iporta.gr

Από χωριά χωρίς δρόμους, σε δρόμους χωρίς χωριά, του Χρήστου Μαγγούτα

 

Αν πάρει κανείς το δρόμο για το χωριό μου, κάπου στη Φθιώτιδα, θα πιστέψει ότι θα φτάσει σε καμιά πόλη τουλάχιστο 20,000 κατοίκων γιατί ο δρόμος είναι φτιαγμένος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Θα περάσει μέσα από ατέλειωτα δάση που πριν 30 χρόνια ήταν χωράφια, δε θα δει κανένα από τα 5,000 αιγοπρόβατα φαντάσματα που είχαμε δηλώσει πριν 20 χρόνια για την επιδότηση, και πριν από την είσοδο του χωριού θα δει το νεκροταφείο. Πολύ καλή προετοιμασία για το τι τον περιμένει.

Δε θα δει την πόλη των 20.000 ή έστω 10.000 κατοίκων παρά καμιά 300-ριά σπίτια. Από αυτά τα μισά δεν έχουν σκεπές. Τα άλλα 100 είναι ετοιμόρροπα, χωρίς ρεύμα ή τηλέφωνο. Μένουν καμιά 50 σε καλή κατάσταση, από τα οποία καμιά δεκαριά κατοικούνται και το χειμώνα και τα υπόλοιπα ένα μήνα κάθε καλοκαίρι.

Αν περάσει χειμώνα, δε θα δει κανέναν διασχίζοντας το χωριό. Αν είναι καλοκαίρι μπορεί να βρει καμιά δεκαριά συνταξιούχους, τους μισούς πάνω από 80 χρονών και τους άλλους κάτω από σαράντα γιατί παίρνουν επίδομα αναπηρίας κάθε μορφής, ανάλογα με το ποιος ήταν ο βουλευτής εκείνη την εποχή.

Θα δει και 5-6 χήρες στα μαύρα, να κάθονται αμίλητες με τις ώρες στο κατώφλι για να πουν μια καλημέρα κάθε μια ώρα.
Κι όμως αυτό το χωριό μέχρι το 1960 και με έκταση 30.000 στρεμμάτων μπορούσε με την παραγωγή του να θρέψει μια ολόκληρη περιοχή σε κάθε είδους αγροτικού ή κτηνοτροφικού προϊόντος. Όχι ότι ήμασταν καλύτεροι τότε. Πάλι μέσα στην κομπίνα ήμασταν. Κάθε οικογένεια μπορούσε να δώσει στη «συγκέντρωση» μέχρι 4 τόνους σιτάρι σε προνομιακή τιμή. Ετσι οι οικογένειες από 300 που ήταν έγιναν υπερδιπλάσιες: ζευγάρια χώριζαν, ανύπαντροι παντρεύονταν, πεθαμένοι από δέκα χρόνια με μια πλαστογραφή ξαναζωντάνευαν για πάρουν την επιδότηση. Μέχρι και στον Αρειο Πάγο είχε φτάσει η υπόθεση όταν ανακαλύφτηκε. Όχι πώς άλλαξε τίποτα, την άλλη χρονιά βρήκαν άλλους τρόπους, όπως το να πολιτογραφούν ακτήμονες άλλων περιοχών ως ντόπιους.

Αλλά η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη κι η αίγλη της πόλης μαγνήτης. Σε δέκα χρόνια δεν είχε μείνει νέος στο χωριό. Πρώτα σαν εργάτης στην Πίτσος ή στην Ιζόλα και στη συνέχεια «να πιαστούν από τη ρίζα», ήτοι το δημόσιοι, όταν οι πολιτικοί κατάλαβαν ότι οι κουμπαριές κόστιζαν, ενώ οι διορισμοί ήταν δωρεάν.

Ετσι έμειναν οι γέροι και ο αιώνιος νόμος του Γιαραμπή. Κι οι γέροι που είχαν μείνει πήραν το δρόμο για τα μνήματα που είδατε στην είσοδο.

Για μερικά χρόνια μπήκαν οι Αλβανοί, το έφτιαξαν το ομόρφυναν, το αγάπησαν, το προστάτεψαν – ούτε μια κλοπή σε ένα ερημοχώρι δεν έχει συμβεί. Και με τη σκληρή δουλειά τους έγιναν οι αφέντες του χωριού, πολύ πιο εύποροι από τον κυνηγό με το επίδομα τυφλού των 400 ευρώ το μήνα.

Βγαίνοντας από το χωριό θα συναντήσεις 2-3 περίπου σα αυτό. Κι αν γυρίσεις όλη την ύπαιθρο θα δεις χιλιάδες. Και μ’ όλο που υπάρχουν εξαιρέσεις, η Ελλάδα εκτός από τις πόλεις είναι ένα απέραντο νεκροταφείο. Αν δεν ήταν θα μπορούσε να εφοδιάσει την Ευρώπη με τα καλύτερα βιολογικά αγροκτηνοτροφικά προϊόντα.

Με $2-3 δολάρια το φρέσκο σύκο στο Τορόντο οι συγχωριανοί μου θα μπορούσαν να γίνουν εκατομμυριούχοι σε λίγα χρόνια. Αλλά οι γέροι δε μπορούν να σκαρφαλώσουν στα δέντρα και οι νέοι δε θέλουν να λερώσουν τα πόδια τους με χώμα. Χάσαμε τις ρίζες μας. Δε φυτρώνουν ρίζες στο τσιμέντο κι οι γλάστρες δεν είναι λύση.

 

Χάσαμε τα χωριά μας. Μας έμειναν οι δρόμοι τους. Για πορεία χωρίς σκοπό.

 

Χρήστος Ναγγούτας