“Υπόγειος” Δημήτρης Μητσοτάκης & Αλέξανδρος Σικιαρίδης
Κεφ. 6 του Β΄ Μέρους
Αυτό που σε τσάκιζε ήταν ο φόβος. Και ο φόβος ήταν παντού. Όχι μόνο μέσα σου, όχι μόνο στον διπλανό σου, παντού. Σαν το άζωτο. Το άζωτο δεν το καταλαβαίνεις, δεν το μυρίζεις, δεν το βλέπεις, δεν το αισθάνεσαι, κι όμως είναι παντού. Είναι πολύ και παντού, παρ’ όλα αυτά πιστεύεις ότι δεν υπάρχει, νομίζεις ότι αυτό που αναπνέεις είναι οξυγόνο. Το άζωτο είναι ύπουλο αν αντικατασταθεί από κάτι άλλο άχρωμο και άοσμο, όπως ο φόβος λόγου χάρη, γιατί δεν θα το πάρεις ποτέ χαμπάρι. Το να αλλάξει κανείς το άζωτο με τον φόβο είναι μια πολύ παλιά και δοκιμασμένη συνταγή που εξελίσσεται μέσα από τους αιώνες και όμως παραμένει τόσο απλή στα συστατικά της, τόσο ίδια και αποτελεσματική που κανείς μάγειρας δεν τόλμησε ποτέ να της αλλάξει δομή. Ο φόβος εκτοπίζει σιγά σιγά το άζωτο, γίνεται φυσιολογικός παράγοντας, απαραίτητο στοιχείο, αυτονόητος. Ο φόβος σε ελέγχει πολύ καλύτερα από το άζωτο.
Μα ο φόβος έχει χρώμα, έχει οσμή, θα μου πεις· το χρώμα της ώχρας, και του ιδρώτα την οσμή. Τον μυρίζεις στον αέρα. Στις τυχαίες κουβέντες που ακούς στον δρόμο. Στο γάλα της νέας μάνας. Στη ραχοκοκαλιά του απολυμένου. Στις άδειες βιτρίνες της Πατησίων και της Σταδίου, της Εγνατίας και της Τσιμισκή, της Πάτρας, του Ηρακλείου, της Λάρισας, της Αλεξανδρούπολης και του Βόλου και των Ιωαννίνων. Από παντού έρχεται η μυρωδιά του φόβου. Ταξιδεύει χιλιόμετρα κι μπαίνει στη μύτη σου. Κι αν κλείσεις τη μύτη, μπαίνει από τ’ αυτιά. Μέσα απ’ τα ραδιόφωνα, απ’ τις τηλεοράσεις, από τα κορναρίσματα των οδηγών, από τις ικεσίες του άστεγου. Κι αν κλείσεις τα αυτιά, μπαίνει από τα μάτια, μέσα απ’ τις εφημερίδες, απ’ τις ρημαγμένες συνοικίες, απ’ τους ανθρώπους που ψάχνουν φαγητό στους κάδους των σκουπιδιών, απ’ τους αυτόχειρες. Τον βλέπεις στα μάτια των περαστικών. Στα μάτια του περιπτερά, του ταξιτζή, στα μάτια της κοπέλας που κάθεται στο ταμείο του σουπερμάρκετ, στα μάτια της νεαρής πωλήτριας στο πολυεθνικό κατάστημα ρούχων. Στα μάτια του μετανάστη κάθε φορά που ακούει περιπολικό ή βλέπει ξυρισμένο κεφάλι, στα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας όταν βλέπει μετανάστη. Στα μάτια του μικρού μπάτσου όταν βλέπει πορεία, στα μάτια του διαδηλωτή όταν βλέπει μπάτσο.
Ναι, έχει χρώμα, έχει οσμή, μα μόνο για εκείνους που τον νικούν έστω για μια στιγμή, για τους άλλους είναι άχρωμος, είναι άοσμος, είναι διάφανος. Ο φόβος καρυκεύεται με χρόνο. Κόβεις χρόνο, κόβεις όνειρα, κόβεις προοπτική, μικραίνεις τον ορίζοντα, χαμηλώνεις τον ουρανό και έχεις έναν φόβο αποτελεσματικό, έναν φόβο κυρίαρχο. Εχθρός του φόβου είναι η ελπίδα, αλλά, όπως ξέρουμε καλά, αυτή πεθαίνει πάντα τελευταία. Ο φόβος ξέρει ότι είναι αδύνατο να σκοτώσει την ελπίδα, αφού κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ένα εννοιολογικό παράδοξο που θα ανέτρεπε την ισορροπία του κόσμου. Ο φόβος γνωρίζει καλά τα όριά του, δεν πέφτει σε τέτοιου είδους παγίδες. Η επιβίωση της ελπίδας εξασφαλίζει τη δική του κυριαρχία, αρκεί να την έχει υπό αυστηρό περιορισμό. Τι κάνει λοιπόν ο φόβος αφού δεν μπορεί να σκοτώσει την ελπίδα; Απλό, την έχει κλειδαμπαρωμένη στο «Κωσταλέξι» του, απομονωμένη και αδύναμη, εξαρτημένη από το οικτρό και μιαρό του συσσίτιο.
Ο φόβος γίνεται με τον καιρό αντανακλαστικός, γίνεται βασική συμπεριφορά. Αλλοιώνει την κυτταρική δομή των ανθρώπων, απλώνεται σαν καρκίνος μεταστατικός και ανίκητος, πλημμυρίζει τα βλέμματα, ορίζει τις κινήσεις, γίνεται κυρίαρχος. Τα μάτια αποφεύγουν τα άλλα μάτια. Τα μάτια αποφεύγουν καθετί όμορφο, μαγνητίζονται από το χειρότερο και πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο που θέλεις να αποφύγεις, όσο κι αν γκρεμίζεσαι. Ο φόβος σε μαθαίνει να λες «και μη χειρότερα», «δόξα τω Θεώ» και «την υγειά μας να ‘χουμε». Η μόνη παγίδα είναι ο θάνατος. Ο φόβος δεν σε θέλει νεκρό, σε θέλει ημιθανή και ελεγχόμενο. Ο νεκρός δεν είναι πελάτης του φόβου. Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα βέβαια δεν ξέρεις αν χρειάζεται περισσότερο κουράγιο, θάρρος και δύναμη για να ζήσεις ή να πεθάνεις. Ακόμα κι έτσι όμως ο φόβος παίζει το βρόμικο παιχνίδι του, χρησιμοποιεί τον δραπέτη αυτόχειρα για παραδειγματισμό, για λίπασμα στο χωράφι που ριζώνουν οι ιδεοληψίες και οι καταναγκασμοί του.
Αυτό που σε τσάκιζε ήταν ο φόβος. Οι περισσότεροι φοβούνται τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση. Υπάρχει κοινός τόπος και κοινός φόβος. Ο φόβος όμως ενώνει και αυτό μπορεί να δημιουργήσει ομάδες φοβισμένων που, φευ!, μπορεί να αντιδράσουν, να ξεσηκωθούν, να τολμήσουν. Ο καθένας όμως έχει εξειδικεύσει, σε κάποιον βαθμό, τους μύχιους φόβους του, τους έχει εξατομικεύσει, τους έχει προσωποποιήσει, τους έχει κάνει δικούς του. Γι’ αυτό ο φόβος γίνεται χαμαιλέοντας, φωλιάζει στην ψυχή σου και σε κάνει υποχείριό του με διαφορετική μορφή κάθε φορά. Η σκοτεινή κατηφόρα του φόβου δημιουργεί δίνες που σε καταπίνουν και σε οδηγούν στον προθάλαμο της επόμενης πτώσης. Σε αυτούς τους προθάλαμους συναντάς κι άλλους ομοιοπαθούντες και μοιράζεστε τους φόβους σας μέχρι τη νέα καταβαράθρωση. Αυτό λέγεται παρηγοριά και αποτελεί ένα ακόμα τέχνασμα του φόβου, δεν είναι εντούτοις τίποτα περισσότερο από μια προετοιμασία για την επιδείνωση. Οι φοβικοί ξεχνούν την απόλαυση και τη χαρά της ζωής, τους απορροφά η υποχρέωση της επιβίωσης. Τα χρώματα ξεπλένονται και η ομοιομορφία του γκρίζου σκεπάζει τα πάντα, λες και όλοι γυρεύουν να ξεφύγουν από κάτι. Αλλά πώς να γελάσεις τον εαυτό σου, πόση σχιζοφρένεια χρειάζεται να ποτίσεις το είναι σου για να το πλανέψεις πριν τρελαθείς ολότελα;
Έτσι σέρνονταν οι ψυχές στους δρόμους, άνθρωποι πιο φοβισμένοι από τα αδέσποτα ζώα που είχαν βιώσει την απανθρωπιά στο πετσί τους. Γυναίκες που έσφιγγαν τις τσάντες τους στα λεωφορεία μέχρι να τις πνίξουν, άντρες που ξύπναγαν για να πάνε σε μια δουλειά που δεν ξέρανε αν θα ήταν ακόμη εκεί που την είχαν αφήσει την προηγούμενη μέρα, παιδιά που κρατούσαν μυστική την πείνα στα σχολεία και έτρεχαν αργά στα παιχνίδια του διαλείμματος σαν μεσήλικες. Άνθρωποι που τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί με βλέμμα άδειο. Άνθρωποι βουβοί, σκυθρωποί και αγέλαστοι. Πνεύματα λοβοτομημένα, ανέλπιδα και σκοτεινά.
Αυτό που σε τσάκιζε ήταν ο φόβος. Φοβόσουν τον φίλο σου, τον συνάδελφο, τον αδελφό. Φοβόσουν τον καιρό, αν θα ‘χει βαρύ χειμώνα ή καυτό καλοκαίρι. Φοβόσουν τον κλεφτράκο, τον λωποδύτη, τον έφορο, την τράπεζα, το κράτος, την Ευρώπη. Έπαιρνες τα ψίχουλά σου απ’ την τράπεζα στο σπίτι κι ύστερα φοβόσουν μη μαθευτεί ότι έχεις τα ψίχουλα στο σπίτι και μπουν και σ’ τα πάρουν και δεν έχεις αύριο ψίχουλα για να ταΐσεις το παιδί. Δεν κοιμόσουν καλά. Η πόρτα δεν κλείδωνε καλά, δεν ήταν ασφαλείας. Πού λεφτά για πόρτες ασφαλείας, κι αυτές τις παλιές τις ανοίγουν για πλάκα. Φοβόσουν μην αρρωστήσει κανείς, μην αρρωστήσεις εσύ. Δεν είχες ασφάλεια. Φοβόσουν τον χρόνο που περνούσε. Θα τελειώσει το ταμείο ανεργίας και δεν θα ‘χεις μία.
Θα τελειώσουν όλα. Ή μήπως όχι; Και δεν έβγαινες στους δρόμους να φωνάξεις, γιατί ο φόβος σού είχε πάρει τη φωνή. Την είχε κάνει βουβό πόνο.
Μουγκρητό. Αυτός είναι ο ήχος του φόβου: ένα μουγκρητό. Έχει και γεύση ο φόβος, τη γεύση της πίκρας, της χολής. Με όλες σου τις αισθήσεις τον νιώθεις τον φόβο, και με τις πέντε. Τον νιώθεις και με την αφή. Είναι κρύος, πάντοτε κρύος και υγρός, και πάντα ιδρωμένος. Κι αυτή η βροχή δεν ξέπλενε, δεν σε λύτρωνε από τίποτα, αντίθετα έκανε τον φόβο υγρό, παχύ και βαρύτερο. (…)
Κυκλοφορεί από τις εκδ. Τόπος από 5 Νοέμβρη 2013