Αν με δείτε στον δρόμο χαμογελαστό σαν δελφίνι ή σαν να έχω πάρει πράμα καλό και προυσαλιό και να λέω πόσο γουστάρω που άλλαξαν όλα και τι ωραία που είναι τώρα και πόσο καμιά σχέση με πριν, να ξέρετε ότι κάποιοι –επιδέξιοι περί αυτά– έχουν χακάρει τη μούρη μου και έχουν βγάλει ένα μουρλό Άβατάρ μου στον δρόμο.
Αν με δείτε στον δρόμο μουτρωμένο και μαυρομούρη να βρίζω και να φωνάζω ότι τίποτα δεν άλλαξε και πως ό,τι γινότανε πριν το ίδιο γίνεται και τώρα, να ξέρετε ότι έχουν χακάρει τη μούρη μου και έχουν βγάλει ένα μουρλό Άβατάρ μου στον δρόμο.
Αν με δείτε στον δρόμο μελαγχολικό και θλιμμένο να μουρμουρίζω στους περαστικούς ότι τίποτα δεν αλλάζει ποτέ και πως ό,τι και να κάνουμε αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα, να ξέρετε ότι έχουν χακάρει τη μούρη μου και έχουν βγάλει ένα μουρλό Άβατάρ μου στον δρόμο.
Αν με δείτε στον δρόμο αμίλητο σαν χαμένο να κοιτάζω τους περαστικούς και την πόλη σαν να μην ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, να κλοτσάω γάτες, να χειρονομώ άγρια σε περιστέρια, να στραβοκοιτάζω παιδιά, γέρους και νέους, να ξέρετε ότι έχουν χακάρει τη μούρη μου και έχουν βγάλει ένα μουρλό Άβατάρ μου στον δρόμο.
Για να καταλάβετε αν μιλάτε με μένα ή με ένα χειραγωγούμενο ανδρείκελο που μου μοιάζει, πείτε μου στο αυτί τον κωδικό γνωριμίας μας.
Ή κάτι που θυμόσαστε από παλιά, ένα κρυφό σημάδι, κάτι τέλος πάντων που το ξέρουμε μόνο οι δυο μας…
Κι αν τα έχετε ξεχάσει όλα αυτά, δεν χάθηκε ο κόσμος!
Μια ζεστή και χαμογελαστή “καλημέρα” είναι ό,τι πρέπει.
Γιατί αυτή η καλημέρα –αν δεν μιλάτε σε νευρόσπαστο αλλά σε μένα– θα είναι για μένα μοναδική.
Γιατί κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα, μοναδική.
Και στα καλά της και στα πολύ καλά της και στα τελείως χάλια της.
Το έλεγε και ο παππούς Ηράκλειτος κάτι τέτοιο.
Με άλλα λόγια.