iporta.gr

Ανέκδοτο βιβλίο: “Κομμάτια ζωής στο συρτάρι” της Πέρσας Ζηκάκη

 

Η συγγραφέας Πέρσα Ζηκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία, Ελληνική φιλολογία (Τμήμα Ιστορικό – Αρχαιολογικό) και παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μαθήματα Ιστορίας της τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε σεμινάρια θεάτρου και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο. Είναι καθηγήτρια Δ/θμιας Εκπαίδευσης στην Πάτρα όπου ζει με την οικογένειά της.

Έχει εκδώσει τα βιβλία:

“Τύψεις και μαργαριτάρια”, “Οι κληρονόμοι της σιωπής” και “Πάντα κάτι θα λείπει…”

 

Το απόσπασμα που παραχώρησε και δημοσιεύεται στην Πόρτα, είναι από το βιβλίο που ετοιμάζεται: “Κομμάτια ζωής στο συρτάρι”.

                                                                                                           

                                                                                                        ***

“Ήταν κι εκείνα τ’ αρραβωνιάσματα. Η καλύτερη φίλη της.Έπρεπε οπωσδήποτε να είναι εκεί.

Μέρες το σκεφτόταν όχι τόσο για τη χαρά της φίλης της μα για τη χαρά που θα’παιρνε σαν έβλεπε εκείνον.

“Θα είναι κι εκείνος;”

Την είχε ρωτήσει με σπουδή,μ’εκείνο το οραματικό αντίκρισμα του χρόνου και της ροής του.

“Ο “κολλητος” του γαμπρού την είχε μαγέψει με τον τρόπο που μιλούσε,όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά σ’ εκείνο το ζαχαροπλαστείο
Είχαν βρεθεί για πρώτη φορά μαζί τα δυο ζευγάρια.

“Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; τι με ρωτάς τώρα”

“Αυτό ήταν. Λες κι ο αρραβώνας θα ήταν ο δικός της. Πιότερη χαρά είχε.

Δεύτερη φορά θα τον έβλεπε και ένιωθε ένα τρέμουλο,κάτι σαν φτερούγισμα μέσα της. Ήταν άλλωστε νωπή η εικόνα της πρώτης τους συνάντησης.

Εκείνη η αίσθηση της αφής,όταν της έδωσε το χέρι για να πει εκείνο το δυνατό “χάρηκα”

Αμ εκείνη; Πόσο είχε χαρεί; Δεν το άφησε όμως να φανεί. Εκείνος ο νεανικός εγωισμός,ο αθάνατος!

“Ζαφέτια λοιπόν ε;”ρώτησε ο παππούς , όταν έμαθε, το μεσημέρι την ώρα που έτρωγαν όλοι μαζί.

“Ζαφέτια; τι είναι αυτό πάππι μου;”

“Τραπεζώματα, ξεφαντώματα, γλέντια κορίτσι μου. Πρόσθεσε και τις βέρες και καταλαβαίνεις…”

Δεν καταλάβαινε απλά, το ζούσε!

Ήταν η πρώτη φορά που ονειρεύτηκε βέρα και στο δικό της χέρι.

Τέντωσε και τα δυο της χέρια ίσια μπροστά κι άνοιξε βεντάλια τα δάχτυλα.

“Θα μου πήγαινε πολύ και στο δεξί” σκέφθηκε και χαμογέλασε.

Η ψυχή της στιγμής παρούσα!

 

“Κάπως έτσι ξεκινούν τα όνειρα παιδί μου”είπε ο παππούς και συμπλήρωσε χαμογελώντας

“Ονειρέψου μάτια μου, είσαι νέα και μπορείς. Αν και η Άνοιξη στη ζωή μας δεν έρχεται μόνο μία φορά”

 

Είπε και έκλεισε το μάτι στη γιαγιά που στεκόταν δίπλα του αμίλητη!