιατί εκείνη τη νύχτα κατάλαβα ότι μερικές φορές είμαστε σίγουροι ότι θα συμβεί κάτι και τελικά συμβαίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που περιμένουμε.
Η μαμά μου ετοιμαζόταν να περάσει.
Θα περνούσε πρώτη κι εγώ θα έτρεχα πίσω της.
Τα αδέρφια μου είχαν περάσει σε άλλη διαδρομή που έκανε η μαμά μου.
Μας περνούσε ένα ένα απέναντι.
Εγώ όμως τα είχα δει τα φώτα.
Και είχα καταλάβει ότι ερχόντουσαν προς το μέρος μας πολύ πιο γρήγορα από το συνηθισμένο.
Γι’ αυτό κοντοστάθηκα.
«Πάντα κόβουνε ταχύτητα πριν από τη στροφή. Βλέπουνε το εκκλησάκι» μου είπε και έτρεξε προς την απέναντι μεριά του δρόμου περιμένοντας να την ακολουθήσω.
Έκανε λάθος.
Και εκείνα ήταν τα τελευταία λόγια της.
Εγώ κοκάλωσα και δεν την ακολούθησα.
Μετά άκουσα ένα στρίγκλισμα και μετά έναν δυνατό κρότο.
Σαν τενεκέδες και κουβάδες που πέφτουν με δύναμη από ψηλά.
Όπως τότε που είχαμε πάει σ’ ένα σπίτι με κοτέτσι και η μαμά μου κατά λάθος έριξε κάτι κουβάδες και αρχίσανε να γαβγίζουν τα σκυλιά και φύγαμε χωρίς να φάμε τίποτα.
Μόνο που με το αυτοκίνητο ο κρότος ήταν πολύ πιο δυνατός.
Εγώ είχα μείνει ακίνητη και δεν τολμούσα να κουνήσω.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, πίσω από τους θάμνους. Μετά άκουγα κάτι κορναρίσματα, κάτι φωνές, ουρλιαχτά, φώτα.
Μαζευτήκανε πολλά αυτοκίνητα, πολλοί άνθρωποι βγαίνανε από τα αυτοκίνητα και φωνάζανε και στριγκλίζανε. «Ένα ατύχημα ήταν.
Ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς» άκουσα κάποιον να λέει. Δεν μπορούσα να πλησιάσω πολύ, είδα όμως την ουρά της μαμάς μου μέσα στο αίμα, πολύ πίσω από το αυτοκίνητο που είχε πέσει με δύναμη πάνω στο εκκλησάκι και το είχε στραβώσει.
Τι ήταν όμως αυτό που είπε εκείνος ο άνθρωπος; Μετά…
Ψέματα έλεγε ότι δεν χτύπησε κανείς.
Αν η μαμά μου ήταν καλά, δεν θα καθόταν εκεί πέρα ξαπλωμένη με τόσο κόσμο να την κοιτάζει. Και το κόκκινο στον δρόμο; Αίμα ήταν, ήμουνα σίγουρη. Δικό της αίμα.
Πώς να την πλησιάσω όμως με τόσους ανθρώπους γύρω;
Κοίταζα από απέναντι με μεγάλο θυμό και με μια λύπη που με πονούσε και με αγρίευε σαν να είχα πάρα πολλές μέρες να φάω.
Ήταν κάτι πολύ χειρότερο από πείνα ή δίψα αυτό που με δάγκωνε από μέσα μου.
«Αυτή η αλεπού έφταιγε για το ατύχημα» είχε πει ένας άνθρωπος, δείχνοντας την μαμά μου.
«Ευτυχώς που ήταν μόνο ατύχημα και δεν σκοτώθηκε κανένας. Οι λαμαρίνες φτιάχνονται…»
Πόσο ανόητος άνθρωπος ήταν! Οι λαμαρίνες φτιάχνονται… Η μαμά μου όμως;
Η μαμά μου έφταιγε που ο οδηγός δεν έκοψε ταχύτητα στη στροφή;
Ε;
Η μαμά μου έφταιγε για την υπερβολική ταχύτητα του αυτοκινήτου;
Το εκκλησάκι δεν το είδε ο οδηγός;
Και η μαμά μου δεν είναι κανένας. Είναι η μαμά μου.
Άκου «ατύχημα, μόνο», και «ευτυχώς που δεν σκοτώθηκε κανένας».
Άνθρωπος εννοούσε.
Αλλά τι με νοιάζει εμένα για τους ανθρώπους;
Ήμουνα πολύ λυπημένη και πολύ φοβισμένη.
Έβλεπα για ώρα τη μαμά μου έμενε εκεί πέρα ακίνητη. Οι άνθρωποι δεν φεύγανε. Φοβήθηκα να πλησιάσω και χώθηκα στο δάσος.
«Eγώ έχασα τη μαμά μου κι εσείς το λέτε ατύχημα» σκεφτόμουνα συνέχεια.
Κι ακόμα το σκέφτομαι.
14 Μαΐου 2017
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author