Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Κάπου εκεί γύρω στο 1992.
Η χώρα μας,αξιοποιώντας το Θείο δώρο,σαν γωνιακό μαγαζί που ήταν-και είναι-έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και ευδαιμονίας.
Να τα διαμερίσματα από τις large αντιπαροχές.
Να τα πακέτα Ντελόρ.
Να οι μεζονέτες, οι τζιπούρες και τα σκάφη.
Να και οι τροχοβίλες (sic).
Να και οι γαρδένιες, οι σαμπάνιες και οι φωτιές στις πίστες με τα ουίσκια στις Άντζελες και τους Λεπάδες στα πολιτιστικά κέντρα του Γιαννόπουλου.
Να και οι πιο ”φορτωμένοι” που άναβαν τις πουράκλες τους με πεντοχίλιαρα τα επονομαζόμενα και ”πετσετάκια”, σύμφωνα με το σουξεδάκι της εποχής…
Μόνο κάτι γραφικοί-οι τρελοί του χωριού-φώναζαν σε ώτα μη ακουόντων για τη αποβιομηχανοποίηση της χώρας, που τις προηγούμενες δεκαετίες γκάζωνε και ”γάζωνε”, (Γιάννης Μαρίνος, Στέφανος Μάνος, Κώστας Καββαθάς μερικά ”ηχηρά” ονόματα)…
…και ότι αυτός ο έκλυτος και χωρίς αντίκρυσμα υπερκαταναλωτικός βίος θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη καταστροφή.
Εθνικό μας νόμισμα τότε η δραχμή.
Πολλαπλάσια της δραχμής σε κέρματα, το δίφραγκο, το τάλιρο, το δεκάρικο, το εικοσάρικο, το πενηντάρικο και το κατοστάρικο και σε χάρτινα, το πεντακοσάρικο, το χιλιάρικο και το πεντοχίλιαρο (το δεκαχίλιαρο κυκλοφόρησε το 1995).
Υποπολλαπλάσια, το πενηνταράκι, το εικοσάλεπτο, το δεκάλεπτο και η πεντάρα. Τα τρία τελευταία κάποτε είχαν τρύπα στη μέση.
Καλοκαίρι λοιπόν του ’92, είμαι με την οικογένεια-τα παιδιά μου μωρά-με αντίσκηνο σε κάμπινγκ της Χαλκιδικής. (Τι ζητούσε ένας τσιπλάκης ανάμεσα στη χλίδα;)
Με μια δραχμή, μετά από δύο αν θυμάμαι σωστά υποτιμήσεις και τη συνεχή σοσιαλιστική διολίσθηση, είναι ζήτημα αν αγοράζαμε μια τσίχλα.
Είχε σχεδόν αποσυρθεί από τα πορτοφόλια μας, όπως φυσικά και οι υποδιαιρέσεις της.
Δίφραγκο, τάλιρο, δεκάρικο και εικοσάρικο ήταν τα-και επονομαζόμενα-”ψιλά”. Μόνο με το πενηντάρικο και το κατοστάρικο μπορούσες να αγοράσεις κάτι αξίας.
Ο μισθός στον ιδιωτικό τομέα-πάλι αν θυμάμαι σωστά-πρέπει να ήταν γύρω στις 50-60.000 δρχ.
Το S/M του κάμπινγκ το διαχειριζόταν φίλος.
Από την πρώτη στιγμή, μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι χτυπούσε απόδειξη στην ταμειακή μηχανή ακόμη και για το μικρότερο ποσό
και ότι έδινε ρέστα ”μέχρι δεκάρας”, ώσπου μια μέρα τον ρώτησα ”γιατί τόση σχολαστικότητα”.
”Οι ξένοι και κυρίως οι Γερμανοί, απαιτούν απόδειξη και μετρούν τα ρέστα ακριβώς. Δεν ανέχονται ούτε δεκάρα λιγότερη και την επιστρέφουν αν τους δώσω μια παραπάνω”, μου απαντά.
”Και οι Έλληνες;” τον ρωτώ.
”Οι Έλληνες δεν δίνουν καμιά σημασία στα μικρά κέρματα και μου τα αφήνουν. Το πολύ πολύ να πάρουν μια τσίχλα”.
Μια σύντομη παρένθεση για το 2001, όταν μπήκε στη ζωή μας το ευρώ.
Τότε υπήρξαν κάποιοι που ισχυριζόταν ότι ήταν λάθος που το ευρώ και το δίευρω βγήκαν σε κέρμα.
Έπρεπε να ήταν χάρτινα για λόγους καταναλωτικής ψυχολογίας.
Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε είχαν δίκιο. Ήταν όντως λάθος, τουλάχιστον για τη χώρα μας.
Συμπεριφερθήκαμε στο ευρώ σαν να ήταν κέρμα κατοστάρικο (τρία αγγούρια 100 δρχ. στις λαϊκές το 2000. Ένα ευρώ-δηλ.340,75 δρχ. που είχε κλειδώσει-το 2001).
Ξαφνικά πλουτίσαμε (χα!) κατά 340,75%.
Και τα ”ψιλά” του ευρώ απαξιούσαμε να τα πάρουμε.
Το δυστύχημα είναι ότι συνεχίζουμε να τα συμπεριφερόμαστε απαξιωτικά, ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μέσα σε βαθιά κρίση και με μισθούς και συντάξεις να κατρακυλούν συνεχώς.
Έχω στο σπίτι μου ένα βαζάκι όπου μαζεύω τα ”χάλκινα”. Μόλις γεμίσει τα μετρώ και αγοράζω ελιές από τον μπακάλη της γειτονιάς μου.
Σήμερα τα πήγα στον ψιλικατζή για να πάρω τσιγάρα.
”Τι μου τα φέρνεις; Κανείς δεν τα παίρνει, όλοι μου τα αφήνουν”, μου λέει πριν προλάβω να του πω ότι ήταν η τυχερή του μέρα που κάποιος του πήγε ψιλά.
Εδώ θα φύγω από τα χωράφια της οικονομίας και θα πάω στης ιατρικής. Της ψυχιατρικής για την ακρίβεια.
Πόσο ψωρομαλάκας και παρασάνταλος(*), ήσουν, είσαι και – για πόσο ακόμη – θα είσαι Έλληνα; Πόσα ακόμη πρέπει να πάθεις για να βάλεις μυαλό; Και για πόσο ακόμη θα συνεχίζω να καπνίζω;
Θα με στείλει μια μέρα αδιάβαστο.
(*) παρασάνταλος=αυτός που δεν έχει μέτρο στις πράξεις και στα λόγια. Ο άτσαλος, ο ακατάστατος ή και ο ετοιμόρροπος.
Υ.Γ. Είχα να ακούσω τη λέξη από τότε που ήμουν παιδάκι και την έλεγε η γιαγιά μου. Στα συρτάρια της ραπτομηχανής της μάζευε ακόμη και τις στραβές καρφίτσες.
”Γιατί δεν τις πετάς γιαγιά αφού είναι στραβές;”
…”πού ξέρεις, κάποια μέρα μπορεί να μου χρειαστεί μια”…έλεγε και με χτυπούσε με τη δαχτυλήθρα με τρυφερότητα στο κεφάλι, συνεχίζοντας να γαζώνει.
Μου τη θύμισε πριν μέρες μια καλή φίλη….
”Άλεξ, παρασανταλιάσαμε τελείως”…
…και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr