Καμμιά φορά, μια απλή φράση μπορεί για σένα να ‘ναι το εφαλτήριο για μεγάλα άλματα! το χέρι στην πλάτη να ωθήσει για το επόμενο βήμα…η φωνή της ψυχής, που σου φωνάζει: “μην τα παρατάς!ειν’ωραίος ο δρόμος που άνοιξες!
Ήταν καιρός τώρα που η Άνν είχε βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια…
Λευκές κόλλες χαρτιού να γεμίζουν μελανά στίγματα…εκτονώσεις, ξεσπάσματα…τραύματα μιας ψυχής…σύννεφα κι αναλαμπές ενός ταραγμένου μυαλού…
Βαριότανε εύκολα η Ανν. Δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με το πρόγραμμα και την οργάνωση…
Είχε μάθει να κινείται ελεύθερη…Τόσα χρόνια στο ίδρυμα είχε μπουκώσει καταπίεση.
Μόνη διέξοδος να μουντζουρώνει χαρτιά με ποιητικές κραυγές της ψυχής της.
Και μη νομίζετε…λέγοντας ποιητικές, πως ήταν με όμορφα λόγια ντυμένες…Κάθε άλλο!
Ωμές, σταράτες οι καταγραφές της για όλα κείνα του τότε και του τώρα που την έφτασαν σ’αυτή την κατάσταση.
Επτά ποιητικές συλλογές ήδη, μα τώρα λέει να τραβήξει γραμμή τέλους.
“Ο Θεός είναι στην γραφομηχανή σου“, της είπε ο καθολικός ιερέας!
Μια λάμψη ξάφνου φώτισε ό,τι σκοταδιασμένο είχε μουσκιώσει το μέσα της!
“Ο Θεός είναι στην γραφομηχανή σου”… κι οι αστραπές της φράσης συρρικνώνονται σε αλφάβητο ποιητική,δίνουν ορμή,γεννούν επιθυμία, δύναμη.
Δίνουνε θέληση να συνεχίσει να γράφει μα κυρίως να συνεχίσει να ΖΕΙ!
Από τη φράση αυτή προκύπτει η όγδοη ποιητική συλλογή, της Ανν Σέξτον : “Awful Rowing Toward God”
“Ο Θεός είναι στην γραφομηχανή μου…”, σκέφτηκε…
Κι αυτό της έδωσε ένα μικρό σκοπό …Τής άρεσε ν’ ανήκει στους ποιητές…
“Κάθε μέρα, σβήνω από τα χαρτιά μου
τον Θεό της γραφομηχανής μου.
Βιαστικά. Ορμητικά
σαν ένας λύκος που ξεσχίζει μια ζωντανή καρδιά…”
Προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το ΤΑΡΑΓΜΕΝΟ παρελθόν, την καταπιεστική μητέρα, μια πατρική φιγούρα- αμφισβητία ,το αδιάφορο οικοτροφείο, τις ταπεινώσεις.
Ιδιαίτερα εκθαμβωτική στην εμφάνιση, ιδιαίτερη και η ποίησή της .
Αιχμηρή, χθόνια, προκλητική, εξομολογητική, μα τίμια σε ό,τι λέει, χωρίς ταμπού, μιλά για θέματα που ήταν βρώμικο να τ’αγγίζει κανείς…τη μοιχεία, τον αυνανισμό…και πάντα ο θάνατος στο επίκεντρο!
“Είμαι κομμένη στα δυο”, λέει σ’ένα της ποίημα,
“αλλά θα με νικήσω.
Θα ξεθάψω την περηφάνια μου.
Θα πάρω το ψαλίδι και θα κόψω τη ζητιάνα.
Θα πάρω το λοστό και θα ξεσφηνώσω τα σπασμένα
κομμάτια του Θεού από μέσα μου”
Πάντα έγραφε με μουσική υπόκρουση.
Άλλοτε τύμπανα κι άλλοτε τσέλα ή βιολιά…να τρίβει το δοξάρι τους με μίσος, να ξεσκίζει σωθικά…
“Λα λα λα, η μουσική επιστρέφει σε μένα κολυμπώντας
και νιώθω τη μελωδία που ακουγόταν
τη νύχτα που μ’ αφήσαν
σ’ αυτό το ιδιωτικό ίδρυμα πάνω στο λόφο.
Φαντάσου το. Έπαιζε το ραδιόφωνο
κι όλοι εδώ πέρα ήταν τρελοί.
Μου άρεσε και χόρεψα σε κύκλο.
Η μουσική χύνεται πάνω στη λογική
και με κάποιον παράξενο τρόπο
η μουσική βλέπει περισσότερα από μένα…”
Η μουσική υπόκρουση τη βοηθούσε να βάλει σε τάξη τα τόσα νοιωθέματα, τα μπερδεμένα, τα ευάλωτα, τ’ανομολόγητα,…γόρδιοι δεσμοί, που ζητούσαν Μεγαλέξαντρο τη ποίηση, να δώσει τη λύση…
Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε κολλήσει στις “Μπαχιάνας Μπραζιλέιρας” του Βίλα Λόμπος.
Τα φώτα ανοιχτά, μα το σκοτάδι χορεύει αεικίνητα δαιμονισμένο μέσα της.
Τα ποιήματά της, λεπίδες …φυτεμένες βόμβες εντός της.
Μιας ζωής δρόμος, σε τόσο λίγες γραμμές.
Μια μέρα ένοιωσε την παγωμένη θάλασσα έσω της να την καλεί.
Άνοιξε το γκάζι στο γκαράζ να ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της… έβαλε τη μουσική να παίζει και περίμενε.
Περπάτησε νοερά στη Mercy street…έψαχνε κάτι συγκεκριμένο…σύννεφα στα μάτια της .
Ζαλισμένη απ’το κοκτέιλ του γκαζιού…Βρίσκει το νούμερο 45…με τα βιτρώ παράθυρα και μια τραπεζαρία από μαόνι.
Ακολουθεί σκιές…τη γιαγιά, μια νοικοκυρά …Όλοι οι ακριβοί της.
και πιο κάτω “ένα μικρό ξυλιασμένο περιστέρι, που κλείστηκε στην απομόνωση“.
Εκεί, στη σιωπή.
“κι η σιωπή είν’ ο θάνατος, που’ρχεται με τον καταπέλτη του να κάτσει στον ώμο της…”
Η εκθαμβωτικά όμορφη ποιήτρια Ανν Σέξτον γεννήθηκε σαν σήμερα 9 Νοέμβρη του 1928.
Ανήσυχη φύση, ατίθαση.
Οι γονείς της την εσωκλείουν σε αυστηρό σχολείο θηλέων με την ελπίδα να δαμάσουν την “αγριότητά ” της και να την κοινωνικοποιήσουν μέσα στα αποδεκτά πρότυπα της εποχής.
Ξεχείλιζε από πνεύμα…
“Φυλάξου απ’ το πνεύμα,
γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα
και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,
εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου
καταρρέει απ’ το στόμα σου…”
Η ποίησή της είναι κάτι σαν εξιλέωση…μ’αυτήν δίνει συγχωροχάρτι σε όλους μα και στον εαυτό της.
Όμως, μια θλίψη βαριά κατατρώει τα σωθικά της.
Η κατάθλιψη τής χτύπησε νωρίς την πόρτα. Στράφηκε στην ποίηση για να τη γιατρέψει.
Ανάμεσα σε βραβεία και διακρίσεις, μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές. Ως το ’74, που την εγκαταλείπουν οι αντοχές της. Αυτοκτονεί στο γκαράζ της με μονοξείδιο.
“Θέλοντας να πεθάνω”
Αφού ρωτάς, τις περισσότερες μέρες δεν μπορώ να θυμηθώ.
Περπατώ ντυμένη, ασημάδευτη απ’ αυτό το ταξίδι.
Έπειτα μια σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.
Ακόμα και τότε δεν είχα τίποτα ενάντια στη ζωή.
[…]
Αλλά οι αυτοκτονίες έχουν μια ειδική γλώσσα.
[…]
Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
αλλά ζαλισμένες, δεν μπορούν να ξεχάσουν ένα τόσο γλυκό φάρμακο
που ακόμα κι ένα παιδί θα το κοιτούσε και θα χαμογελούσε.
Η Ανν Σέξτον απαγγέλει το “Θέλοντας να πεθάνω”
(Την Ανν Σέξτον τη γνώρισα μετά τα σαράντα μου. Ομολογώ με είχε προβληματίσει ο τρόπος γραφής της και θυμάμαι πως γυρνούσα και δυο και τρεις φορές στο ίδιο ποίημα γιατί δεν κατανοούσα τον ψυχισμό της…… ,δεν άγγιζα τον κόσμο, που ήθελε να μεταφέρει.
Υπηρέτησε μια ιδιάζουσας μορφής ποίηση, αποτέλεσμα μιας ζωής δύσκολης, μπουκωμένης από αμφισβήτηση, κακοποίηση, μιας ζωής, που οι γύρω της την έκαναν να νοιώθει ανεπιθύμητη.
Η τραυματισμένη ψυχή της είχε ανάγκη για αποδοχή και αγάπη…Πονούσε…και βρήκε ιδανικό παυσίπονο, την ποίηση.
“Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι σαν προσευχή”,έλεγε,
“που δεν τη σχεδιάζεις,
απλώς πέφτεις στην αγκαλιά της,
αφού η πίστη σου, τη δυσπιστία σου ξεκάνει…”
Δεν θα πω τίποτε άλλο. Ελπίζω το κειμενάκι, που διαβάσατε πιο πάνω, κάτι σαν κεντρική ιδέα γύρω από τη Σέξτον να λειτουργήσει ως προτροπή, όσοι δεν το έχετε κάνει ακόμη , να την ψάξετε…)
Από το ποίημά της “45 Mercy Street“, το 1986 εμπνέεται ο Βρετανός Πίτερ Γκάμπριελ και γράφει το ομώνυμο τραγούδι που ακολουθεί στο βίντεο.