iporta.gr

Ανηόρευτες ψυχές…, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς 

 

 

 

 

 

 

Ο ταξιδιώτης αυτός έχει ξεμείνει μια για πάντα μονάχος κι ανηόρευτος στο Ανατολικό αεροδρόμιο, εκεί άρχισε να γερνά η ψυχή και να ξεφτίζει το απέθαντο

σώμα του. Ο κακόμοιρος, στέκει ξεχασμένος με μια βαλίτσα στο χέρι μέσα σε ένα απέραντο πουθενά.

 

Ακόμη και σήμερα προσπαθεί να φτάσει στο τέρμα μιας σκάλας, μα εκεί δεν τον περιμένουν αεροσυνοδοί, ούτε ένα αεροπλάνο με αναμμένες μηχανές, εκεί

τον περιμένει η…Νίκη της Σαμοθράκης! Αυτό φαίνεται θα ήταν το βραβείο του. Όμως και οι δυο, η Νίκη και ο ταξιδιώτης, έμειναν παγωμένοι να κοιτάζονται

σαν δυο ανεπρόκοπα ερωτευμένα πλάσματα, όπως ένα ψάρι λαχταρά ένα πουλί.

 

Είναι ο αποτυχημένος Οδυσσέας, αφού ο δύστυχος δεν κατάφερε να ακουμπήσει, να γύρει πίσω στην Ιθάκη του. Και να που δίπλα του βρέθηκε μια

ολοζώντανη παράξενη παρέα αγνώστων. Είναι ξεσπιτωμένοι, ταξιδιώτες από ανάγκη, μακριά από τις περιπλανήσεις αυτού του Οδυσσέα, μα πολύ πιο κοντά

σε βίους άγνωστων και πονεμένων Αγίων. Άνθρωποι ταλαίπωροι, από κείνους που σπάνια γίνονται γνωστοί και η είδηση του θανάτου τους σχεδόν πάντα

είναι πιο ενδιαφέρον και σημαντικό θέμα.

 

Εκεί, στο παλιό Ανατολικό Αεροδρόμιο, έπαψε από χρόνια να μυρίζει κιροζίνη, μόνο περαστικοί αθλητές, περιστέρια αλητάκια κι όμορφες κουνάμενες

σουσουράδες, αυτοί είναι οι μόνιμοι θαμώνες που κάνουν τα πρωινά περατζάδα. Άντε να οργανωθεί μια έκθεση και να φέρει κόσμο μήπως ζηλέψει τα νέα

προϊόντα. Μα και τότε σπάνια τα μάτια έπεφταν στη γύμνια και την μοναξιά που μυρίζει εδώ η εγκατάλειψη. Και να που κάτι διαφορετικό σπάει τη

μονοτονία.

 

Ξεριζωμένοι τριγυρνούν μέσα και έξω από το χώρο του παλιού αεροδρομίου, ανάβουν μικρές φωτιές, κουκουλωμένοι ψάχνουν για μηνύματα στα κινητά

τους. Μοιάζει σα να μην έφυγαν μια μέρα από τον τόπο τους, κυριώς γιατί η μαντρωμένη περιοχή θυμίζει τα περίχωρα των πόλεων που μεγάλωσαν, μόνο

που εδώ δεν υπάρχει έρημος ή μήπως όχι;

 

Ονόματα, προσωπικές ιστορίες, κρυφές υποψίες και ένα στεγνό δάκρυ, φτάνει μια λύπηση και ακολουθεί η μοιραία κι όμως τόσο

λυτρωτική αυτόματη διαγραφή, που βοηθά όλους τους απέξω να επιστρέψουν μήπως χορτάσουν μέσα στο προσωπικό όνειρο.

 

Αρκεί να μην έχεις γεννηθεί στη χώρα τους. Φτάνει να νομίζεις ότι ετούτοι οι βαριόμοιροι δεν σε αγγίζουν.

 

Δεν ψάχνουμε για αληθινές απαντήσεις, τέτοιες δεν υπάρχουν, έτσι το μόνο που απομένει είναι να κλείσει όπως-όπως η ανοιχτή πληγή, ενώ παραδίπλα

από μια άλλη να ξεπηδά φρέσκο αίμα.

 

Ο άγνωστος παγωμένος ταξιδιώτης, από τα χαρακτηριστικά του μοιάζει με Ευρωπαίο, παλεύει μήπως και αγγίξει την Ελληνίδα Νίκη του, στέκει εκεί κάπου

παραδίπλα από τις «Αναχωρήσεις Εξωτερικού», ενώ οι Σουσουράδες τσακώνονται με τα Περιστέρια για τα γιορτινά ξινισμένα αποφάγια ενώ κάποιοι

μετανάστες μπαινοβγαίνουν απελπισμένοι μπροστά από αχόρταγες ανοιχτές κάμερες. Μηχανήματα άτιμα, χωρίς αισθήματα, τα μόνα που θα κρατήσουν μια

μνήμη της ανθρώπινης κατάντιας.

 

Χειρότερο και από την απελπισία είναι η άτιμη συνήθεια, ο μαγικός τρόπος να κοιτάς κι όμως να μην θωρείς τίποτε!

 

(Ανηόρευτος, στην Κύπρο και τα Δωδεκάνησα λένε τον ξεχασμένο, εκείνον που έμεινε αμνημόνευτος και έτυχε να περάσει δίχως να αφήσει

χνάρι).