iporta.gr

Άν ο Μπετόβεν, είχε γεννηθεί στην Κάρπαθο;, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς

 

 

 

 

 

 

 

Ο χοχλασμένος καφές τον έκοψε, σταμάτησε την ορμή των σκέψεων που έπεφταν με πάταγο στον πάτο της καρδιάς και του μυαλού του.

 

 

Τρομάζει στην ιδέα του θανάτου, ζορίζεται κάθε που μαθαίνει για ένα ξαφνικό, αναπάντεχο μα τόσο δεδομένο, τέρμα.

 

 

Ξέρει πως θα έρθει, μα του είναι τόσο λίγα αυτό που έχει προλάβει μέχρι εδώ, είναι που δε σταματά να αγαπά, να πονά, για όλα εκείνα που άφησε πίσω, και όμως, στιγμή δεν βγαίνουν από τα στενά του μυαλού του.

 

 

Νευρικός, τζώρας, ένας ιδιότροπος που δεν θέλει τίποτε να πηγαίνει λανθασμένα, μονάχα η αρμονία στα πράματα ταιριάζει κι αυτή είναι που μας χαρίζει τη γαλήνη.

 

 

Ψαράς, κυνηγός, μελισσοκόμος, αγρότης, κτηνοτρόφος, μα πάνω από όλα ποιητής, δημιουργός, ένας από εκείνους που θα λεγες με μάτια βουρκωμένα, από τους τελευταίους.

 

 

Λυράρης, που κάνει με το δοξάρι, εκείνο το άψυχο ξύλο, να μιλά μια γλώσσα παράξενα ερωτική, μια γλώσσα που δεν έχει χώρα.

 

 

Εκεί στην χώρα του ποτέ, ο Μιχάλης έστησε τα χρόνια του.

 

 

Οικογένεια κτηνοτρόφων, γενιά μουσικών, η Ειρήνη, η μάνα που στον μικρό τόπο την λένε Ερνία, του ψιθύριζε τους πιο δύστροπους σκοπούς για το νανούρισμα του.

Πατέρας λυράρης κι αυτός, λεβεντόπαιδο, σατράπης, έκανε, σε εκείνα, τα κατά-δικά του χρόνια, τους ανθρώπους να παρατούν την τσάπα και το δίκρανο, να στέκονται στο συναίσθημα.

 

 

Εκείνες τις εποχές που έβγαζες το θυμικό μονάχα στον ύπνο, κι αυτό το ξημέρωμα το πέταγες σαν νάναι αρρωστημένο, ξινισμένο γάλα.

 

 

Είναι ο πατέρας που του δίδαξε την αγάπη, έκλεψε την γυναίκα, την μάνα των παιδιών του, έρωτας, και έσβησε λίγο μετά τον δικό της τελειωμό.

 

 

Ο μικρός έπιανε πατσούλια, ξυλαράκια, αυτά που έφτανε με την παιδική του χούφτα και μπορούσε να τα αγκαλιάσει. Η παιδική φαντασία τα μεταμόρφωνε, έκανε λύρα και δοξάρι κι έπειτα με το στόμα, με ήχους σαν να μιλούν πουλιά, παρίστανε κρυφά όλα τα ακούσματα που έπαιρνε από τον πατέρα του. Ήταν δεν ήταν έξι χρονών, και στα κρυφά, με τη λύρα του πατέρα σκάρωνε αληθινή μουσική. Η μάνα του κρυφάκουγε, όπως όλες οι μανάδες πονούν και καμαρώνουν, μα σέρνουν μαζί τους τα μυστικά του γιού, στα σκοτεινά, όλα εκείνα που θέλει να τα πει, μα δεν έχει βρει ακόμη τρόπο.

 

 

Αδέξια μοίραζε κι ο Μιχάλης ένα χάρισμα που ήταν ολότελα δικό του, ένα δώρο που έμελλε να γίνει το αστέρι του. Μα όχι μόνο για εκείνον μα και για όλους όσοι στάθηκαν κοντά στα παιξίματα του.

 

 

Το χωριό του ορεινό, δύσκολο, κακοτράχαλο, τόσο που δεν άφηνε χώρο να γεννούν οι σκέψεις εικόνες χρωματιστές. Πάνω και πρώτα ήταν να καταφέρουν να την βγάλουν, οι άνθρωποι, τα ζώα, όλοι μαζί να πάνε παρακάτω, να προχωρήσουν μέσα στις πέτρες, εκεί όλοι αγκαλιά με τις σκληρές αγκάθες.

 

 

Βουνίσιοι μέσα στο νησί, ψαράδες πάνω στο βουνό, όλα σε μια μουσική αντίστιξη που την χαιρόντουσαν στην γιορτή, στην σκόλη κι ένα τυχαίο πανηγύρι γινόταν αφορμή να ειπωθούν αλήθειες ολάκερης ζωής που καμιά φορά δεν φτάνει, μα ποτέ δεν φτάνει μια ζωή.

 

 

Στο σχολειό πήγαινε με τα πόδια, ποδαρόδρομος δυο ώρες για το μάθημα, μα ήταν εκείνα τα χρόνια που κρατάς τις φιλίες, γιατί η καρδιά σαν ανθός λεμονιάς, κάνει και τα μάτια να δακρύζουν όταν θυμάται τις μικρούτσικες στιγμές που είναι του καθένα ξεχωριστά οι πιο μεγάλες, στιγμές μοναδικές που μας καθόρισαν.

 

Ήταν δεν ήταν στα 12 τότε άρπαξε τους ήχους, ο πρώτος που τον εμπιστεύτηκε ήταν ένας ξενοχωριανός, σχεδόν άγνωστος αφού στους μικρούς τόπους το κάθε χωριό έχει το δικό του κόσμο.

 

 

Σε εκείνο το χωριό του δώσανε λύρα και με το δοξάρι έβαλε μπρος την μηχανή της τέχνης του.

 

 

Εκείνη την εποχή ο καλός οργανοπαίχτης ήταν επάγγελμα δυνατό, ήταν μπόλικο το χαρτί, το χρήμα, που έριχναν οι άνθρωποι όταν ζωντάνευαν οι νότες και έδιναν χρώμα στο άκουσμα της ψυχής. Ήταν και οι επαφές που έφερναν στα γλέντια, σε αυτά αλλάζανε κουβέντες με ρούχα στεγνά και καθαρά που δεν μύριζαν ιδρώτες και κοπριά.

 

 

Σε ένα τέτοιο γλέντι στο ΄70, ο πιτσιρίκος άνοιγε πανιά.

 

 

Ο Μιχαλάκης έγινε ξαφνικά Μιχάλης, μάζευε τα χιλιάρικα, πως να ξεχάσει εκείνο τον αρλό γεμάτο μέχρι πάνω! Όχι με στάρι, μα ξέχειλο από χρήμα, που έριχναν οι αναψοκοκκινισμένοι χορευτές όσο εκείνος πάλευε με το δοξάρι, να δείξει πως μπορεί ακόμη πιο ψηλά, λίγο παραπάνω, να τραγουδά πιο γλυκά πιο τρυφερά, μα συνάμα πιο δυνατά, σαν τον εραστή που παλεύει να κάμει την αγαπημένη του να νιώσει τα πιο βαθιά ανομολόγητα συναισθήματα, για να μην ξεχαστεί ποτέ, για να είναι πάντα, αιώνια και αυτό λίγο είναι, στο πρώτο-πρώτο συρταράκι της μνήμης της.

 

 

Αυτό ήταν, έφερε σπίτι και έβαλε μέσα στα χέρια του πατέρα του, τόσα χρήματα που δεν είχε βγάλει εκείνος ούτε στα καλύτερα του.

 

 

Θυμάται πως πέντε πακέτα τσιγάρα αγόρασε, μόνο αυτά χάλασε από τα χρήματα της μουσικής του, και αυτά τα πήρε με φίλτρο.

 

 

Ο γέρος του κάπνιζε με μανία άφιλτρα, σαν να τραβούσε ξεραμένες αγκινάρες, άναβε και ρούφαγε τον καπνό, τέτοια ήταν η τρελά το πάθος για τσιγάρο.

 

 

Εκείνος είδε τα αγορασμένα τσιγάρα, είδε και τα λεφτά που μοιάζαν με σπαρταριστά ψάρια, ήρθε και απόρησε, τινάχτηκε και του πε:

 

 

«Κλέφτης έγινε; Έτσι τον μεγάλωσα με τέτοια ηθική, τέτοιες αξίες;». Αναρωτιόταν, μα σαν έμαθε για το γλέντι και το ντελίριο που ένιωσε ο κόσμος από το γιο του, από την φωνή που έβγαλε η λύρα από το χάιδεμα τον παιδικών ακόμη χεριών, σα να τα χασε, έκανε μπρος και όρισε μουσικό το παιδί, τον εμπιστεύτηκε, και παράλληλα κατάλαβε πως είχε βρει τον δρόμο του.

Ο Μιχάλης ποτέ δεν έπιασε τη λύρα πλάι στον πατέρα.

 

 

Είχε τον σεβασμό σε όλο του το είναι. Όπως κάθε γνήσιος δημιουργός, γεννημένος καλλιτέχνης, ταπεινός και συνάμα ώριμος, δεν ήθελε να πληγώσει τον γονιό του. Άφηνε την μάνα των οργάνων, την λύρα του Απόλλωνα σε κείνον, έπιανε το λαούτο και κομπάνιαρε το γέρο. Εκείνος πάλι καμάρωνε το γιο, που αν και καλύτερος κρατούσε μοναχά τα ακόρντα. Το ένιωθε ο πατέρας και δίδασκε μονάχα την αποδοχή του παρελθόντος.

 

Μοναχά με την γνώση της διαδρομής πάει παρακάτω ο μύθος.

 

 

Ποτέ δεν χάλασε χατήρι στους γονείς ο Μιχάλης, ούτε καν στην παντρειά που έγινε προξενιό και με το ζόρι.

 

 

Είχε δοσμένη την καρδιά του από καιρό, οχι δανεικιά, μα ανεπίστρεφα, έτσι μια και έξω, είχε νιώσει τα μεγάλα συναισθήματα, καλλιτέχνης που μιλούσε πρώτα με την γλώσσα της καρδιάς.

 

 

Μια κόρη είχε αγγίξει τα τρίσβαθα της ψυχής του.

 

Μα αλλιώς λογάριαζε για εκείνον η φαμίλια, οι γονείς έκαναν τα κουμάντα τους. Τα κανόνισαν, βρήκαν τη νύφη, ημερομηνίες, παπάδες που ήταν και συγγενείς, έμπαινε το νερό στο αυλάκι. Μονάχα ο γαμπρός δεν χώνευε την ιστορία, τη μέρα του γάμου, εκεί πάνω στις μαντινάδες, στο γλέντι που οι λυράρηδες παινεύουν τα σόγια. Σηκώθηκε, πέταξε τα δαχτυλίδια, τίποτε δεν πήγαινε κάτω, τίποτε δεν τράβαγε στην ιστορία που σαν θηλιά τον έπνιγε.

 

 

Ο πατέρας έγραψε την μοίρα με μια κουβέντα, «αν τραβηχτείς, αν κάνεις βήμα πίσω, θα πάω στην άκρη-άκρη του νησιού, στον Χα, εκεί στο τέλειωμα της γης, και σαν τον Αιγαία που έπεσε και πνίγηκε, το ίδιο θα κάμω και εγώ».

 

 

Ο γάμος έγινε και τέλειωσε, όπως τελειώνουν όλα στο πέρασμα του χρόνου κι εκείνος παραμένει πλάι στην ίδια γυναίκα, μα αν κάτι έμεινε μόνιμα, σαν κουσούρι, σαν κρυφό ελάττωμα που τον πονά, μα ντρέπεται ακόμη και να ξομολογηθεί, είναι η ιστορία που στάθηκε μετέωρη στον χρόνο.

 

 

Το θηλυκό που έμεινε να κάνει το θεριό μέσα στη μνήμη, και να ζωντανεύει ένα παρελθόν, που με τα χρόνια έστησε άγαλμα στην ψυχή του. Σαν ένας φάρος που δεν σβήνει, πως άλλωστε, αφού δεν έμεινε ποτέ πίσω.

 

 

Έπειτα ήρθαν τα πικρά χρόνια της ξενιτιάς, χρόνια ανήλιαγα, απάνθρωπα τόσα σκληρά σαν τα ξύλα που έψαχνε ο Μιχάλης για σκαρώσει τις λύρες του. Στα κατοπινά του δεν παίζει μόνο μουσική, μα φτιάχνει το όργανο που στα χέρια του γίνεται μικρή γοργόνα που λαχταρά, χορεύει.

 

Κρατά μια καμωμένη από τριανταφυλλιά, που η λαλιά της έχει συνεπάρει όλο το νησί, μα το συναίσθημα είναι αλλού, σε μια λύρα φτιαγμένη στην ξενιτιά, εκεί που πελεκούσε το ξύλο και με δάκρυ, γιατί ο μουσικός αυτός είναι ένας έφηβος ακόμη, όχι σαν του ποιητή, ο αιώνιος, ξέρει, νιώθει το ράγισμα του χρόνου στο κορμί του.

 

 

Έχει το σπάσιμο που κάνει το παρελθόν στο σώμα, αναγκαστικά, τα κουράγια γίνονται πιο μικρά, μεγαλώνουν οι ανάσες που στέκουν στα παραθύρια της μνήμης, στο άταφο μυαλό.

 

 

Στο Μπρούκλιν λοιπόν, στις πάνω γειτονιές, δεν ήταν σαν την αετοφωλιά του, εκεί μαζί με την φαμίλια του, ξεκίνησε μια διαφορετική πορεία.

 

 

Από την αρχή μισεί τα ξένα χέρια, αφού δεν τον βλέπουν για άνθρωπο, κανέναν εργαζόμενο δεν τον είχαν για άνθρωπο μα για μηχανές παραγωγής.

 

 

Μια τάξις που βρωμά και ζέχνει, φέρνει μόνο σε ανθρώπινη ξεσκισμένη σάρκα.

 

Ο Μιχάλης θυμάται πως κάθε ημέρα που περνούσε τον μετρούσαν όλο και λιγότερο για ζωντανό, ούτε για σφαχτό δεν πήγαινε, ένας αριθμός το πολύ-πολύ γραμμένος με μολύβι, που με την πρώτη στραβοσβήνει!

 

 

Ναί, μια μουτζαλιά έτσι τον ήθελαν κι αυτόν.

 

 

Ακόμη και τα ζώα που έχει στην στάνη του, 300 ψυχές κατσίκες και πρόβατα, τα βλέπει και ξεχωρίζει χαρακτήρες. Έχει την σύγκριση με τα αφεντικά που του περάσαν την δικιά του λαιμαριά στο ξένο τόπο.

 

Βλέπει, στέκεται στα μάτια, τα νιώθει πως καταλαβαίνουν, ακούν την το τραγούδι του, την κατά-δική του μουσική, είναι τα πρώτα που πλησιάζουν για να αγγίξουν τους ήχους που στο σύνολο γεννιούνται οι μελωδίες. Εκείνες που στις φυλά το μυαλό, στα κρυφά, μα έρχονται με το παίδεμα, όπως πελεκά το ξύλο και από το ξερό, έρημο κούτσουρο, βγάζει, πετά το άχρηστο, και απομένει το στόμα, έτσι κι ο ποιητής όλα του τα χρόνια άδειαζε, πέταγε από το μυαλό τα περιττά, μαζεύοντας νότα-νότα τον δικό του σκοπό.

 

 

Μα ο πόνος είναι που θρέφει και κάνει τον καλλιτέχνη. Κι ο Μιχάλης, όταν γραφόταν Mike, σπούδαζε στην ξενιτιά τον πόνο και την αγωνία.

 

 

Ο μετανάστης δεν έχει τίποτε άλλο έξω από μια μνήμη, κι αν την κρατά σφιχτά είναι γιατί άνθρωποι σαν αυτόν, έφερναν στον άγνωστο τόπο τα ακούσματα και μοιραία φώτιζαν τις κρυφές, μα ξεχωριστές εικόνες που έχει ο κάθε ένας από μας.

 

 

Στο κατακάθι του καφέ, ρουφώντας το μελάνι, στεγνός από καπνό, χαρμάνης δυο, τρία χρόνια, χασκογελά.

 

 

Πέντε μερόνυχτα τριγύρναγε με μια διαβολοπαρέα στους ατελείωτους δρόμους της Αμερικής.

 

Ένα πρωτοχρονιάτικο γλέντι στο ΄70, ένα κάλεσμα, στοίχημα για να παίξει σε μια διπλανή μα άγνωστη πολιτεία και ένας εγγλέζικος χάρτης που τα μάτια δεν καταλάβαιναν και δε μπορούσαν να διαβάσουν, όλα μέσα σε ένα αυτοκίνητο με μοναδική επικοινωνία τα άγνωστα, αδιάφορα στους τριγύρω ελληνικά. Έτσι μένει χαραγμένη μια ιστορία, μια ανώδυνη τρέλα στην αμερικάνικη άσφαλτο, ενώ το FBI να τους κυνηγά και η παρέα με μουσική και πάνω χορό στο φουλ, μέσα σε ένα λαδί podiac limance ξόρκιζαν το αμερικάνικο όνειρο.

 

 

Μα πως αλλιώς θα γινόταν; όλη η Αμερική ένα αυτοκίνητο, ένα ασταμάτητο γκάζι. Όχι με ροκ, ούτε με σόουλ ή κάντρι! Μα με καρπάθικους σκοπούς που στο βάθος τους μοιάζουν με όλους τους ελεύθερους σκοπούς του κόσμου.

 

 

Είκοσι χρόνια έμεινε σε εκείνο το παντόξενο τόπο.

 

 

Βάναυση και σκληρή εποχή που όσο πέρναγε τόσο αναζητούσε τα βουνά τις πέτρες του μικρού χωριού που μεγάλωσε. Έλεγε και ξανάλεγε πως εκείνες οι πέτρες ήταν ολότελα δικές του, «με περιμένουν να σταθώ κόντρα στον ήλιο τους, να τις δροσίσω, έτσι δίχως αντάλλαγμα, μακριά από τα λογικά, τα ανθρώπινα ένστικτα».

 

 

Ο γυρισμός τον κάνει κτηνοτρόφο, όταν δεις την ζωή στη ακολουθία της, βλέπεις τα γονικά να φορτώνουν τα παιδικά όνειρα και τους στόχους της ζωής.

 

 

Ο Μιχάλης μπήκε στα πατήματα του πατέρα του, ο Κωσταντής δεν πίεσε, μα έτσι ευκολότερα ο γιος περπάτησε στους δρόμους του πατέρα.

 

 

Στην ίδια στάνη, στο ίδιο μονοπάτι που για να ανέβεις κρατάς σημάδι την μεγάλη άσπρη πέτρα. Αν σταθείς δίπλα της θα την ακούσεις να ψιθυρίζει μια από της τελευταίες μαντινάδες του γέρου, του Κωσταντή,

 

«Μέχρι να ζω θα το κρατώ
της λύρας το δοξάρι
να παίζω και του χάροντα
σαν έρθει να με πάρει».

 

«Η μουσική από καταβολής κόσμου είναι οικογενειακή υπόθεση», το ξεστομίζει μαζί με δακρυσμένα μάτια, δεν είναι που νιώθει το κυνηγητό του χρόνου, είναι που θέλει να προλάβει, θέλει, έχει τόσα να πει.

 

 

Δεν παίζει για τα χρήματα, τα έχει ανάγκη όπως όλοι άλλωστε, μα αν είναι θα έρθουν, είναι που έχει ανάγκη να βλέπει την μουσική του να γεννά στα μάτια των ανθρώπων συναισθήματα.

 

 

Να βλέπει δάκρυα ή χαμόγελα, μετά είναι τα φράγκα, που έτσι κι αλλιώς για να κάνουμε τη ζωή μας και τα γούστα μας είναι, και όχι για να μας βάζουν από κάτω.

 

 

Στο Σπόα, στο ορεινό χωριό του, μα και σε όλο το νησί, την Κάρπαθο, είναι γνωστός, αλλά είναι βαρύ για έναν δημιουργό να βγαίνει σε μικρό τόπο, είναι δύσκολο να σταθείς στην κριτική, όχι για το έργο, μα για την πορεία και για το χαρακτήρα σου.

 

 

Αλήθεια πόσοι σπουδαίοι δεν χάθηκαν παραμένοντας στο βάθος της σκηνής, ενώ τους έπρεπε να είναι στο μπροστινό, στο πρώτο-πρώτο σκαλοπάτι.

 

 

Μετρούν το χαρακτήρα κι αφήνουν πίσω το αποτέλεσμα, μα όταν χάνουμε αυτό που λέμε δεδομένο, τότε κάτι καταλαβαίνουμε, όμως τότε δεν έχουμε τίποτε να πούμε.

 

 

Είναι που το κάθετι πρέπει να γίνει στο χρόνο του, μετά στο πέρασμα πάνω, δεν έχουν λόγο τα μνημόσυνα κι ο Μιχάλης, όπως και ο τόπος του, ζουν περισσότερο με μνήμες, μέσα σε αυτά.

 

 

Ενενήντα ψυχές απέμειναν, κι αυτές τσακισμένες από τον αέρα και την υγρασία του αποχωρισμού. Τα τραπεζώματα τώρα δεν είναι για χαρές, γίνονται συνήθως πάνω στο το κλάμα και το πένθος.

 

 

Περιμένουν ένα κοντό πια καλοκαίρι, μήπως και φέρει τα ξενάκια και να γεμίσει με παιδικές φωνές τα σοκάκια του νησιού, έτσι μερικές ακόμη ψυχές να γεμίσουν τα καφενεία, να δώσουν παράταση σε μια ήδη προδιαγραμμένη πορεία.

 

 

Ο Μιχάλης δεν γιόρτασε ακόμη μια δική του γιορτή, ίσως γιατί δεν πρόλαβε να χορτάσει καμμιά χρονιά μέχρι τώρα.

 

 

Το μόνο που τον κάνει να σταθεί, το ψωμοτύρι του, είναι η μουσική του, είναι εκεί που δίνει την ανάσα του, έχει τον δικό του διακόπτη, για να ανάβει και να σβήνει, να χάνεται μέσα στο ρυθμό της λύρας.

 

 

Παίρνει το παλιό άκουσμα, και γεννά δικούς του δρόμους, φτιάχνει νέους προορισμούς με τον νου στην αρχή, στα παλιά λημέρια, ντύνει με καινούρια χρώματα αιώνια ακούσματα.

 

 

Μα πως να περιγράψεις τους ήχους, τη μουσική που κάνει και την πιο λεπτή, άκυρη στιγμή να βγάζει γλώσσα με φωτιές, και να παραπονιέται. Έτσι που να γίνεται μνήμη και να ξεμακραίνει πριν προλάβεις να την αγκαλιάσεις, να την γεμίσεις φιλιά και χάδια.

 

 

Ο Μιχάλης είναι μια φιγούρα αντιήρωα, δεν αναγνωρίζεται εύκολα, αφού κόβει σα λεπίδα με την αλήθεια του, την ξεστομίζει, μα η αλήθεια είναι μαλώστρα, μπορεί να τσακίσει αδέρφια, για γνωστούς και φίλους, που είναι από καιρό χωρισμένοι, δεν έχει επιστροφή.

Αν τύχει και σταθείς περαστικός, τότε ψάξε, να βρεις μια αφορμή, ένα τυχαίο γλέντι, να πας κοντά, εκεί που τα μάτια βλέπουν τον ιδρώτα, εκεί που ξεχωρίζουν την κούραση που ξερνά το σώμα.

 

 

Θα τον δεις να πολεμά, σαν τον αγρότη, που παλεύει στο χωράφι, για να κάμει γόνιμο το χέρσο. Εκεί αγωνίζεται να βγάλει και τη τελευταία κρυφή σκέψη και να γίνει πόνος, να ποτίσει με αυτόν τη μουσική του.

 

Γεννιούνται και σήμερα, όπως έβγαιναν πάντα, τέτοιοι σπουδαίοι καλλιτέχνες, μα χάνονται στην απεραντοσύνη του πελάγου, ενώ εμείς ψάχνουμε για κείνο που μας ταιριάζει.

 

 

Όσο συντομεύει ο χρόνος πεισμώνουμε και αναζητάμε το αυθεντικό, το αυτόφωτο, έτσι κι ο Μιχάλης, μα αν τύχαινε να βγει σε ένα μεγάλο τόπο ίσως να έδειχναν φωτογραφίες του με κομπασμό και δέος. Ίσως πάλι όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ, εκείνος είναι δοσμένος στις πέτρες, στα βουνά και στα άδολα ζώα του, εκείνα τον χαίρονται και τον κοιτούν όχι με δέος μα με πλήρη, αληθινή αποδοχή. Ένα κομμάτι από τα σπλάχνα τους που έχει το χάρισμα να ντύνει με χρώματα τη ψυχή του αγέρα.