
Κάποτε ναι. Ήταν κάτι παράξενοι παιδικοί χειμώνες.
Δεν χωρούσαμε πουθενά στο μέλλον. Η ανασφάλεια μας έκοβε τα πόδια… Ξένα χέρια φρόντιζαν την εύθραυστη παράξενη ομορφιά της. Ο
φόβος έκανε την καρδιά μας να φτερουγίζει σαν πληγωμένο πουλί.
Πίσω από τις παιδικές ζωγραφιές, κοίταζα το βλέμμα της κι αναρωτιόμουν:
Έτσι πρέπει να κοιτούν οι άνθρωποι; Με τόση θλίψη;
Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν αντιδράς στο άδικο; Γιατί δεν προστατεύεις την ψυχή σου;
Κι ύστερα άλλα χέρια, κι ύστερα ερωτήσεις βροχή και απαντήσεις ασαφείς.
-…..και ποιός έφτιαξε τα πουλιά;
-…..ο Θεός.
-….και τον βάτραχο;
-…..ο Θεός.
-…και τις πεταλούδες;
-…ο Θεός.
-…και τον Θεό;
-…α, μη με ζαλίζεται άλλο….
Αργότερα έμαθα πως “ο φόβος δεν έχει ψυχή”
Κι έλεγα πως οι λέξεις μας πρέπει να προσγειώνονται σε αγκαλιές και χέρια που ξέρουν να χαϊδεύουν ανοιχτά τραύματα.
Που αναγνωρίζουν το άρωμα της ομορφιάς από όπου το φέρνει ο άνεμος.
Αλλιώς δεν έχει νόημα. Δεν έχει. Γι αυτό καλύτερα να μένεις μακριά.
Τις απαντήσεις πάντα μόνοι τις βρίσκουμε. Και τις ερωτήσεις, πιο μόνοι.
‘’Δεν θα αφήσω τη ζωή να με κάνει πιόνι’’
Αυτό το λες σφίγγοντας τις γροθιές. Παίρνεις από μικρός το χρίσμα αν είσαι εκλεκτός των ”θεών”
Ακούς εσύ παράξενη γυναίκα;
Χάπια, σιωπή. Κι ύστερα ξαφνικά ένα γέλιο σαν γάργαρο νερό. Το γέλιο σου. Και το δικό μας.
”Μέσα στο κεφάλι έχω ουρανό.
Και στη γλώσσα κεραυνούς μεγαλώνω.
Στα χέρια χαϊδεύω αστραπές”
Το είπα κάποτε και το έκανα. Ακούς εκεί που είσαι;
(Αφιερωμένο)
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr