* Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το efsyn
«Φεβρουάριος» προς «Ιούνιο»: «Θεούλη μου, εκτός από ιδρώτα μυρίζει και σκουπίδια» ή «Γιατί σε λένε κουτσοφλέβαρο;» «Γιατί μπερδεύουν το πι με το κάπα…».
Εάν κανείς σου έλεγε πριν μερικά χρόνια ότι αυτά είναι στριπ του Αρκά θα αρνιόσουν να το πιστέψεις.
Όσοι περάσαμε δεκαετίες θαυμάζοντας το πάλαι ποτέ υψιπετές χιούμορ του Αρκά, γινόμαστε πλέον θεατές μιας συνεχούς δοσολογικής χορήγησης μεμονωμένων αποσπασματικών σκίτσων, προς τέρψιν ενός αδηφάγου διαδικτυακού κοινού, το οποίο παραδόξως ο ίδιος ο σκιτσογράφος συχνά-πυκνά ειρωνεύεται.
Τις αριστουργηματικές πρώτες του σειρές Κόκκορας, Show Business, Ισοβίτης και Χαμηλές Πτήσεις (συν μερικά ακόμη υπέροχα μονότομα), από τα μέσα του ενενήντα διαδέχτηκαν τα επίσης καλά αλλά συγκριτικά κατώτερα Καστράτο, η Ζωή Μετά και οι Συνομήλικοι.
Ενώ από το 2010 και έπειτα εκδίδει τα μέτρια έως απογοητευτικά Επικίνδυνα Νερά, Μαλλί με Μαλλί και άλλα μικρά άλμπουμ.
Ήταν το 2015, όταν ο ήδη καταξιωμένος Αρκάς, ο οποίος είχε εμφανιστεί στα social media λίγο νωρίτερα και είχε αρχίσει να προωθεί τα σκίτσα του από εκεί, έγινε ξαφνικά στόχος έντονης κριτικής από τους αναγνώστες του.
Ο λόγος ήταν ότι ο σκιτσογράφος, για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια καλλιτεχνικού έργου, στράφηκε προς ένα πολιτικό χιούμορ, ή μάλλον «κομματικό», επιτιθέμενος στην τότε «ελπιδοφόρα» νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο το διάστημα, μάλιστα, ο Αρκάς, ίσως σοκαρισμένος από την αμφίδρομη φύση της επικοινωνίας στα social media, έκλεισε το προφίλ του, υποδυόμενος το θύμα bullying.
Όμως επανήλθε δριμύτερος σύντομα. Και, από τα τέλη του 2015 και έπειτα οι πολιτικές του τοποθετήσεις άρχισαν να χαίρουν μεγαλύτερης αποδοχής καθώς η απογοήτευση από τις πολιτικές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επεκτεινόταν στην κοινωνία.
Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι όμως, γιατί ο Αρκάς αποφάσισε ξαφνικά να στραφεί από ένα βαθύ, διαχρονικό και οικουμενικό χιούμορ που προβληματίζεται για την ζωή και την τέχνη, στην εφήμερη στοχευμένη κριτική προς μια συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Οι διαχειριστές της επίσημης σελίδας του Αρκά στο facebook έχουν δηλώσει ότι πλέον ο πολιτικός αμοραλισμός έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που ο σκιτσογράφος δεν μπορούσε να αφήσει την κατάσταση ασχολίαστη.
Σαφώς και υπάρχει πολιτικός αμοραλισμός στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, ωστόσο φαίνεται αδιανόητο πως ένας άνθρωπος που μεσουρανούσε δημιουργικά κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 και έχει βιώσει το σκάνδαλο των πάμπερς, το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα», τα ζεϊμπέκικα του Άκη, τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο να απολαμβάνει στριπτίζ στα μπουζούκια, τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής με την ημίγυμνη Μιμή και την γενικότερη επικρατούσα προκλητική πολιτική σήψη των εποχών αυτών ανακαλύπτει τώρα ξαφνικά τον πολιτικό αμοραλισμό…
Βέβαια, η σελίδα έχει δηλώσει επίσης ότι «ο Αρκάς πάντα έκανε πολιτικό χιούμορ», αλλά με εξαίρεση κάποια καρέ στον Ισοβίτη και κάποια αδημοσίευτα, που καυτηριάζουν τις εκλογές και τους πολιτικούς αορίστως, το έργο του δεν είχε καμία άμεση αναφορά σε συγκεκριμένες κυβερνήσεις, γεγονότα και πρόσωπα ως το 2015.
Πλέον ο Αρκάς μεταμορφώθηκε από μια καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα εφάμιλλη του Τσαρλς Σουλτς σε έναν απλό στρατευμένο γελοιογράφο.
Άραγε πώς θα φαινόταν εάν ο Σουλτς είχε περάσει τα γηρατειά του παρατώντας τον Τσάρλι Μπράουν και φτιάχνοντας φτηνά προπαγανδιστικά σκίτσα υπέρ του Μπους του πρεσβύτερου;
Άλλη μία δήλωση της σελίδας ήταν ότι το πολιτικό χιούμορ του Αρκά θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, ισχυρισμός που αυτοαναιρείται πανηγυρικά όταν στα σκίτσα του φωτογραφίζεται σαφώς ο Αλέξης Τσίπρας, ως γελαστός νέος με κακά αγγλικά, όταν εμφανίζεται ξεκάθαρα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με το κόκκινο σακίδιο πλάτης του, όταν στηρίζει ανοικτά την ανατροπή της κυβέρνησης στην Βενεζουέλα, και όταν επιπλέον με κάποια σκίτσα του (σε καμία περίπτωση χιουμοριστικά) προωθεί το αμφιλεγόμενο κίνημα «Παραιτηθείτε».
Πέρα από την υποκρισία αυτών των αντιφάσεων, πάντως, η επιλογή του Αρκά να κάνει ξαφνικά έντονα πολιτικό σκίτσο δεν έχει από μόνη της κάτι το μεμπτό.
Ένα μεγάλο μέρος των παλιών αναγνωστών του που προέρχεται από τον χώρο της αριστεράς φαίνεται να εκλαμβάνει την πλήρη ταύτιση της πολιτικής θέσης του Αρκά με αυτήν της Νέας Δημοκρατίας ως κάποιου είδους «ξεπούλημα», αλλά θα έπρεπε να είναι προφανές ότι ο σκιτσογράφος έχει κάθε δικαίωμα να σχολιάσει την πολιτική κατάσταση και να επιλέξει την στάση του.
Ωστόσο, η τόσο λυσσαλέα επίθεση εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και η δηλητηριώδης ειρωνεία κατά του «ηλίθιου λαού» από έναν καλλιτέχνη που φαινόταν τόσο ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος από τέτοιες μεροληπτικές μικρότητες, πραγματικά εκπλήσσει. Ενώ υπάρχουν πολλές αιτίες για να κριτικάρει κανείς έλλογα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τα επιχειρήματα της πολιτικής κριτικής του Αρκά αντανακλούν πλήρως αυτά των ΜΜΕ που πρόσκεινται στην τωρινή αντιπολίτευση.
Επιχειρήματα εξαιρετικά απλοϊκά, διχαστικά και σαθρά. Ενδεχομένως, όπως μια μεγάλη μερίδα κόσμου, να έχει επηρεαστεί κι αυτός από τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και να ζει υπό τον τεχνητό φόβο μιας χρεοκοπίας ή μιας σταλινικής εκκαθάρισης των αστών.
Ως αποτέλεσμα, τα πολιτικά του σκίτσα δίνουν την αίσθηση ότι φαντασιώνεται τον εαυτό του ως άλλο Σολτζενίτσιν, που τον διώκει ως αντιφρονούντα το κομμουνιστικό καθεστώς.
Αυτό που προβληματίζει είναι το γεγονός ότι η κριτική του στην τωρινή κυβέρνηση, δεν γίνεται με το λεπτό και πνευματώδες χιούμορ στο οποίο μας είχε συνηθίσει αλλά περισσότερο με λογική φτηνού μακαρθισμού, επικεντρωνόμενη σε μία επίθεση χονδροειδούς προπαγάνδας, συχνά μέσω ενός μισάνθρωπου «Προφήτη» που κηρύττει με χυδαίους όρους όπως «ψεύτες» «κλέφτες» «ζώα» «σαλτιμπάγκοι» κ.α.
Δυστυχώς, η στροφή του Αρκά στο πολιτικό σχόλιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το θλιβερό γεγονός ότι το χιούμορ του είχε πάρει την κάτω βόλτα πολύ πριν ασχοληθεί με την πολιτική, και με τον σχολιασμό ασήμαντων σημείων της επικαιρότητας.
Εάν ο Αρκάς αποφάσιζε να κάνει πολιτικό χιούμορ νωρίτερα στην καριέρα του πιθανόν να ήταν εξίσου ευφυές και αστείο με το υπόλοιπο παλαιότερο έργο του, ενώ τώρα είναι εξίσου αφελές και κρύο με τις καινούργιες του δημιουργίες.
Πλέον, έφτασε να δημοσιεύει στον κίτρινο τύπο, το απελπιστικότερο μέχρι στιγμής έργο, τον «Φεβρουάριο και τους Έντεκα Μήνες» που, βασιζόμενο σε αστεία σεφερλίδικου τύπου με απλές παραφράσεις λέξεων, πέη, δυσοσμίες, ιδρωτίλες κ.α., έχει το επίπεδο φτηνής επιθεώρησης ή αμερικάνικης εφηβικής κωμωδίας.
Από την υψιπετή κριτική της τέχνης του Show Business, έως τα απίθανα παιδαριώδη-βλακώδη «αστεία» του Φεβρουαρίου που σου παγώνουν το αίμα, φαίνεται ότι έχουν επέλθει τα πέτρινα χρόνια στο χιούμορ του Αρκά, ο οποίος μάλλον δείχνει απλώς να παίζει παίγνια δημοσιότητας, και να βιοπορίζεται… Εδώ πλέον δεν δημιουργούνται χαρακτήρες, ούτε πλοκή, ούτε ηθοπλασία.
Μεμονωμένα, εύπεπτα, προς τέρψιν γρήγορων φεισμπουκικών αναγνώσεων, με συχνά ακαλαίσθητες επεκτάσεις των αστείων εκ μέρους των σχολιαστών. Λείπει πλέον το παράδοξο, το ανατρεπτικό, το εκρηκτικό. Δεν θα είναι υπερβολή αν λέγαμε ότι λείπει το ποιοτικό…
Όσο τα τεχνικά μέσα που έχει στην διάθεσή του ο σκιτσογράφος βελτιώνονται, και η ευκολία δημιουργίας των σκίτσων και η συχνότητα με την οποία βγαίνουν αυξάνει, τόσο η ποιότητα του χιούμορ του χειροτερεύει.
Σκίτσο του Αρκά
Παρόλα αυτά, θα ήταν άδικο να είμαστε τόσο απαιτητικοί από τον Αρκά.
Μόνο ένα από τα κορυφαία δημιουργήματά του θα ήταν αρκετό για να τον καταστήσει κορυφαίο σκιτσογράφο, οπότε, δεδομένου ότι έχει βγάλει τόσα αριστουργήματα, θα ήταν ουτοπικό να περιμένουμε να κρατηθεί εσαεί στο ίδιο επίπεδο.
Ωστόσο, ακριβώς αυτό το υψηλό επίπεδο του έργου του, όπως το γνωρίζαμε, είναι που μας κάνει να απογοητευόμαστε με την τεράστια απόστασή που έχει από τα καινούργια σκίτσα που βλέπουμε να αναρτά.
Ευχόμαστε στον Αρκά να πάρει τον χρόνο του, να αφήνει να ωριμάζουν οι δημιουργίες του, και να μη γίνεται πλέον έρμαιο του αδηφάγου διαδικτυακού χρόνου και των πολιτικών εμμονών του.
Από την Εφημερίδα Συντακτών
* Ο Γιώργος Μαρτινίδης είναι συγγραφέας, ψυχολόγος και διδακτορικός ερευνητής στο πεδίο της περιφερειακής και αστικής ανάπτυξης.
** Ο Ιπποκράτης Ταυλάριος είναι φωτογράφος ειδικευμένος στην ασπρόμαυρη καλλιτεχνική φωτογραφία, μαθηματικός και θεολόγος.